Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Τα πιο συνηθισμένα γλωσσικά σφάλματα

Αχ, αυτά τα:
πιθανά (ως επίρρημα), τα fora, του προλαλήσαντα, στην οδός, η ωρίμανση, του διεθνή, οι υπηρεσίες που επανδρώνονται και με γυναίκες... και πολλά άλλα που καθημερινά ακούμε, ακόμα και μέσα στη Βουλή...
• παρεπιπτόντως
Το σωστό είναι: Παρεμπιπτόντως (από το ρήμα παρεμπίπτω, παρά+εν+πίπτω, που σημαίνει παρεμβάλλομαι, παρεισφρύω)

• Το πρόβλημα αυτό αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. 
Το σωστό είναι: Το πρόβλημα αυτό είναι άμεσης προτεραιότητας.

• Πήρατε λάθος απόφαση. 
Το σωστό είναι: Πήρατε λανθασμένη ή εσφαλμένη απόφαση.

• Ο υπουργός αποφάσισε να επανδρώσει την υπηρεσία με κατάλληλο προσωπικό. 
Το σωστό είναι: Ο υπουργός αποφάσισε να στελεχώσει την υπηρεσία με κατάλληλο προσωπικό.

• Η γνώμη του προλαλήσαντα είναι εσφαλμένη. 
Το σωστό είναι: Η γνώμη του προλαλήσαντος είναι εσφαλμένη.

• Η στάση των Σκοπίων θα καταγγελθεί σε όλα τα διεθνή fora. 
Το σωστό είναι: Η στάση των Σκοπίων θα καταγγελθεί σε όλα τα διεθνή forum. (Forum σημαίνει: «δημόσια συνέλευση», «δημόσιο βήμα». Οι λατινικές και άλλες ξενόγλωσσες λέξεις τίθενται σε πτώση ονομαστική).

• Ανακοινώθηκαν χθες δύο αντιφατικά non papers.
Το σωστό είναι: Ανακοινώθηκαν χθες δύο αντιφατικά non paper. (Non paper σημαίνει: «ανεπίσημο έγγραφο με περιεχόμενο μη ανακοινώσιμο»).

• Διαψεύθηκαν οι ελπίδες μου. 
Το σωστό είναι: Διαψεύσθηκαν οι ελπίδες μου.

• Επισπεύθηκαν οι διαδικασίες. 
Το σωστό είναι: Επισπεύσθηκαν οι διαδικασίες.

• Τα δικαιούμενα ποσά. 
Το σωστό είναι: Τα ποσά που δικαιούται κάποιος.

• Τα αποτελέσματα του διεθνή ανταγωνισμού. 
Το σωστό είναι: Τα αποτελέσματα του διεθνούς ανταγωνισμού.

• Υποβάλλεται σε φυσιοθεραπεία. 
Το σωστό είναι: Υποβάλλεται σε φυσικοθεραπεία. (Ο σωστός τύπος είναι «φυσικοθεραπεία», αφού συντίθεται από τις λέξεις φυσικός και θεραπεία).

• Επέρχεται συναισθηματική ωρίμανση. 
Το σωστό είναι: Επέρχεται συναισθηματική ωρίμαση (χωρίς
–ν –). (Ο σωστός τύπος είναι: «ωρίμαση», ο οποίος σχηματίζεται από το ρ. ωριμάζω).

• Προσελήφθη στην εταιρεία σαν σύμβουλος εκδόσεων. 
Το σωστό είναι: Προσελήφθη στην εταιρεία ως σύμβουλος εκδόσεων. 
(Το έχομε γράψει και άλλοτε ότι το ως χρησιμοποιείται, όταν δηλώνεται πραγματική ιδιότητα ή χαρακτηριστικό, ενώ το σαν χρησιμοποιείται, όταν δηλώνεται παρομοίωση ή ψευδές χαρακτηριστικό, π.χ. άσπρος σαν το χιόνι, τον αντιμετώπισαν ως παρανοϊκό (ενώ δεν είναι)).

• Τον ειδοποίησαν να έλθει άμεσα. 
Το σωστό είναι: Τον ειδοποίησαν να έλθει αμέσως. (Το επίρρημα άμεσα σημαίνει: «χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου», ενώ το επίρρημα αμέσως σημαίνει: «στη στιγμή», «γρήγορα»).

• Ήθελα απλά να σου υπενθυμίσω την ώρα της συνάντησής μας. 
Το σωστό είναι: Ήθελα απλώς να σου υπενθυμίσω την ώρα της συνάντησής μας. (Το επίρρημα απλά σημαίνει: «με απλό τρόπο», π.χ. ντύνεται απλά, ενώ το επίρρημα απλώς σημαίνει: «μόνο». 
Η φράση «απλώς και μόνο» πρέπει να αποφεύγεται, γιατί αποτελεί πλεονασμό).

• Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει ομοφωνία. 
Το σωστό είναι: Κατ’αρχάς δεν υπάρχει ομοφωνία. (Κατ’ αρχήν σημαίνει «βασικά», «σε γενικές γραμμές», ενώ κατ’ αρχάς σημαίνει «αρχικά», «πρώτα πρώτα»).

• Πιθανά θα έλθει. 
Το σωστό είναι: Πιθανώς θα έλθει, ή πιθανόν να έλθει. (Το επίρρημα πιθανώς δεν συνοδεύεται από τον δείκτη να, ενώ το επίρρημα πιθανόν συνοδεύεται από το να, π.χ. ο υπουργός πιθανώς θα παραιτηθεί ή ο υπουργός πιθανόν να παραιτηθεί).

• Οι δυσάρεστες αυτές εξελίξεις προοιωνίζουν συμφορές. 
Το σωστό είναι: Οι δυσάρεστες αυτές εξελίξεις προοιωνίζονται συμφορές. (Το ρ. προοιωνίζομαι συντίθεται από την πρόθεση προ και το ρ. οιωνίζομαι που σημαίνει: «παρατηρώ τους οιωνούς», «προλέγω», «προφητεύω». Προοιωνίζομαι σημαίνει: «προμηνύω κάτι δυσάρεστο»).

• Δημοσιογραφικοί κύκλοι διέρρευσαν την πληροφορία. 
Το σωστό είναι: Από δημοσιογραφικούς κύκλους διέρρευσε η πληροφορία. (Το ρ. διαρρέω είναι αμετάβατο και δεν παίρνει αντικείμενο).

• Προηγήθηκε συζήτηση πριν από την προβολή του φιλμ. 
Το σωστό είναι: Έγινε συζήτηση πριν από την προβολή του φιλμ.

• Οι επικεφαλείς της πορείας. 
Το σωστό είναι: Οι επικεφαλής της πορείας. (Το επικεφαλής είναι άκλιτο: ο επικεφαλής, του επικεφαλής, οι επικεφαλής).

• ό,τι και ότι: Χρησιμοποιούνται σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις. 
Το «ότι» εισάγει ειδικές προτάσεις και ισοδυναμεί με το «πως». 
Το «ό,τι» έχει τη σημασία του «οτιδήποτε, αυτό το οποίο» και αναλύεται σε αναφορική πρόταση.

archive

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

Ελληνική γλωσσική κληρονομιά

∆ιδασκαλία Αρχαίων Ελληνικών για παιδιά Ε’ και Στ’ ∆ηµοτικού από την Ψηφιακή Ακαδηµία Ευγένιος Βούλγαρης και την Πεµπτουσία!

Μιλώντας τα Ελληνικά κατέχουµε αξιοζήλευτα προνόµια:

  1. Η Ελληνική Γλώσσα είναι µία και ενιαία από τα αρχαία χρόνια µέχρι σήµερα. Τι σηµαίνει αυτό; Στην µακραίωνη ιστορία της, η Ελληνική Γλώσσα άλλαξε, αλλά δεν διασπάστηκε σε ξεχωριστές γλώσσες, όπως ο άνθρωπος αλλάζει από την παιδική στην ενήλικη ζωή, µα παραµένει το ίδιο πρόσωπο.
  2. Η Ελληνική Γλώσσα έχει µοναδικό λεξιλογικό πλούτο, όχι µόνο σε ποσότητα, αλλά και σε ποιότητα, καθώς έδωσε στην Ευρώπη τις λέξεις που φέρουν την κοινή πολιτισµική µας κληρονοµιά. «Από την φιλοσοφία µέχρι την ποίηση και το θέατρο, από την µυθολογία µέχρι την ιστορία και από τις πλαστικές τέχνες µέχρι την αρχιτεκτονική, η αρχαία Ελλάδα παραµένει για τους Ευρωπαίους η προφανέστερη αναφορά» (Henriette Walter, Η περιπέτεια των γλωσσών της ∆ύσης, εκδόσεις Ενάλιος, 2007, σ. 39).
  3. Στην Ελληνική Γλώσσα έχουν εκφραστεί αριστουργήµατα της ανθρώπινης διανόησης από φιλοσόφους, ρήτορες, λογίους, πατέρες της εκκλησίας, λογοτέχνες, επιστήµονες, που συγκροτούν το σώµα της αρχαίας, ελληνιστικής, βυζαντινής και νεοελληνικής γραµµατείας.
  4. Η Ελληνική Γλώσσα είναι ζωντανή. Εξακολουθεί να καλλιεργείται και να εκφράζει τα πνευµατικά δηµιουργήµατα και τις ανακαλύψεις του ανθρώπου. Για παράδειγµα, ο Γάλλος χειρουργός Σαρλ Εµµανιέλ Σεντιγιό (1804-1882) χρησιµοποίησε τις ελληνικές λέξεις µικρός και βίος, για να ονοµάσει έναν µικροσκοπικό ζωντανό οργανισµό, το µικρόβιο, όπως αναφέρει η «Henriette Walter» στο κεφάλαιο µε τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Τα αρχαία ελληνικά ακόµη γεννούν», του βιβλίου της: «Η περιπέτεια των γλωσσών της ∆ύσης» (εκδόσεις Ενάλιος, 2007, σ. 64).
  5. Αρχαία και Νέα Ελληνική είναι αξεχώριστες, διότι τα αρχαία είναι κρυµµένα µέσα στην γλώσσα που µιλάµε. Μιλώντας σήµερα την Ελληνική, αντλούµε από την δεξαµενή της αρχαίας και της βυζαντινής Ελληνικής λεξιλόγιο, γραµµατικές και συντακτικές δοµές, µηχανισµούς παραγωγής και σύνθεσης σε τέτοιο βαθµό, ώστε είναι αδύνατον να βάλουµε έναν διαχωριστικό «τοίχο», ανάµεσα στις µορφές της γλώσσας µας. Η ετυµολογία, δηλαδή η ενασχόληση µε τις ρίζες των λέξεων, το αποδεικνύει αυτό καθηµερινά.

