Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Nostalgia(e), Penalty, και άλλα πολλά Αντιδάνεια

Ο «νόστος», η επιστροφή στην πατρίδα (από το ρήμα νέομαι «επιστρέφω»), δεν χαρακτήρισε μόνο «τη γλυκιά προσμονή της επιστροφής στην πατρίδα» που κατέληξε στο νόστιμος, αλλά έδωσε και «τον ψυχικό πόνο που γεννάει αυτή η προσμονή», τη νοσταλγία.

nostalgie = νόστος + άλγος
Και ήταν μάλιστα οι Γάλλοι που κατέφυγαν στις ελληνικές λεξιλογικές πηγές, πλάσσοντας πρώτοι αυτοί το άλγος του νόστου, το nostalgie. Έτσι, από άλλο δρόμο, η λέξη επέστρεψε στη «λεξιλογική πατρίδα» της.

Η επιστροφή μιας λέξης ως δανείου στη γλώσσα από την οποία ξεκίνησε χαρακτηρίζεται ως αντι-δάνειο, ως επιστροφή δανείου, ως επιστροφή μιας λέξης στη γλώσσα στην οποία γεννήθηκε. Από τις πιο αποκαλυπτικές διαδικασίες λειτουργίας της γλώσσας στο πεδίο συνάντησης των λαών και των πολιτισμών είναι τα αντιδάνεια.
Συνιστούν μαρτυρίες της περιπέτειας στη ζωή των λέξεων και μαζί παραδείγματα του πόσο αυτά τα κατεξοχήν πνευματικά δημιουργήματα, που είναι οι λέξεις, εξελίσσονται εννοιολογικά περνώντας από γλώσσα σε γλώσσα, από λαό σε λαό, για να ξαναγυρίσουν συχνά στον τόπο καταγωγής τους πραγματοποιώντας έτσι τον «λεξιλογικό νόστο» τους.

Ποιος περίμενε λ.χ. ότι η σχολαστικότατη έννοια που δηλώνει η αρχαία ελληνική λέξη γραμματική θα επέστρεφε μετά από αιώνες στη σημερινή ελληνική γλώσσα ως γκλάμουρ! Με συνήθη γέφυρα τη λατινική γλώσσα η λέξη πέρασε από τα Ελληνικά στα παλαιά Γαλλικά κι από κει στην παλαιά Αγγλική, όπου η αρχική σημασία «γραμματική», ως γνώση των ολίγων μορφωμένων, πήρε τον χαρακτήρα «της απόκρυφης γνώσης» και, κατ΄ επέκταση, «της μαγείας», για να εξελιχθεί μέσω τής Σκωτικής (glammar) στη σημασία «μαγική ομορφιά» (19ος αι.) και κατόπιν- με τη μορφή glamour- σε «γοητεία, αίγλη» με την οποία και επανήλθε στην Ελληνική.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη είχε η αρχαία ελληνική λέξη ποινή. Μέσω πάλι της Λατινικής και τής παλαιάς Νορμανδικής, το ελληνικό ποινή κατέληξε στο αγγλ. penalty, για να επιστρέψει (ως αντιδάνειο) στην Ελληνική ως πέναλτι, όρος στο ποδόσφαιρο!

Δεν «θα ΄κοβε το κεφάλι του» κανείς ότι το ιταλικότατο πιάτσα δεν μπορεί να έχει σχέση με Ελληνικά; Ε, λοιπόν, το πιάτσα ξεκίνησε από το (ήδη αρχαίο) ελληνικό πλατεία (ενν. οδός ), θηλ. τού επιθέτου πλατύς, μέσω τού λατιν. platea («φαρδύς δρόμος» μέσα στην πόλη), πέρασε στην Ιταλική ως piazza (αρχικά plaza), απ΄ όπου ήδη στα μεσαιωνικά χρόνια επέστρεψε στην Ελληνική ως πιάτσα.