Για µας είναι αδιανόητο να µην επωφεληθούν τα παιδιά µας από τα προνόµια που απλόχερα µάς προσφέρει η γλώσσα µας. Την ανάγκη και τα οφέλη της γνώσης των Αρχαίων Ελληνικών εκφράζει σε άρθρο του ο πολιτικός επιστήµων και συγγραφέας Κωνσταντίνος Χολέβας: «Γιὰ κάθε Χριστιανό καὶ Ἕλληνα ἡ γνώση τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν εἶναι “κτῆμα ἐς ἀεί”, ἀπαραίτητο ἐφόδιο γιὰ τὴν μέθεξη στὴν Πίστη καὶ τὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς συνέχειας τοῦ Γένους μας. Γιὰ νὰ ἔχουν οἱ νέοι μας ἀξίες καὶ ἰδανικά. Γιὰ νὰ ζήσει αὐτὸς ὁ λαὸς ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε δουλεία, ὑλική, στρατιωτική, πολιτιστική. Γιὰ νὰ παραμείνει ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση φάρος οἰκουμενικὸς καὶ πανανθρώπινος ποὺ θὰ διδάσκει καὶ τὴν Εὐρώπη καὶ ἐμᾶς» (Κωνσταντίνος Χολέβας, Τὰ ἀρχαία ἑλληνικά, ἡ Εὐρώπη κι ἐμεῖς. Εφημερίδα «Σημερινή», 13 Απριλίου 2011. Ανάκτηση από: https://churchofcyprus.org.cy/19259).

Στόχοι των µαθηµάτων

  1. Ὄψις

Στις προσφερόµενες διαδικτυακές συναντήσεις, τα παιδιά του ∆ηµοτικού θα δουν και θα ακούσουν την αρχαία ελληνική γλώσσα, θα την επισκεφθούν και θα θαυµάσουν την οµορφιά της µέσα από επιλεγµένα κείµενα.

  1. Τέρψις

Οι συναντήσεις είναι σχεδιασµένες ως ευχάριστη ενασχόληση µε την γλώσσα, µέσα από γλωσσικά παιχνίδια και δραστηριότητες εξάσκησης της γλωσσικής φαντασίας και αντίληψης.

  1. Γνῶσις

Ως αποτέλεσµα, τα παιδιά θα αποκτήσουν γνώσεις για την ιστορία και την λειτουργία της γλώσσας µας, θα την εκτιµήσουν, θα ασκηθούν στην ποιοτική έκφραση γραπτού και προφορικού λόγου, και θα διευρύνουν τους πνευµατικούς τους ορίζοντες µέσα από τα νοήµατα των αναγνωσµάτων της αρχαίας ελληνικής και της εκκλησιαστικής γραµµατείας, µε τα οποία θα έρθουν σε επαφή.

Γενικές πληροφορίες

Ποιοι µπορούν να δηλώσουν συµµετοχή:

Τα µαθήµατα απευθύνονται σε παιδιά Ε’ και Στ’ τάξης ∆ηµοτικού Σχολείου.

Ωράριο και διάρκεια: Τετάρτη, 18.00 – 19.30 (Α’ τετράµηνο: Οκτώβριος 2023 – Ιανουάριος 2024 και Β’ τετράµηνο: Φεβρουάριος 2024 – Ιούνιος 2024).

Γλώσσα διδασκαλίας: Επίσηµη γλώσσα διδασκαλίας του διαδικτυακού Σχολείου είναι τα Ελληνικά. Σε περίπτωση που υπάρξει ενδιαφέρον, τα µαθήµατα µπορούν να προσφερθούν και στα Αγγλικά.

∆ιδάσκαλοι: Οι φιλόλογοι ∆ρ Ειρήνη Παρασκευά Ροδοσθένους, ∆ρ Φωτεινή Θεοδούλου και Νίκη Μ. Χριστοδούλου.

Βιογραφικά ∆ιδασκόντων

∆ρ Ειρήνη Παρασκευά Ροδοσθένους

Η Ειρήνη Ροδοσθένους είναι διδάκτωρ Φιλολογίας από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών και διπλωµατούχος της Μουσικής Ακαδηµίας Mozarteum στην Αυστρία στο Κλασικό Τραγούδι, στην Σύνθεση και Ενορχήστρωση. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται, κυρίως, στον χώρο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραµµατείας και της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας.

∆ιετέλεσε λειτουργός του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και Σύµβουλος Φιλολογικών Μαθηµάτων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισµού. Ασχολήθηκε µε την διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, της Λογοτεχνίας και της Νεοελληνικής Γλώσσας στην Μέση Εκπαίδευση. Συµµετείχε στην διαµόρφωση των Αναλυτικών Προγραµµάτων από το 2010 ως Παιδαγωγικός Σύνδεσµος στο Μάθηµα των Αρχαίων Ελληνικών και της Λογοτεχνίας. Το 2015 προήχθη στην θέση της Επιθεωρήτριας Μέσης Εκπαίδευσης στα Φιλολογικά Μαθήµατα και το 2021 ανέλαβε την θέση της Πρώτης Λειτουργού Εκπαίδευσης. ∆ιατελεί Εθνική Επιθεωρήτρια στα Ευρωπαϊκά Σχολεία σε ό,τι αφορά την διδασκαλία των Αρχαίων και Νέων Ελληνικών.

Έχει δηµοσιεύσει σειρά άρθρων και εισηγήσεων σε επιστηµονικά περιοδικά και Πρακτικά Συνεδρίων, µε θεµατικές που αφορούν στην διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, στην διδακτική µεθοδολογία της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Συµµετείχε σε διεθνή και τοπικά συνέδρια, σε Σεµινάρια και Ηµερίδες, όπου κατέθεσε εισηγήσεις, µελέτες και έρευνες.

∆ρ Φωτεινή Θεοδούλου

Η Φωτεινή Θεοδούλου σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Κύπρου. Έκανε Μεταπτυχιακό στην Θεωρία, Πράξη και Αξιολόγηση ∆ιδασκαλίας στο Πανεπιστήµιο Λευκωσίας και ∆ιδακτορικό στην Εκπαιδευτική Τεχνολογία στο ίδιο Πανεπιστήµιο. Παρακολούθησε µεταπτυχιακά σεµινάρια Κλασικής Φιλολογίας στο Ludwig-Maximilians-Universität του Μονάχου, από το οποίο απέκτησε το Grosses Deutches Sprachdiplom. Από το 2006 εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια Φιλολογικών Μαθηµάτων. Από τον Σεπτέµβριο του 2016 µέχρι τον Αύγουστο του 2023 ήταν Σύµβουλος Φιλολογικών Μαθηµάτων και µέλος της Οµάδας Αναλυτικών Προγραµµάτων για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραµµατεία του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισµού και Νεολαίας, στο πλαίσιο της οποίας, µεταξύ άλλων, συµµετείχε στην συγγραφή των διδακτικών εγχειριδίων για τα Αρχαία Ελληνικά στο Γυµνάσιο, παρήγαγε διδακτικό και άλλο υλικό, διενήργησε επιµορφώσεις εκπαιδευτικών σε ζητήµατα ενσωµάτωσης νέων τεχνολογιών, µεθοδολογίας και αξιολόγησης διδασκαλίας στα φιλολογικά µαθήµατα κ.ά. Κατά το σχολικό έτος 2021-2022 ανέλαβε µε ανάθεση από τον Υπουργό Παιδείας, Αθλητισµού και Νεολαίας την διαµόρφωση και την εφαρµογή του προγράµµατος της Κατεύθυνσης «Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισµός» στο νεοσύστατο Ολοήµερο Σχολείο ∆ιαθεµατικής – ∆ιεπιστηµονικής Μάθησης του Παγκυπρίου Γυµνασίου, στο οποίο υπηρετεί µέχρι σήµερα.