Η έκπληξη κορυφώνεται στην προέλευση της λ. γόνδολα. Μεταφράζω τι γράφεται σχετικά στο εγκυρότερο λεξικό τής Αγγλικής, στο Random Ηouse Webster΄s College Dictionary, λήμμα gondola: «[εισήλθε στην Αγγλική το] 1540-50 από την Ιταλική, που πάει πίσω στα Βενετσιάνικα, πιθανόν από μεσαιωνικό ελληνικό κοντούρα «μικρό ακτοπλοϊκό σκάφος», θηλ. του επιθ. κόντουρος «κοντός, κυριολ. σκάφος με ουρά» από το όψιμο ελληνικό κοντός + ελλ. -ουρος από το ελλην. ουρά ». Σκάφος, λοιπόν, με κοντή ουρά η ιταλ. gondola (γόνδολα) ξαναγύρισε στην Ελληνική ως γόνδολα!


Κι επειδή δεν νοείται καλοκαίρι χωρίς το γαλλικότατο πλαζ (γαλλ. plage), ας παρακολουθήσουμε την ετυμολογία τής λέξης. Ηλθε από το γαλλ. plage, δάνειο από ιταλ. piaggia «πλαγιά-ακρογιαλιά», που προήλθε από μεσαιωνικό λατινικό plagia «επικλινές έδαφος», το οποίο ανάγεται στο αρχ. ελλην. πλάγια (τα), «πλευρές» (κυρίως στρατιωτικός όρος), ουδ. τού επιθ. πλάγιος.


Και βέβαια δεν νοείται καλοκαίρι χωρίς τουρισμό και τουρ (ομόρριζα τα τουρνέ και τουρνουά ). Αλλά πόσο γνωστό είναι στους μη ειδικούς ότι όλες αυτές οι γαλλικές λέξεις (tour, tourisme, tourn e, tournoi) που πέρασαν στην Ελληνική (στην Αγγλική και σε άλλες γλώσσες) είναι προϊόν δανεισμού από την ελλην. λέξη τόρνος. Αυτή η αρχαία ελλην. λέξη, μέσω πάλι τής Λατινικής (tornus και ρ. tornare «γυρίζω τον τροχό, τον τόρνο»), έδωσε το γαλλ. tourner «περιστρέφω, γυρίζω» απ΄ όπου το tour. Ετσι ο τόρνος επέστρεψε στην Ελληνική ως τουρ.


Ο κατάλογος τέτοιων λέξεων (αντιδανείων) είναι μακρός και ο σχολιασμός θα έπαιρνε πολλές σελίδες. Εδώ θα δώσω μερικές νύξεις μόνο.
Θα αναφέρω ότι το γάμπα και το ζαμπόν ξεκίνησαν από το ελλην. καμπή!
Το γαρύφαλλο από το καρυόφυλλο, ο τζίρος από το γύρος, το μασίφ από το μάζα, το κάλμα από το καύμα, ο καναπές από το κωνώπιον (κώνωψ), το κανόνι από το κάννη, το καντίνα από το κανθός, το κορδόνι από το χορδή,

.............................
περισσότερα εδώ: etymologos

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ο Αριστοτέλης για τον φόβο και το θάρρος

Ο φόβος είναι κάποια λύπη ή ταραχή που προκαλείται από την αίσθηση κάποιου κακού που επαπειλείται, ενός κακού που μπορεί να μας καταστρέψει ή να μας λυπήσει.