 

▸ Νίκη Χριστοδούλου

Η Νίκη Χριστοδούλου σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία και Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών. Έκανε Μεταπτυχιακό στην Θεωρητική Γλωσσολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και στο Πανεπιστήµιο του Σάλτσµπουργκ. Παρακολούθησε το International Summerschool in Linguistics (GISSL) στo Πανεπιστήµιο της Χερώνας µε υποτροφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατέχει το Grosses Deutches Sprachdiplom του Πανεπιστηµίου Ludwig – Maximilian του Μονάχου. Εργάστηκε στο Κέντρο Θησαυρού Κυπριακής Ελληνικής στο πρόγραµµα ψηφιοποίησης της κυπριακής γραµµατείας. Εργάστηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου ως µέλος της Οµάδας των Αναλυτικών Προγραµµάτων και της συγγραφικής οµάδας των εγχειριδίων για τα Αρχαία Ελληνικά στο Γυµνάσιο. Εξέδωσε βιβλία και έκανε ανακοινώσεις σε επιστηµονικά συνέδρια σχετικές µε φωνολογικά και µορφολογικά φαινόµενα της αρχαίας ελληνικής και των νέων ελληνικών ιδιωµάτων. Είναι µέλος της Μόνιµης Κυπριακής Επιτροπής Τυποποίησης Γεωγραφικών Ονοµάτων. Εργάζεται στην Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια Φιλολογικών Μαθηµάτων. Ανέλαβε µε ανάθεση από τον Υπουργό Παιδείας την διαµόρφωση και την εφαρµογή του προγράµµατος «Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισµός» στο νεοσύστατο Γυµνάσιο ∆ιαθεµατικής – ∆ιεπιστηµονικής µάθησης.

Ηµεροµηνίες µαθηµάτων 1ου Τετραµήνου

Τετάρτη 4, 11, 18, 25 Οκτωβρίου 2023

Τετάρτη 1, 8, 15, 22, 29 Νοεµβρίου 2023

Τετάρτη 6, 13, 20 ∆εκεµβρίου 2023

Τετάρτη 10, 17, 24, 31 Ιανουαρίου 2024

Ώρες µαθηµάτων: 18:00-19:30

Πλατφόρµα ∆ιδασκαλίας:

ΖΟΟΜ και MICROSOFT TEAMS

∆ίδακτρα

Συνολικό Κόστος ∆ιδάκτρων 1ου Τετραµήνου για 16 εβδοµαδιαία µαθήµατα µιάµισης ώρας: 200 ευρώ.

Ειδική έκπτωση για πολύτεκνες οικογένειες (20%) και ιδρύµατα παιδικής προστασίας (για τα ιδρύµατα επικοινωνήστε µε την γραµµατεία για λεπτοµέρειες).

Ελληνική Γλωσσική Κληρονοµιά

Πληροφορίες: 210 7718077

amarysia.gr

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Αρχαία, Νέα ή Ελληνικά;

“Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου»
(Ludwig Josef Johann Wittgenstein, 1889 -1951)

Δεν γνωρίζω τι θα έπρεπε να με εκπλήσσει περισσότερο. Η πρόταση των 56 πανεπιστημιακών δασκάλων για την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο ή η έκπληκτη αντίδραση των συναδέλφων μου φιλολόγων για την εν λόγω κίνηση; Δυστυχώς, πλέον, μάλλον δεν με εκπλήσσει τίποτε, καθώς όπως έγραφε και ο Ρώσος φιλόσοφος και θεολόγος Μπερντιάεφ «ποτέ άλλοτε οι ουτοπίες δεν ήταν τόσο πραγματοποιήσιμες όσο στην εποχή μας».

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί ένα διαρκές πεδίο άγονης αντιπαράθεσης για φιλολόγους και όχι μόνο. Μέσα από τις παλαιότερες διαμάχες δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων φτάσαμε στα νεότερα ψευδοδιλήμματα του τύπου Αρχαία ή Νέα Ελληνικά; Στην πραγματικότητα, όμως, όλες αυτές οι διαφωνίες αποτελούν σκιαμαχίες. Πρόκειται για μάχες που δίνονται «για ένα πουκάμισο αδειανό», καθώς με τη στάση αυτή καταφέραμε να μετατρέψουμε το σώμα της ελληνικής σε πτώμα, το οποίο μάλιστα αρκετοί σκυλεύουν διαρκώς (σκυλεύω = αφαιρώ τα όπλα του νεκρού μετά τη μάχη και τα παίρνω ως λάφυρα).

Αν κάτι πάντως με προβλημάτισε στην ανακοίνωση των πανεπιστημιακών, αυτό είναι η αντιμετώπιση της Αρχαίας Ελληνικής ως νεκρής γλώσσας. Είναι καταπληκτικό πώς σε αυτή τη μικρή χώρα καταφέρνουμε να αγνοούμε αυτό που γνωρίζει όλη η ανθρωπότητα. Μια γλώσσα που εξακολουθεί να διδάσκεται σε χώρες όπως, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Ρωσία και άλλες ων ουκ έστιν αριθμός. Μια γλώσσα, για την οποία ξεσηκώθηκαν στη Γαλλία εκπαιδευτικοί αλλά και απλοί πολίτες, διαμαρτυρόμενοι για την επιχειρούμενη κατάργησή της. Αλλά βέβαια εδώ στην Ελλάδα είχαμε πάντα σημαντικότερους λόγους κινητοποιήσεων. Παραλλάσσοντας το γνωστό στίχο του Κ. Π. Καβάφη, «για Αρχαία να μιλούμε τώρα!…»

Δεν έχω καμία πρόθεση να επιχειρηματολογήσω υπέρ της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και αυτό, γιατί νιώθω ότι μιλώντας για κάτι τόσο αυτο-νόητο θα το καταστήσω α-νόητο. Εξάλλου, έχουν γραφτεί πάρα πολλά επί του θέματος. Θα περιοριστώ απλώς στο να επισημάνω ότι η Αρχαία μας Γλώσσα είναι ο πνεύμονας του πολιτισμού μας. Είναι η εθνική μας κιβωτός μέσω της οποίας ταξιδεύουν στο χρόνο οι υψηλότερες αξίες του ανθρώπινου πνεύματος. Σήμερα, και ο πιο αγράμματος Έλληνας μπορεί να αναγνωρίσει αρχαίες λέξεις, όπως «δημοκρατία», «θάλασσα», «πολιτεία», «θεός», «ειρήνη», «ελευθερία», «δικαιοσύνη» όχι μόνο σε μια αρχαία επιγραφή αλλά και στο καθημερινό του λεξιλόγιο. Και αυτό γιατί οι λέξεις αυτές δεν έπαψαν να προφέρονται στα χείλη μας εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια. Όμως, «σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο από το μέλλον», όπως έγραφε και ο Γ. Σεφέρης. Γι’ αυτό και η άγνοια του γλωσσικού μας παρελθόντος ευθύνεται, κατά τη γνώμη μου, για τη γλωσσική ακατανοησία του παρόντος.

Κατά συνέπεια, η έξωση των Αρχαίων Ελληνικών από το σχολείο δεν μπορεί να συνιστά προοδευτική πράξη. Αν περιορίσουμε τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, στο σχολείο με την προτεινόμενη κατάργησή τους στο Γυμνάσιο, θα ξανακάνουμε το μάθημα αυτό προνόμιο μιας μικρής ταξικής ελίτ, δηλαδή των ολίγων. Κατά πόσο όμως συνάδει αυτό με τον περίφημο εκδημοκρατισμό της παιδείας μας; Όσο για τον επιχειρούμενο συσχετισμό των Αρχαίων Ελληνικών με την αποκαλούμενη συντηρητική ιδεολογία, θα πρέπει κάποτε να σοβαρευτούμε. Μήπως θα πρέπει να θυμίσουμε ότι οι κυριότεροι εκπρόσωποι της μαρξιστικής ιδεολογίας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ήταν λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, δηλώνοντας περήφανοι για την αρχαιομάθειά τους; Αλλά και ο ίδιος ο Βλαδίμηρος Λένιν επιδείκνυε ασίγαστο πάθος για τις κλασικές σπουδές, καθώς από μαθητής σχεδόν μπορούσε να μεταφράζει τους μεγάλους Έλληνες κλασικούς. Πώς αλλιώς θα γινόταν εξάλλου ένας Λένιν; Άρα στο όνομα ποιας ακριβώς αριστερής ιδεολογίας, η συγκεκριμένη ενέργεια της κατάργησης των Αρχαίων Ελληνικών αναγορεύεται ως επαναστατική πράξη;

Δεν θα τολμούσα με τόση ευκολία να εκστομίσω ότι είναι «παρά φύσιν» η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο. Αντιθέτως, μπορώ με βεβαιότητα να υποστηρίξω ότι είναι «παρά φύσιν» το γεγονός ότι οι σημερινοί Έλληνες μαθητές δεν θεωρούν πλέον τα Αρχαία Ελληνικά ως Ελληνικά. Και αυτό γιατί τα περίφημα Αρχαία δεν διδάσκονται ως Ελληνικά αλλά ως μια μάλλον ξένη γλώσσα. Και γι’ αυτό όμως διατηρώ αμφιβολίες, καθώς η διδασκαλία των ξένων γλωσσών είναι πολύ πιο γοητευτική.