Γιατί οι άνθρωποι δεν φοβούνται όλα τα κακά, όπως π.χ. αν θα γίνουμε άδικοι ή βραδείς στη σκέψη, αλλά όσα μπορούν να μάς φέρουν μεγάλη λύπη ή καταστροφή, και μάλιστα όταν αυτά δεν βρίσκονται μακριά, αλλά φαίνονται πολύ κοντά, ότι επίκεινται. Γιατί τα πολύ μακρινά δεν τα φοβούνται.
Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, αλλά πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν είναι κοντά, γι’ αυτό δεν τους νοιάζει.
Αν λοιπόν αυτός είναι ο φόβος, κατ’ ανάγκη φοβερά είναι όλα αυτά πού φαίνονται πώς έχουν μεγάλη δύναμη να μας καταστρέψουν ή να μας προξενήσουν βλάβες πού θα έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλη λύπη.
Γι’ αυτό και οι ενδείξεις αυτών των δυστυχημάτων προξενούν φόβο. Γιατί φαίνεται κοντά αυτό πού φοβούμαστε. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο κίνδυνος, ο ερχομός του φοβερού. Και τέτοιες ενδείξεις είναι ή έχθρα και ή οργή ανθρώπων πού έχουν τη δύναμη να κάνουν κάποιο κακό.
Γιατί είναι φανερό ότι θέλουν να το κάνουν, ώστε βρίσκονται κοντά στο να το κάνουν. Τέτοια ένδειξης είναι και η αδικία πού έχει δύναμη, γιατί ο άδικος είναι άδικος γιατί προκρίνει την αδικία. Ένδειξης είναι και ή αρετή πού την έχουν προσβάλει, όταν αποκτά δύναμη.
Γιατί είναι φανερό ότι έχει την προαίρεση πάντοτε να κάνει κακό, όταν προσβάλλεται, αλλά μόνο τώρα έχει τη δύναμη να το πράξει. ’Ένδειξης είναι και ο φόβος αυτών πού μπορούν να κάνουν κάτι. Γιατί κι αυτός κατ’ ανάγκη είναι έτοιμος να μας βλάψει.
Επειδή οι πολλοί είναι κακοί και επιδιώκουν το κέρδος και είναι δειλοί στους κινδύνους, είναι φοβερό να κρέμεσαι από την εξουσία του άλλου, ώστε ένας πού έχει διαπράξει έγκλημα, έχει λόγους να φοβάται τους συνενόχους του μήπως τον καταγγείλουν ή τον εγκαταλείπουν.
Και όσοι έχουν τη δύναμη να αδικούν, εμπνέουν το φόβο σε αυτούς που μπορούν να αδικούνται χωρίς εκδίκηση. Γιατί οι άνθρωποι ως επί το πλείστον αδικούν, όταν μπορούν. ’Επίφοβοι είναι και όσοι έχουν αδικηθεί ή νομίζουν ότι αδικούνται. Γιατί πάντα παραφυλάνε την ευκαιρία.
Φοβεροί είναι κι αυτοί πού έχουν αδικήσει, αν έχουν δύναμη, γιατί φοβούνται μήπως πάθουν τα ίδια, δεδομένου ότι αυτό, όπως είπαμε, προκαλεί φόβο. Κι όσοι διεκδικούν το ίδιο πράγμα και δεν είναι δυνατό ταυτόχρονα να το έχουν και οι δυο.
Γιατί αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο μεταξύ τους. Και όσοι είναι επίφοβοι στους ισχυρότερους από μας, είναι και σε μας επίφοβοι. Γιατί μπορούν περισσότερο να βλάψουν εμάς, αφού μπορούν να βλάψουν τους ισχυρότερους.
Φοβεροί είναι κι αυτοί τους οποίους φοβούνται οι ισχυρότεροι μας, κι αυτό για τον ίδιο λόγο. Κι όσοι έχουν σκοτώσει τους ισχυρότερους μας. Κι όσοι επιτίθενται εναντίον των ασθενέστερων τους. Γιατί αυτοί ή είναι ήδη επίφοβοι ή θα γίνουν όταν αυξηθεί ή δύναμη τους.
Και από εκείνους πού έχουν αδικηθεί, είτε εχθροί είναι είτε αντίπαλοι, επίφοβοι δεν είναι οι οξύθυμοι και οι ελευθερόστομοι, αλλά οι πράοι και οι είρωνες και οι πανούργοι. Γιατί είναι αβέβαιο αν θα εκδηλωθεί σύντομα ή εκδίκησης τους, ώστε ποτέ δεν γνωρίζει κανείς αν βρίσκεται μακριά από αυτήν.
Kι όλα τα φοβερά είναι φοβερότερα, αν τα σφάλματά μας δεν είναι δυνατό να τα επανορθώσουμε, αλλά ή είναι εντελώς αδύνατο αυτό το πράγμα ή δεν είναι στο χέρι μας, αλλά στο χέρι των αντιπάλων μας.
Επίσης και εκείνα πού δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει ή δεν είναι εύκολο να τα βοηθήσει. Και γενικά, φοβερά είναι όσα γίνονται εις βάρος των άλλων ή μέλλουν να συμβούν και προκαλούν τον οίκτο. Τα φοβερά λοιπόν πράγματα και όσα γενικά φοβούνται οι άνθρωποι, σχεδόν αυτά είναι τα πιο σπουδαία.
Τώρα θα αναπτύξουμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι και φοβούνται.
Αν λοιπόν o φόβος προκύπτει από την προσδοκία ότι θα πάθουμε κάποια συμφορά, είναι φανερό ότι κανείς από εκείνους πού νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν κανένα κακό, δεν φοβάται. Και δεν φοβούνται ούτε αυτά που δεν νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν, ούτε εκείνους από τους οποίους δεν νομίζουν ότι θα τα πάθουν, ούτε τότε φοβούνται, όταν δεν νομίζουν ότι πρόκειται να πάθουν τίποτε.
Συνάγεται λοιπόν ότι κατ’ ανάγκη φοβούνται εκείνοι πού νομίζουν ότι κάτι θα πάθουν, και τα πρόσωπα από τα όποια φοβούνται ότι θα το πάθουν, και αυτά πού θα πάθουν, και το χρόνο πού θα το πάθουν.
Και δεν πιστεύουν ότι θα πάθουν τίποτε εκείνοι πού βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία η νομίζουν ότι βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία, για αυτό είναι και αυθάδεις και αλαζονικοί και θρασείς (και τέτοιους κάνει τούς ανθρώπους ο πλούτος, ή σωματική δύναμις, οι πολλοί φίλοι, ή κοινωνική επιρροή).
Επίσης δεν φοβούνται αυτοί πού νομίζουν ότι έχουν πάθει ήδη τα πάνδεινα και βλέπουν με ψυχρή αδιαφορία το μέλλον, σαν αυτούς πού είναι καταδικασμένοι στο θάνατο με από τυμπανισμό. ’Αλλά πρέπει να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από την αγωνία του φόβου. Απόδειξης είναι το γεγονός ότι ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να σκέπτονται, γιατί βέβαια κανείς δεν σκέπτεται τα ανέλπιστα.
Ώστε πρέπει ο ρήτωρ να εμβάλλει στους ακροατές του τον φόβο ότι θα πάθουν κάτι, όταν νομίζει ότι είναι καλύτερο να φοβούνται, γιατί σαν άνθρωποι μπορούν να το πάθουν, όταν μάλιστα άλλοι ισχυρότεροι έπαθαν κακό. Και να τους δείχνει ότι και οι όμοιοί τους υποφέρουν ή έχουν πάθει κακό και από ανθρώπους πού δεν τον περίμεναν και μάλιστα τότε πού δεν το πίστευαν.