Δυστυχώς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν καταφέραμε να απαλλαγούμε από ένα απαρχαιωμένο σύστημα διδασκαλίας. Θα έλεγε κανείς ότι η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας με τον συγκεκριμένο τρόπο ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί με μια τιμωρητική σχεδόν πράξη στο ελληνικό σχολείο. Η έμφαση στη στείρα απομνημόνευση τύπων και η αναγωγή των νεκρόφιλων χρονικών και εγκλιτικών αντικαταστάσεων σε υπέρτατο αυτοσκοπό της διδασκαλίας κατάφερε να καταστήσει το ουσιώδες αυτό μάθημα σε μάθημα ρουτίνας. Κατάφερε τελικά να μας κάνει να προσκολληθούμε στο γράμμα και όχι στο πνεύμα του μαθήματος. Όμως για να θυμηθούμε και μια παλιά ελληνική επιγραφή, «το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Και εμείς σκοτώσαμε το πνεύμα.

Τα παραπάνω ωστόσο δεν μπορούν και δεν πρέπει να μας οδηγούν σε σκέψεις κατάργησης του μαθήματος, καθώς με τη λογική αυτή θα έπρεπε να καταργηθεί και ένα πλήθος άλλων μαθημάτων που διδάσκονται με ανάλογο τρόπο. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η κατάργηση αλλά η αναβάθμιση του μαθήματος. Η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο όχι μόνο δε λειτουργεί εις βάρος της διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής αλλά θα μπορούσε με εμπνευσμένο και παιγνιώδη τρόπο να την ανεβάσει σε υψηλότερο επίπεδο.

Όντως το ζητούμενο δεν είναι να μάθουμε τα παιδιά να γράφουν και να μιλούν Αρχαία Ελληνικά. Το ζητούμενο είναι να τα μυήσουμε στη γοητεία της απλότητας και επιγραμματικότητας του αρχαίου ελληνικού λόγου.

Να τα βοηθήσουμε να κατανοήσουν και να εξερευνήσουν τις ρίζες της γλώσσας τους και τη διαχρονική της εξέλιξη.

Να εμπλουτίσουμε το ομολογουμένως πενιχρό λεξιλόγιό τους.

Να ενισχύσουμε τη φυσική εκφορά του ελληνικού λόγου που σε λίγο θα αποτελεί terra incognita.

Να διευρύνουμε τα όρια της γλώσσας τους και μαζί τα όρια της σκέψης τους.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να καταφέρουμε τους πείσουμε ότι τα περίφημα ΑΡΧΑΙΑ είναι τελικά ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Είναι η ίδια γλώσσα που κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανή στο πέρασμα των αιώνων και που καμιά νομοθετική πράξη δεν μπορεί να ακυρώσει. Σε τελική ανάλυση, έχουμε την ηθική υποχρέωση να κάνουμε αυτά τα παιδιά να αισθανθούν υπερήφανα τουλάχιστον για την αρχαιότητα της γλώσσας τους. Θα ήταν τραγικό να τους στερήσουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουν, την ίδια τους την ταυτότητα.

Το 1975, στο Διεθνές Συνέδριο του Συμβουλίου της Ευρώπης, είχε διατυπωθεί το σύνθημα: «Un avenir pour notre passé» ήτοι «ένα μέλλον για το παρελθόν μας». Αυτό το μέλλον οφείλουμε να εξασφαλίσουμε και για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα που αποτελεί το πιο σημαντικό κομμάτι του παρελθόντος μας αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Ας της δώσουμε ένα μέλλον που της αξίζει.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

«Η Ελληνική Γλώσσα, είναι η Γλώσσα των Αγγέλων και της Ειρήνης» (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των περισσοτέρων λέξεων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και τις μελετήσουμε με επιμέλεια, φτάνοντας στην πλήρη γνώση της έννοιας των λέξεων αυτών, θα δούμε ότι δεν υπάρχουν Αρχαίες και Νέες Ελληνικές λέξεις, αλλά μόνο Ελληνικές. Για το θέμα αυτό ο Γεώργιος Σεφέρης, είχε γράψει: «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε, και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Σίγουρα, οι Ομηρικές λέξεις μάς φαίνονται άγνωστες και παράξενες. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν γνωρίζουμε την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε. Η Ομηρική Γλώσσα δεν είναι νεκρή, αλλά είναι ολοζώντανη και από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα προστέθηκαν στην Ελληνική Γλώσσα μόνο ελάχιστες λέξεις.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν, μας επιβεβαιώνουν γι’ αυτό:

  1. Στον Όμηρο πέδον, σημαίνει έδαφος. Σήμερα εμείς λέμε τις λέξεις πεδινός, στρατόπεδο, κ.λπ.
  2. Φρην, είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται οι εξής: ο άφρων, το φρενοκομείο, ο εξωφρενικός, κ.λπ.
  3. Στον Όμηρο βρύχια είναι τα βαθιά, εξ ου και η λέξη υποβρύχιο.
  4. Φερνή, λεγόταν η προίκα. Από εκεί επικράτησε την καλά προικισμένη νύφη να την λέμε «πολύφερνη νύφη».
  5. Από τη λέξη φάος = φως, προέρχεται η φράση «φαεινές ιδέες», κ.λπ.
  6. Στον Όμηρο άλγος, είναι ο σωματικός πόνος. Από αυτό προέκυψε και η λέξη αναλγητικό, κ.λπ.
  7. Τον θυμό τον αποκαλούσαν χόλο. Από αυτή τη λέξη πήρε το όνομά της η χολή με την έννοια της πίκρας. Ακόμα λέμε ότι «αυτός είναι χολωμένος».
  8. Από τη λέξη αιδώς = ντροπή, προήλθαν οι λέξεις: αναιδής, αναίδεια, κ.λπ.
  9. Από τη λέξη ναύς, έχουμε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναύτης, ναυαγός, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, κ.τ.λ.
  10. Η λέξη άγχω, σημαίνει σφίγγω τον λαιμό. Σήμερα λέμε, αγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο ή από πίεση.
  11. Στην εποχή του Ομήρου η λέξη αλέξω, σημαίνει: εμποδίζω, αποκρούω, αποτρέπω. Τώρα χρησιμοποιούμε τις λέξεις: αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο, και ακόμα Αλέξανδρος ( δηλαδή, αυτός που αποκρούει τους άνδρες), κ.τ.λ.
  12. Με το επίρρημα τηλέ στον Όμηρο εννοούσαν μακριά. Εμείς σήμερα έχουμε τις λέξεις: Τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεβόλο, τηλεπικοινωνία, τηλεπάθεια, κ.τ.λ.

Τελικά η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλούμε τη γλώσσα του Ομήρου, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος, αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετίες πριν από αυτόν.

Η Ελληνική Γλώσσα, στάθηκε μάνα και δασκάλα όλων των ευρωπαϊκών λαών, που στην ουσία είναι διάλεκτοί της. Η Αγγλική Γλώσσα, έχει ενσωματώσει στη δομή της, πάνω από 45.000 ελληνικές ρίζες, και η Γαλλική χρησιμοποιεί περισσότερες από 30.000. Είναι γνωστό ότι ο ακαδημαϊκός Ξενοφών Ζολώτας, είχε κάνει ολόκληρη ομιλία σε Διεθνές Συνέδριο σε αγγλική γλώσσα, αλλά με όλες τις λέξεις με ρίζες ελληνικές.

Ο μεγάλος ελληνολάτρης και ελληνογνώστης Κικέρων, είχε τονίσει ότι: «Ει Θεοί διαλέγονται, τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται». Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι οι Θεοί συνομιλούν, σίγουρα θα χρησιμοποιούν την Ελληνική Γλώσσα.

Τέλος είναι λυπηρό γιατί, ενώ μιλούμε για την υπέροχη Ελληνική Γλώσσα, σήμερα στην εποχή της απαξίας, της αδιαφορίας, των συμφερόντων και του μιμητισμού που ζούμε, βλέπουμε στον τόπο μας τη Γλώσσα μας, να εκδιώκεται, να ακρωτηριάζεται, να συρρικνώνεται, και να μαραίνεται από εμάς τους Έλληνες, και τις… ξενόγλωσσες προτιμήσεις μας!

Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή.

amarysia.gr

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Προκόπης Παυλόπουλος: Η συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών

Παραχώρησε ομιλία στην εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών για την Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, με θέμα: «Επισημάνσεις για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών» 

Μιλώντας στην εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών για την Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, με θέμα: «Επισημάνσεις για την συμβολή της Ελληνικής Γλώσσας στην εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος προχώρησε σε μια σειρά επισημάνσεων. Συγκεκριμένα, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας μεταξύ άλλων σημείωσε τα εξής:

Πρόλογος

Το παράδειγμα της ανάπτυξης της Επιστήμης των,  υπό την ευρεία του όρου έννοια, Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα  μέσω και της Ελληνικής Γλώσσας είναι άκρως ενδεικτικό της συνεισφοράς του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος – με αφετηρία την Σκέψη των Προσωκρατικών – στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου.  Η αρχή ανάγεται στον 5ο π.Χ. αιώνα, κυρίως με τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, στο πεδίο της Ατομικής Θεωρίας και τον Πυθαγόρα στο πεδίο των Μαθηματικών.  Άκρως αποκαλυπτική είναι η συνέχεια, πρωτίστως με τον Θαλή και τον Ευκλείδη στην Γεωμετρία και τον Διόφαντο στην Άλγεβρα, βεβαίως κατά το επιστημονικό όνομα που πήρε αυτή αργότερα.  Είναι απαραίτητο να διευκρινισθεί περισσότερο εκείνο που ήδη επισημάνθηκε, ακροθιγώς, ως προς την σύνδεση της Επιστήμης των Μαθηματικών στην Αρχαία Ελλάδα με την Ελληνική Γλώσσα. Και τούτο διότι αποφασιστική, από πλευράς επιστημονικής δημιουργίας, υπήρξε -φυσικά μεταξύ άλλων- η «συνάντηση» της Ελληνικής Γλώσσας με την Επιστήμη των Μαθηματικών.  Και αυτή η «συνάντηση» ήταν η αιτία, η οποία εξηγεί το γιατί και άλλοι, βεβαίως, Λαοί στην Αρχαιότητα είχαν αξιοσημείωτη γνώση στον ευρύτερο χώρο των Μαθηματικών.  Πλην όμως οι Έλληνες πρωτοπόρησαν στην θεμελίωση της Επιστήμης των Μαθηματικών, με κολοφώνα τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, το έργο του Ευδόξου και του Αρχιμήδη -σχετικά με το είδος των Μαθηματικών,  που είναι γνωστά από τον 17ο αιώνα και μετά ως «απειροστικά μαθηματικά»- και την εν γένει μαθηματική σκέψη του Διοφάντου όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα εξής:

 Ι.  Η υφή της Ελληνικής Γλώσσας

Προφανώς, κάτι υπήρχε ειδικώς στην γλωσσική υφή της Ελληνικής Γλώσσας που αποδείχθηκε πρόσφορο για την σχέση, η οποία διαμορφώθηκε μεταξύ αυτής και των Μαθηματικών.

Α.  Και τούτο εντοπίζεται, κατά κύριο λόγο, στις εξής δύο «ιδιομορφίες» της: Κατά πρώτο λόγο σε μια ειδική γραμματική προϋπόθεση της Ελληνικής Γλώσσας, συγκεκριμένα στην ύπαρξη του οριστικού άρθρου, κάτι ανύπαρκτο π.χ. στην λατινική γλώσσα.  Το οριστικό άρθρο εξελίχθηκε στην μεθομηρική Ελληνική Γλώσσα από την αντωνυμική χρήση του «ο, η, το».  Το άρθρο, προτασσόμενο σε συγκεκριμένες γραμματικές δομές της γλώσσας, δημιουργεί «αφηρημένη έκφραση».  Και αυτή, στην χρονική συνέχεια, οδηγεί στο «αφηρημένο ουσιαστικό».  Το δε «αφηρημένο» είναι, εξ ορισμού και εκ φύσεως, η βάση του σχηματισμού λογικών προτάσεων και συλλογισμών, ένα στοιχείο σύμφυτο με την ανάπτυξη της Μαθηματικής Σκέψης, ιδίως στην πρώιμη φάση της. 

Β.  Και, κατά δεύτερο λόγο, η ως άνω ευνοϊκή γραμματική προϋπόθεση συμπορεύθηκε, ως προς την σχέση μεταξύ της Ελληνικής Γλώσσας και της  Μαθηματικής Σκέψης, μ’ ένα γενικότερο όρο που διέπει εξ αρχής την Ελληνική Σκέψη: Την «ακατάσχετη» και «καθολική» ροπή προς την κατεύθυνση της εύρεσης της «ατομικής μονάδας» σε κάθε χώρο του επιστητού.  Είναι η ροπή που «απομόνωσε», στον εκφερόμενο και ακουόμενο λόγο, τον «φθόγγο», ως την έσχατη ατομική και αδιαίρετη ακουστική μονάδα, που υπήρξε η βάση του μετασχηματισμού του φοινικικού αλφαβήτου σ’ Ελληνικό.  Και είναι αυτή η ροπή η οποία «απομόνωσε», με την μέθοδο ιδίως του Δημοκρίτου, το άτομο, αναδεικνύοντάς το ως την έσχατη, άτμητη και αδιαίρετη, μονάδα της ύλης.

ΙΙ.  Τα Μαθηματικά στην Αρχαία Ελλάδα

Καθώς παρατηρεί ο J.L.Gardies (L’organisation des mathématiques grecques de Théétète à Archimède, Paris, εκδ. Vrin, 1997, σελ. 270 και κυρίως 276 επ.), μοναδική υπήρξε η συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στον τομέα των Μαθηματικών, σε ό,τι αφορά την σύνθεση προβλήματος και απόδειξης.  

Α.  Και για την ακρίβεια, σε ό,τι αφορά από την μια πλευρά την διαμόρφωση του προβλήματος, μέσω της διατύπωσης του θεωρήματος με την μαθηματική εκείνη ιδιότητα, η οποία του προσδίδει την πιο γενική μορφή.  Και, από την άλλη πλευρά, την προσθήκη, στην διαδικασία λύσης του προβλήματος, της κατάλληλης απόδειξης.  Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι η παραγωγή και η επαγωγή αναπτύχθηκαν στην Ελληνική διανόηση πολύ ενωρίς, με την εμφάνιση της εμπειρικής γλώσσας των Ιώνων στην Φιλοσοφία και ήδη στην Αρχαϊκή Ποίηση.

Β. Μέσα, λοιπόν, από αυτή την εμβληματική «διαδρομή» η Ελληνική Γλώσσα κατέστησε εφικτή και την δημιουργία γλωσσικών διατυπώσεων τέτοιας «αφαιρετικότητας», ώστε να μπορεί να «συντονίζεται» ευχερώς ακόμη και με ακραίως αφηρημένες μαθηματικές έννοιες.  Γι’ αυτό και η Ελληνική Γλώσσα αναδείχθηκε στην πιο κατάλληλη «μεταγλώσσα» ως προς τα Μαθηματικά, προκαλώντας την «έκρηξη» της εν γένει μαθηματικής γνώσης.

ΙΙΙ. Η Ελληνική Γλώσσα και τα «σύμβολα»

Η προαναφερόμενη όμως -μοναδική όπως τονίσθηκε- συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην δημιουργία της Επιστήμης των Μαθηματικών κατέστη δυνατή μέσω της εξίσου μοναδικής ιδιοσυστασίας της Ελληνικής Γλώσσας. Εξ ού και Λαοί που δεν διέθεταν το κατάλληλο «γλωσσικό εργαλείο» δεν κατάφεραν να κάνουν ανάλογα επιστημονικά βήματα.

Α.  Κατ’ ουσία δε, η ως άνω ιδιοσυστασία έγκειται, πρωτίστως, στο ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι οιονεί «ιδανική» στο πεδίο της παραγωγής «συμβόλων», ικανών ν’ απεικονίσουν επαρκώς την Σκέψη, έτσι ώστε να δομηθεί η αναγκαία, για την συνολική επιστημονική δημιουργία, «κιβωτός γνώσεων».  Κυρίως δε η «κιβωτός γνώσεων» που άνοιξε τον δρόμο στην θεμελίωση και εξέλιξη της Επιστήμης των Μαθηματικών (βλ., αντί άλλης παραπομπής, Χρ. Φίλη «Οι Αρχαιοελληνικές Καταβολές των Σύγχρονων Μαθηματικών», εκδ. Παπασωτηρίου, Αθήνα, 2010, σελ. 877).

Β.  Είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση ότι τα σύμβολα διευκόλυναν καθοριστικώς και την χρήση των αριθμών ως,  κατά την φύση τους και τον προορισμό τους, βάσης της μαθηματικής σκέψης, όπως συνάγεται και από τα εξής: Ετυμολογικώς η λέξη «αριθμός» προκύπτει από την σύνθεση του ρήματος «αραρίσκω» – αναδιπλασιασμένος τύπος του «άρω» – που σημαίνει, μεταξύ άλλων, την αρμονική σύνδεση δεδομένων μεταξύ τους,  και του ουσιαστικού το «ίθμα», που σημαίνει το «βήμα».  Με άλλες λέξεις,  ο «αριθμός» είναι το μέσο για να τεθεί κάτι στην σωστή του θέση σε σχέση με συγγενή δεδομένα, και υπ’ αυτό το πρίσμα ο αριθμητικός συλλογισμός μπορεί να κάνει τα επόμενα βήματα, κυρίως για την διατύπωση ενός προβλήματος.  Ακριβώς αυτή την λειτουργία των αριθμών διευκόλυναν καθοριστικώς, όπως προεκτέθηκε, τα σύμβολα, κατ’ εξοχήν ως προς την διατύπωση ενός προβλήματος.  Πολλώ μάλλον αφού, όπως η ίδια η Ιστορία των Επιστημών έχει τεκμηριώσει, προ της χρήσης των συμβόλων,  με «όχημα» διαμόρφωσής τους την Ελληνική Γλώσσα, δεν είχε «αναδυθεί» επαρκώς η επιστημονική προσέγγιση και καλλιέργεια των Μαθηματικών.