Αφού λοιπόν αποσαφηνίσαμε τι είναι φόβος και ποια πράγματα είναι φοβερά και σε ποια "ψυχική κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι πού φοβούνται, από όλα αυτά γίνεται φανερό και τι είναι το θάρρος και σε ποια πράγματα οι άνθρωποι είναι θαρραλέοι και σε ποια κατάσταση βρίσκονται και είναι θαρραλέοι.
Γιατί το θάρρος είναι αντίθετο στο φόβο και το θαρραλέο είναι αντίθετο στο φοβερό, έτσι πού ή ελπίδα για κάτι το σωτήριο συνοδεύεται από μια εντύπωση ότι βρίσκεται πολύ κοντά, κι ότι τα φοβερά ή δεν υπάρχουν ή βρίσκονται μακριά.
Θάρρος εμπνέουν και τα φοβερά όταν βρίσκονται μακριά, και τα θαρραλέα όταν βρίσκονται κοντά. Κι αν ή θεραπεία (ενός κάπου) είναι δυνατή, κι όταν προσφέρονται μεγάλες και πολλές βοήθειες ή όταν συντρέχουν και τα δυο μαζί.  
Και όταν δεν έχουμε αδικηθεί ή δεν έχουμε αδικήσει, κι όταν δεν υπάρχουν καθόλου αντίπαλοι μας ή δεν έχουν δύναμη ή έχουν δύναμη κι είναι φίλοι μας ή μας έχουν ευεργετήσει ή έχουν ευεργετηθεί από μας. Ή αν είναι πολλοί αυτοί πού έχουν τα ίδια με μας συμφέροντα ή αν είναι ισχυροί ή και τα δυο μαζί.
Οι άνθρωποι είναι θαρραλέοι όταν βρίσκονται στην ακόλουθη κατάσταση. ’Αν πιστεύουμε ότι έχουμε κατορθώσει πολλά και δεν έχουμε πάθει τίποτε ή αν πολλές φορές έχουμε περιέλθει σε πολύ δύσκολη κατάσταση και διαφύγαμε τον κίνδυνο. Γιατί οι άνθρωποι με δυο τρόπους δεν προσβάλλονται από το φόβο ή γιατί δεν τον δοκίμασαν ή γιατί έχουν πάντα κάποια βοήθεια.
Το πράγμα μοιάζει με τους κινδύνους της θάλασσας. Εκεί, όσοι δεν δοκίμασαν φουρτούνα, έχουν εμπιστοσύνη στο μέλλον, το ίδιο κι όσοι έχουν βοήθεια, την αποτελεσματικότητα της οποίας έχουν δοκιμάσει ήδη.
Και όταν κάτι δεν προξενεί φόβο στους όμοιους μας ούτε στους κατωτέρους μας ούτε σε κείνους πού νομίζουμε πώς είμαστε καλύτεροί τους. Και νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι από εκείνους τους οποίους έχουμε νικήσει ή από τους ίδιους ή από τους ανωτέρους τους ή από τους όμοιους με αυτούς.
Και αν νομίζουν ότι έχουν περισσότερα και σπουδαιότερα πλεονεκτήματα, και με την υπεροχή τους αυτή προκαλούν το φόβο. Αυτά είναι το πλήθος των χρημάτων, ή σωματική ρώμη, οι φίλοι, οι γαίες, οι πολεμικοί εξοπλισμοί ή οι πλήρεις ή οι μεγαλύτεροι. Και αν δεν έχουμε αδικήσει ή κανέναν ή όχι πολλούς ή όχι τέτοιους πού μας εμπνέουν φόβο.
Και γενικά, αν τα πάμε καλά με τους θεούς και ως προς τα άλλα και ως προς τους οιωνούς και τους χρησμούς. Γιατί ή οργή εμπνέει θάρρος και εκείνο πού προκαλεί την οργή δεν είναι το να αδικούμε αλλά το να αδικούμαστε, και γενικά πιστεύεται ότι ό θεός βοηθάει τους αδικημένους.
Τέλος νοιώθουμε θάρρος, όταν επιχειρούμε κάτι και φανταζόμαστε ότι δεν θα πάθουμε τίποτε ή ότι δεν θα πάθουμε και θα τα καταφέρουμε ως το τέλος. ’Αρκετά λοιπόν γι’ αυτά πού εμπνέουν το φόβο και το θάρρος.