Γ.  Μέσω των «εργαλείων» της Ελληνικής Γλώσσας εξελίχθηκε και η μαθηματική σκέψη του Διοφάντου του Αλεξανδρέως.  

1. Και τούτο, διότι η ιδιοσυστασία της Ελληνικής Γλώσσας επέτρεψε στον Διόφαντο ν’ ανοίξει τον δρόμο στην «πρόδρομη» κατάσταση της διαμόρφωσης ενός μαθηματικού προβλήματος, υπό όρους που καταλήγουν στις λεγόμενες «πολυωνυμικές αλγεβρικές εξισώσεις», όπως είναι η «διώνυμη εξίσωση» αxn =bxm ή η «τριώνυμη εξίσωση» . Καθώς επίσης γίνεται δεκτό, ότι η αναζήτηση των λεγόμενων «Πυθαγόρειων τριάδων» -ήτοι ακέραιων λύσεων της εξίσωσης «χ2 + ψ2 = γ2»- αποτελεί μέρος των κλασικών προβλημάτων της όλης ανάλυσης του Διοφάντου.  Δικαίως, λοιπόν, τ’ «Αριθμητικά» του Διοφάντου -σε δεκατρία βιβλία, από τα οποία σώζονται έξη στην Ελληνική Γλώσσα και τέσσερα σε αραβική μετάφραση- θεωρούνται, και σήμερα, «θεμέλιο» της δημιουργίας της παράδοσης, η οποία οδήγησε στην δημιουργία της αλγεβρικής σκέψης και ανάλυσης της νεότερης εποχής.  Διότι, όπως έχει γράψει ο J.Klein, η «σύγχρονη άλγεβρα και ο σύγχρονος φορμαλισμός προέκυψαν από την ενασχόληση του Viète με τον Διόφαντο» (βλ. J. Klein, «Ο κόσμος της Φυσικής και ο “φυσικός” κόσμος», μετ. Δ. Λάππας, Μ. Μυτιληναίος, Γ. Σαγιάς, Τ. Σπύρου, Γ. Χριστιανίδης, Νεύσις 7 (1998), 41-74. Το αγγλικό κείμενο δημοσιεύθηκε το 1981, στο περιοδικό «The St. Johns Review» και ανατυπώθηκε στην συλλογή, R.B. Williamson and E. Zucherman (επιμ.) «Jacob Klein: Lectures and Essays», Annapolis, Maryland, St. John’s College Press, 1985, 1-34).

2. Ας σημειωθεί ότι ο όρος «Άλγεβρα» ανήκει στον Πέρση μαθηματικό, αστρονόμο και γεωγράφο Αμπού Μουσά αλ-Χουαρίζμι.  Ο οποίος πολύ αργότερα, τον 9ο αιώνα -κοντά 500 χρόνια μετά τον Διόφαντο- παρουσίασε, είναι αλήθεια για πρώτη φορά, την συστηματική επίλυση της δευτεροβάθμιας πολυωνυμικής εξίσωσης. Αξίζει, λοιπόν, ν’ αναρωτηθούμε: Θα είχε, άραγε, οδηγηθεί ο αλ-Χουαρίζμι, έστω και στα χρόνια του, στην αλγεβρική του ανάλυση δίχως την πρωτοποριακή μαθηματική «παρακαταθήκη» του Διοφάντου αναφορικά με την δημιουργία των, «πρόδρομων» κατά τ’ ανωτέρω, αλγεβρικών τεχνικών επίλυσης προβλημάτων, μέσω της «αφαιρετικής» δύναμης της Ελληνικής Γλώσσας;

ΙV. Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου

Σ’ επίρρωση των ανωτέρω αξίζει να γίνει, εν προκειμένω, ειδική αναφορά στο σύγγραμμα του Reviel Netz, Καθηγητή Ελληνικών Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ -ενός εκ των κορυφαίων μελετητών του έργου του Αρχιμήδη- με τίτλο: «Η διαμόρφωση της Παραγωγικής Μεθόδου στα Ελληνικά Μαθηματικά-Μια μελέτη υπό το πρίσμα της γνωσιακής επιστήμης» (απόδοση στα ελληνικά Β. Σπυρόπουλου, επιστημονική επιμέλεια Γ. Χριστιανίδη και Μ. Σιάλαρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2019).

Α. Στο σύγγραμμα αυτό μελετάται ένα θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την όλη ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού.  Ήτοι η διαμόρφωση της παραγωγικής απόδειξης στα Κλασικά Ελληνικά Μαθηματικά.  Η εντυπωσιακή, κυριολεκτικώς, πρωτοτυπία του ως άνω έργου του Reviel Netz έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας εστιάζει την ανάλυσή του σε δύο, θεμελιώδη, χαρακτηριστικά της πρακτικής των Ελληνικών αποδείξεων, το εγγράμματο διάγραμμα και την τεχνική, λογοτυπική γλώσσα.  Δίχως μάλιστα να παραλείπει, έστω και κατ’ ελάχιστο, την ανάδειξη των υλικών και κοινωνικών συνθηκών αλλά και των πρακτικών, εντός των οποίων τα κατά τ’ ανωτέρω χαρακτηριστικά «αναδύθηκαν», μέσα στην πορεία της εξέλιξης των Ελληνικών Μαθηματικών.

Β. Ειδικότερα, ο Reviel Netz ανέδειξε ότι οι τεχνικές που τότε ανέπτυξαν οι Έλληνες Μαθηματικοί -εστιάζοντας την μελέτη του στον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο- για την κατασκευή γραμμάτων στα διαγράμματά τους και, συνακόλουθα, η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ του κειμένου και του διαγράμματος στις αποδείξεις τους, υπήρξαν καίριας σημασίας για την «γέννηση» της παραγωγικής απόδειξης. Με τον τρόπο αυτόν ο Reviel Netz κατάφερε ν’ αποσαφηνίσει, επαρκώς, και τις υποκείμενες γνωστικές διαδικασίες.

Επίλογος

Το γεγονός, όμως, αυτό έχει και μια δεύτερη, ευρύτερη, σημασία που αφορά την πορεία της όλης Επιστήμης στην Δύση, άρα την πορεία αυτού τούτου του Δυτικού Πολιτισμού.  Είναι δε χαρακτηριστικά τα όσα, συνοπτικώς, υπογραμμίζει ο ίδιος ο Reviel Netz στην εισαγωγή, την οποία έγραψε για την ελληνική έκδοση του προμνημονευόμενου συγγράμματός του: «Οι Έλληνες μαθηματικοί ανακάλυψαν μια συγκεκριμένη πρακτική και ένα συγκεκριμένο σύνολο εργαλείων, που κατέστησαν δυνατό ένα συγκεκριμένο έργο: Την συνεπή άσκηση της παραγωγικής απόδειξης.  Αυτό θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ανάδυση της δυτικής επιστήμης.  Η προοπτική της απόδειξης οδήγησε στην μαθηματικοποίηση του συνόλου της επιστήμης, και εν τέλει στο νευτώνειο πρόγραμμα το οποίο, με την επιτυχία του, άνοιξε το δρόμο για την βιομηχανική επανάσταση και την άνοδο της Δύσης» (όπ. παρ., σελ. XV-XVI).»

kathimerini.gr

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Ορθογραφία: εφορία ή εφορεία; -ία ή -εία;

εία ή ία; Το φριχτό δίλημμα
......
Ο κανόνας που μαθαίναμε στο σχολείο είναι πως, όταν το θηλυκό ουσιαστικό παράγεται από ρήμα σε -εύω, τότε γράφεται με -εία, αλλιώς με -ία: 
πορεύομαι — πορεία, 
ερμηνεύω — ερμηνεία αλλά 
υπουργός — υπουργία (μόνο ο Άδωνης γράφει «επί υπουργείας μου»).
Ρήμα «κατασκοπεύω» υπάρχει, και γι’ αυτό η σχολική ορθογραφία γράφει «κατασκοπεία». Όμως, ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι το ρήμα είναι μεταγενέστερο, και ότι η «κατασκοπία» παράγεται από τον κατάσκοπο, επομένως το γράφει «κατασκοπία».

Η κατασκοπ*α είναι ένα από τα διττογραφούμενα θηλυκά ουσιαστικά στα οποία παρουσιάζεται το φριχτό δίλημμα «-εία ή -ία», ένα από τα πιο μπελαλίδικα θέματα της ορθογραφίας μας και από τα πιο δύσκολο να διδαχτούν, διότι οι μαθητές ή ο δάσκαλος δεν είναι ετυμολόγοι να ξέρουν αν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό, αν, δηλαδή, πρώτα εμφανίστηκε το ρήμα κατασκοπεύω και μετά η κατασκοπεία και ο κατάσκοπος ή αν ο κατάσκοπος γέννησε την κατασκοπία.

Ας πούμε, γιατί η εταιρεία γράφεται με -ει- ενώ δεν υπάρχει ρήμα «εταιρεύω»; Διότι, λέει ο Μπαμπινιώτης, παράγεται από το επίθετο «εταιρείος» και όχι απευθείας από τον εταίρο. Οι αρχαίοι την έγραφαν και με ΕΙ και με Ι.

Άλλοτε, υπάρχει ρήμα σε -εύω, αλλά το ουσιαστικό το γράφουμε με -ία, όπως στην αμνηστία (παρόλο που υπάρχει ρήμα «αμνηστεύω»).

Πολλές φορές υπήρχε στα αρχαία ρήμα σε -εύω αλλά δεν υπάρχει σήμερα. 
Στην περίπτωση αυτή ανήκει η αλαζονεία

Μαθαίνει ο φουκαράς ο δάσκαλος στο παιδί πως, όταν το ουσιαστικό παράγεται από ρήμα σε -εύω, θέλει -εία (πορεύομαι – πορεία) ενώ όταν παράγεται από ουσιαστικό θέλει -ία (έμπορος – εμπορία). 
Και γράφει το παιδί «αλαζονία» από τον αλαζόνα και του λέει ο δάσκαλος όχι, είναι «αλαζονεία» από το αλαζονεύομαι· οπότε το παιδί απογοητεύεται και τα γράφει σε γκρίκλις να ξεμπερδεύει. (Φυσικά δεν ήμασταν παρόντες την ώρα που γεννιόταν η λέξη για να ξέρουμε ποιος τη γέννησε και από πού· επειδή οι αρχαίοι την έγραφαν με αλαζονεία κυρίως και πολύ λιγότερο αλαζονία, υποθέτουμε ότι προέρχεται από το αλαζονεύομαι).

Μια άλλη περίπτωση είναι η ομηρία, που το ΛΚΝ τη γράφει με Ι, ομηρία, διότι την παράγει από τον όμηρο. Ο Μπαμπινιώτης τη γράφει ομηρεία, με ΕΙ, διότι την παράγει από το ομηρεύω.

Και το πιο γνωστό διττογραφούμενο είναι βέβαια η εφορία/εφορεία. Το ΛΚΝ δέχεται και τις δύο γραφές, και τείνει να κάνει μια διάκριση, δηλαδή γράφει εφορΙα την υπηρεσία που μαζεύει τους φόρους και εφορΕΙα τη διοικητική αρχή που εποπτεύει μια δραστηριότητα -π.χ. Εφορεία Αρχαιοτήτων. 
Ο Μπαμπινιώτης τα γράφει όλα με ι, εφορία αλλά αναφέρει και την εναλλακτική γραφή.

Άλλες δυο λέξεις στις οποίες ο Μπαμπινιώτης διαφωνεί με το ΛΚΝ και με τη σχολική ορθογραφία είναι η αντιπροσωπεία (που τη γράφει αντιπροσωπία διότι την παράγει από τον αντιπρόσωπο και όχι από το αντιπροσωπεύω) και η συνοδεία (που τη γράφει συνοδία, διότι την παράγει από τον συνοδό).

Στην περίπτωση της συνοδείας έχουμε μια εκδήλωση του δόγματος Μπαμπινιώτη για απόλυτη πρωτοκαθεδρία της ετυμολογίας, του δόγματος που κάνει κουττά τα αγώρια.
Αν γράψεις «συνοδία» αλλά «περιοδεία», με το δίκιο τους οι μαθητές θα αγανακτήσουν. 
Ωστόσο, δεν είναι οι μπαμπινιώτικες παραξενιές που δημιούργησαν το πρόβλημα, το πρόβλημα είναι υπαρκτότατο και ως τώρα έχουμε φτάσει μόνο στη μέση, έχουμε κι άλλη ανηφόρα.

Διότι, κι αν ακόμα καταλήξουμε ποια τα απλά θηλυκά γράφονται σε -εία, σε πολλές περιπτώσεις η ορθογραφία των σύνθετων ουσιαστικών μεταβάλλεται.

Έτσι, έχουμε
δουλεύω – δουλεία, αλλά εθελοδουλία,
θρησκεύομαι – θρησκεία, αλλά ανεξιθρησκία
καπηλεύομαι – καπηλεία, αλλά αρχαιοκαπηλία, πατριδοκαπηλία.
λατρεύω – λατρεία, αλλά -> αρχαιολατρία, φυσιολατρία
πορεύομαι – πορεία, αλλά -> πρωτοπορία, αεροπορία,

    Αυτό επιφανειακά φαίνεται ανακολουθία: η πρώτη μας σκέψη είναι πως, αφού γράφουμε π.χ. λατρεία, πρέπει να γράψουμε και ειδωλο-λατρεία. Η απάντηση εδώ είναι ότι η ειδωλολατρία παράγεται από τον ειδωλολάτρη και όχι από το είδωλο και τη λατρεία -αλλά βέβαια αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ή να το βρει κάποιος αμύητος, πρέπει να μάθει έτσι τη λέξη.

Ακόμα και ο μέγιστος Κωστής Παλαμάς είχε παραξενευτεί. 
Το 1928 κυκλοφόρησε ένα πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό που είχε, ακριβώς, τον τίτλο Πρωτοπορία. Η Πρωτοπορία προπαγάνδιζε την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου και της φωνηματικής ορθογραφίας για τη νέα ελληνική γλώσσα -τα αρχαία θα συνέχιζαν να γράφονται με το ελληνικό. 
Θα το συζητήσουμε ίσως μιαν άλλη φορά αυτό το θέμα, που τότε φαινόταν ελκυστικό επειδή είχε προηγηθεί ο γλωσσικός άθλος του Κεμάλ στην Τουρκία. Πάντως, ο Παλαμάς δεν συμφωνούσε με την πρόταση της Πρωτοπορίας και έστειλε στο περιοδικό ένα γράμμα στο οποίο, αφού πρώτα παίνευε τα σονέτα του Φώτου Γιοφύλλη, του διευθυντή του περιοδικού, εξέφραζε τις διαφωνίες του και διαμαρτυρόταν για το Ι της επωνυμίας -Γιατί ΠρωτοπορΙα; 
Όλα θα τα απλοποιήσετε πια; Τότε να σας γράφουμε «Γιοφύλη», είπε.

Δεν είχε δίκιο ο Παλαμάς. Η πρωτοπορία έτσι γραφόταν, με Ι, σε όλα τα λεξικά, διότι παράγεται από τον πρωτοπόρο. Ωστόσο είναι εύλογο να παραξενεύεται κανείς με την φαινομενική ασυνέπεια.

Υπαρχουν και χειρότερα. Το ερώτημα, αν η σύνθετη λέξη προέρχεται από το απλό ρήμα ή από σύνθετο ουσιαστικό μερικές φορές είναι εξίσου δύσκολο να απαντηθεί όσο και το ερώτημα αν η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα. 
Για παράδειγμα, η εθνοκαπηλεία είναι σύνθετο του καπηλεία ή παράγωγο του εθνοκάπηλος; (Το ΛΚΝ και το Αντίστροφο να γράφουν εθνοκαπηλεία, ο Μπαμπινιώτης εθνοκαπηλία).

Τι γίνεται έπειτα με τις λαγνείες; 
Ο Μπαμπινιώτης έχει πέντε τέτοια σύνθετα και γράφει: κοπρολαγνία, ουρολαγνία αλλά αλγολαγνεία, λεξιλαγνεία, τρομολαγνεία. 
Η διαφορά δεν εξηγείται ετυμολογικά, προφανώς κάποια από τα παραπάνω είναι προϊόν απροσεξίας αλλά δεν ξέρουμε ποια. Το ΛΚΝ πάλι γράφει «κοπρολαγνΕΙα» -τις άλλες τέσσερις λέξεις δεν τις έχει.

Από την άλλη οι μαντείες (χαρτομαντεία, καφεμαντεία, λεκανομαντεία) γράφονται όλες με ΕΙ, όπως και η απλή λέξη, ίσως επειδή πολλές -μαντείες είχαν οι αρχαίοι και τις έγραφαν με ΕΙ.

Δυο ιδέες έχουν προταθεί για να εξορθολογιστεί κάπως το πρόβλημα.
Η πρώτη ιδέα είναι να πούμε ότι όπως γράφουμε τα απλά θα γράφουμε και τα σύνθετα -δηλαδή πορεία-πρωτοπορεία, λαγνεία-τρομολαγνεία, μαντεία-χαρτομαντεία, καπηλεία-πατριδοκαπηλεία. Καλό ακούγεται εκ πρώτης όψεως, αλλά θα γράψεις τάχα *αεροπορεία, *απορεία, *εμπορεία;

Η δεύτερη ιδέα είναι να πεις ότι όλα τα απλά σε -εία, κάνουν σύνθετα σε -ία. Αυτό καλύπτει βέβαια τις περιπτώσεις της εθελοδουλίας, της πρωτοπορίας και της πατριδοκαπηλίας, αλλά αν γενικευόταν θα μας επέβαλλε να γράφουμε π.χ. *παραπαιδία, *χημειοθεραπία ή *αντιβασιλία.