Αριστοτέλους - Ρητορική 1381~1385

thalamofilakas.blogspot.gr
το βρήκαμε εδώ: apocalypsejohn.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ελληνική: μία και ενιαία γλώσσα

Η ελληνική γλώσσα είναι, ως γνωστόν, από τις ελάχιστες γλώσσες του κόσμου που διατηρήθηκε ενιαία και αδιάσπαστη χιλιετίες. 
Πράγματι η Ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται χωρίς διακοπή επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια. Είναι γεγονός επίσης ότι, όπως και όλες οι άλλες γλώσσες της οικουμένης, υπέστη και αυτή σημαντικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις κατά τη μακραίωνη εξέλιξή της, καθώς αλλάζει αναπόδραστα καθετί το ζωντανό –διατήρησε ωστόσο αλώβητη την ιστορική της ενότητα και συνέπεια, παρέχοντας έτσι αδιαφιλονίκητες μαρτυρίες για την ιστορική συνέχεια και ενότητα συνάμα του ελληνικού πολιτισμού. Η άποψη εν προκειμένω του έγκριτου ελληνιστή Robert Browning είναι νομίζουμε απόλυτα εύλογη –ότι δηλαδή «δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί πως η Ελληνική δεν είναι μια σειρά από ξεχωριστές γλώσσες αλλά μία και ενιαία γλώσσα, και ότι αν κάποιος επιθυμεί να μάθει Ελληνικά, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα αρχίσει από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, την Καινή Διαθήκη, το έπος του Διγενή Ακρίτα ή τον Καζαντζάκη». Παρόμοιες ή παρεμφερείς απόψεις για την ελληνική γλώσσα έχουν διατυπώσει και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι ξένοι ελληνιστές, όπως οι G. Thomson, L. Palmer, A. Mirambel, P. Chantraine και F. Adrados.

Και ο ενιαίος χαρακτήρας της Ελληνικής μπορούμε να πούμε ότι εδράζεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: στην ετυμολογική συνέπεια και συνέχεια του λεξιλογίου της, στη διαχρονική ομοιομορφία της γραφής της και στην οργανική, τη δομική θα λέγαμε, συνοχή της. Ετσι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι χιλιάδες λέξεις ή ετυμολογικές ρίζες, όπως και οι παραγωγικοσυνθετικοί μηχανισμοί τους –με άλλα λόγια το κύριο σώμα της Ελληνικής -, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ολόιδιες και κοινές σε όλες τις ιστορικές περιόδους και φάσεις της μακραίωνης διαδρομής της. Οταν λόγου χάριν προφέρουμε τις λέξεις θάλασσα, ουρανός, δήμος, δημοκρατία, τραγωδία, κωμωδία, θάνατος, τέλος, μοίρα, τύχη κ.λπ., θα λέγαμε ότι κατά τινα τρόπον «επικοινωνούμε» νοερά με εκείνους τους κατοίκους αυτής της χώρας που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από εμάς και χρησιμοποίησαν τις ίδιες αυτές λέξεις με την ίδια περίπου σημασία. Εξάλλου στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων οι λέξεις παριστάνονταν με τα ίδια γράμματα από τότε ως σήμερα –ειδικότερα από τον 8ο αι. π.Χ. όπου ανάγονται οι πρώτες επιγραφές σε αλφαβητική γραφή, όπως είναι επί παραδείγματι οι γνωστές επιγραφές του Διπύλου (περίπου 740-730 π.Χ.) και του κυπέλλου του Νέστορα (δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ.). Πρόσφατα μάλιστα συναρπαστικές ανακαλύψεις εγχάρακτων γλωσσικών θραυσμάτων στην Αίγυπτο και στην Κεντρική Ιταλία, τα οποία χρονολογούνται από τις αρχές του 8ου αι. π.Χ., συνηγορούν υπέρ της θεωρίας ότι η προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου σε ελληνικό έγινε κατά τον 9ο αι. π.Χ. ή και ακόμη νωρίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά και η οργανική συνοχή της Ελληνικής, που αποτελεί τον τρίτο παράγοντα της διαχρονικής της ενότητας, είναι όντως παραδειγματική· γιατί μπορεί να υπέστη, ως ζωντανός οργανισμός, πολλές και ποικίλες μεταβολές στη δομή της –ιδιαίτερα επί του φωνολογικού πεδίου, στη διάρκεια της ελληνιστικής κυρίως εποχής, κατά την οποία σφυρηλατήθηκε, καθώς γνωρίζουμε, και η φυσιογνωμία της Νεοελληνικής -, αλλά οι αλλαγές αυτές δεν μπόρεσαν να αλλοιώσουν τον εσώτερο οργανισμό της, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της.

Ούτε λοιπόν η αρχαία Ελληνική είναι νεκρή γλώσσα, σαν τη Λατινική, όπως ειπώθηκε πρόσφατα, αλλά ζωντανή και θάλλουσα παρουσία μέσα στον κορμό της Νεοελληνικής, αφού ζωντανή και σφριγηλή παραμένει έως σήμερα η μία και ενιαία Ελληνική. Αξίζει πράγματι να αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα με κάποια χονδρικά ποσοστά: Από τις 110 λέξεις που περιέχουν και τα δύο μαζί προοίμια της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» (8ος αι. π.Χ.) το ένα τρίτο και πλέον από αυτές χρησιμοποιούνται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ατόφιες και ολοζώντανες στη Νεοελληνική, ενώ οι υπόλοιπες γίνονται αμέσως κατανοητές με τη βοήθεια ελάχιστων εξηγητικών σχολίων. Από τις περίπου 500 λέξεις που περιλαμβάνει ο γνωστός λόγος του Λυσία «Υπέρ Αδυνάτου» (5ος αι. π.Χ.) μόνο το ένα τρίτο περίπου από αυτές είναι κάπως δύσληπτες για τους Νεοέλληνες, ενώ οι υπόλοιπες είναι σε ευρύτατη χρήση στη Νεοελληνική. Από τις 4.900 λέξεις της Καινής Διαθήκης (1ος-2ος αι. μ.Χ.) κατά τον Γεώργιο Χατζιδάκι, τον πατέρα της ελληνικής Γλωσσολογίας, οι μισές περίπου, δηλαδή οι 2.280, χρησιμοποιούνται ευρέως και σήμερα, οι 2.220 είναι ευκολονόητες από τους Νεοέλληνες και μόνο περίπου 400 χρειάζονται ερμηνευτικό σχολιασμό, για να γίνουν κατανοητές. Τέλος από τις περίπου 800 λέξεις που περιέχουν οι 24 οίκοι ή στάσεις του «Ακάθιστου Υμνου» (πιθανόν 7ος αι. μ.Χ.) περίπου το ένα τρίτο από αυτές απαιτούν εξηγητικά σχόλια, για να καταστούν εύληπτες, ενώ οι υπόλοιπες είναι σε κοινή χρήση στη Νεοελληνική. Και για ένα μικρό μέτρο σύγκρισης με τα παραπάνω αναφερόμενα ποσοστά αρκεί να επισημάνουμε τούτο μόνο: Κείμενα της αρχαιότερης Αγγλικής είναι σχεδόν ακατάληπτα από τους σύγχρονους Αγγλους χωρίς κατάλληλα ερμηνεύματα. Κανείς όμως έως τώρα δεν χαρακτήρισε τα παλαιότερα Αγγλικά «νεκρή γλώσσα», ούτε πρότεινε να περιοριστεί στο ελάχιστο η διδασκαλία τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος, διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.