Οπότε, οι εξαιρέσεις είναι ατίθασες και δεν συμμορφώνονται εκτός αν φέρουμε τον Κεμαλ. Μάλλον θα χρειαστεί να μάθουμε μία προς μία τις περιπτώσεις -και αφού το ΛΚΝ είναι ονλάιν, να το ακολουθούμε όταν έχουμε αμφιβολία.

Ή να περιμένουμε να βγει ονλάιν και το Χρηστικό, διότι αυτό έχει την προπορεία και την οπισθοπορεία (και τις γράφει έτσι, με ΕΙ) που τα προηγούμενα λεξικά δεν τις είχαν. 
Η οπισθοπορεία είναι λέξη που χρησιμοποιείται και τη δημόσια διοίκηση π.χ. στις δοκιμασίες για την άδεια οδήγησης και παλιότερα την είχα βρει γραμμένη και με ι. 
Πιο λογικό φαίνεται όμως να γράφεται με ει, όπως άλλωστε και η μοτοπορεία, νεολογισμος για διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που γίνονται με μοτοσικλέτες.

Ή πάλι να τα γράφουμε όλα με γκρίκλις να ησυχάσουμε.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Δοκιμασία και Λογοδοσία των Αξιωματούχων στην Αρχαία Αθήνα

Ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου αφορά την καταλληλότητα των αξιωματούχων για τις θέσεις που έχουν καταλάβει και για το έργο που έχουν επωμισθεί. 
Συνήθως αρνητικός, ο σχολιασμός αυτός συχνά καταλήγει με την αναγνώριση της αδυναμίας τους, τη βεβαιότητα πως υπάρχουν καταλληλότεροι και την ψευδαίσθηση πως, αν άλλαζαν τα πρόσωπα, θα άλλαζαν τα πράγματα. 
Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν υπήρχε θεσμός ανάλογος με τη σημερινή κυβέρνηση. 
Για όλες τις υποθέσεις της πόλης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για τις διαπραγματεύσεις αλλά και για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αποφάσιζε ο Δήμος, στον οποίο μετείχαν ισότιμα όλοι οι πολίτες. 
Ο Δήμος συνδύαζε τις αρμοδιότητες που έχουν σήμερα η Βουλή και η Κυβέρνηση, έχοντας επιπρόσθετα και ορισμένες δικαστικές.

Πέραν του Δήμου υπήρχαν πολλοί άρχοντες και επιτροπές αρχόντων με ευθύνη για τη διοίκηση.

Καθώς στη δημοκρατία όλοι οι πολίτες είχαν δικαίωμα να αναλαμβάνουν αξιώματα, οι άρχοντες εκλέγονταν από τους πολίτες που πληρούσαν τις βασικές προϋποθέσεις, δηλαδή είχαν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και δεν είχαν καταδικαστεί για κατακριτέες συμπεριφορές, όπως η λιποταξία, η κατασπατάληση περιουσίας και η ασέβεια προς τους γονείς. 
Από το δικαίωμα εκλογής εξαιρούνταν αρχικά όσοι είχαν θητεύσει ήδη ως βουλευτές -μα αυτό άλλαξε στον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η επανεκλογή επετράπη, μα όχι σε συνεχόμενα έτη.
Οι περισσότεροι άρχοντες εκλέγονταν με κλήρο. Στόχος της εκλογής με κλήρο ήταν να περιοριστούν τα πλεονεκτήματα των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, αποτρέποντας την ανάδειξη ενός ισχυρού ατόμου ή μιας ομάδας που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Δήμου. 
Με ψηφοφορία επιλέγονταν οι στρατηγοί και οι οικονομικοί αξιωματούχοι, καθώς η άσκηση των καθηκόντων τους απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες (Αθηναίων Πολιτεία 43.1-2).
Μετά την ανάδειξή τους και πριν αναλάβουν καθήκοντα, οι άρχοντες περνούσαν από δοκιμασία προκειμένου να επιβεβαιωθεί πως διέθεταν τα τυπικά προσόντα που διασφάλιζαν το δημόσιο συμφέρον (Αθηναίων Πολιτεία 55.3-5). 
Όλοι, ακόμα και όσοι αναλάμβαναν αξίωμα για έναν μόλις μήνα, ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από αυτή τη διαδικασία.

Η δοκιμασία περιλάμβανε δύο στάδια. 
Στο πρώτο εξακριβωνόταν πως ο κρινόμενος ήταν, πράγματι, γνήσιος Αθηναίος πολίτης. Όποιος εκλεγόταν άρχων, Πολέμαρχος, Βασιλεύς ή Θεσμοθέτης έπρεπε να είναι γνήσιος Αθηναίος πολίτης και να το πιστοποιήσει, δηλώνοντας στη Βουλή τα ονόματα των γονέων του και των πατέρων των γονέων του, καθώς και τους δήμους στους οποίους ήταν εγεγγραμένοι οι πρόγονοί του. Τη γνησιότητα αποδείκνυαν επίσης η επιβεβαίωση πως ο κρινόμενος λάτρευε τους Θεούς της πόλης, ασκούσε τη λατρεία σε συγκεκριμένα ιερά, ενώ είχε οικογενειακό τάφο σε συγκεκριμένη θέση. 
Στο δεύτερο στάδιο κρινόταν το ήθος του -και προς τούτο έπρεπε να αποδείξει πως είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήταν συνεπής στην πληρωμή των φόρων του και φερόταν με τον προσήκοντα σεβασμό στους γονείς του.

Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις ίσχυαν και πρόσθετες για επιμέρους αξιώματα. Για παράδειγμα, ο επίδοξος Άρχων Βασιλεύς έπρεπε να έχει σύζυγο εν ζωή που δεν είχε συνάψει προηγούμενο γάμο και οι στρατηγοί να έχουν κλήρο στην Αττική και νόμιμα τέκνα. Για όσους διαχειρίζονταν χρήματα, όπως ο Ταμίας των Άλλων Θεών, ίσχυαν και περιουσιακά κριτήρια.

Οι απαντήσεις που έδιναν οι δοκιμαζόμενοι έπρεπε να επιβεβαιωθούν από μάρτυρες. Πρώτα καλούνταν μάρτυρες που υποδεικνύονταν από τους ίδιους τους κρινόμενους κι έπειτα καλούνταν να τοποθετηθούν πολίτες που ενδεχομένως είχαν αντίθετη άποψη. 
Εάν κι αυτό το στάδιο περνούσε χωρίς προσκόμματα, ερχόταν η ώρα της ορκωμοσίας.

Υπεύθυνη για τη δοκιμασία των νέων αξιωματούχων ήταν αρχικά η απερχόμενη Βουλή, με τελεσίδικη απόφαση. Αργότερα, ο απορριπτόμενος από τη Βουλή είχε το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο, την Ηλιαία, που αποφαινόταν ανέκκλητα. 
Σε μεταγενέστερο στάδιο, η συνολική διαδικασία πραγματοποιούνταν από το δικαστήριο, με εξαίρεση τους 9 άρχοντες που δοκιμάζονταν και από τη Βουλή.
Η κρίση των εκλεγμένων αξιωματούχων δεν σταματούσε στην ανάληψη της εξουσίας. Την ίδια φροντίδα έδειχναν οι Αθηναίοι και κατά την άσκηση κάθε αξιώματος. 
Οι άρχοντες, ιδίως όσοι διαχειρίζονταν χρήματα, υπέβαλλαν συνολικά 9 φορές το χρόνο -στο τέλος κάθε πρυτανείας- τους λογαριασμούς τους στη Βουλή για να εξεταστούν από τη βουλευτική επιτροπή των λογιστών, η οποία υπέβαλε πόρισμα στην ολομέλεια του σώματος. 
Επισήμως, ελέγχουσες αρχές ήταν ο Δήμος και η Βουλή. Ωστόσο, κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει έναν άρχοντα για παρανομία ή για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

Τελευταίο στάδιο της κρίσης των αρχόντων ήταν ο απολογισμός για τα πεπραγμένα τους (εύθυνα). 
Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., η απερχόμενη Βουλή στο σύνολό της λογοδοτούσε στο λαό για το έργο της και τη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων που είχαν περάσει από τα χέρια της. 
Εάν αποδεικνυόταν πως οι άρχοντες είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, ο Δήμος τους τιμούσε με χρυσοφορία ή στεφανηφορία, ενώ τιμητικό ψήφισμα στηνόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, ώστε το αποτέλεσμα να γίνει γνωστό σε όλους. 
Αντίθετα, εάν έρχονταν στο φως σοβαρές ατασθαλίες ή παραλείψεις, τιμωρούσε τη Βουλή στερώντας της τις τιμές. Αν προέκυπταν ατομικές ευθύνες βουλευτών, ο Δήμος καθαιρούσε από το αξίωμά τους τους ενόχους για διοικητικά αδικήματα (καταχειροτονία) ενώ κινούσε ποινικές διαδικασίες εναντίον όσων κατηγορούνταν για κατάχρηση. 
Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει υπέρ ή κατά των κατηγορουμένων, βοηθώντας το έργο του Δήμου. Οι ένοχοι καταδικάζονταν ανάλογα με το μέγεθος της ζημιάς ή της κατάχρησής τους.

Ειδωμένη με τα μάτια του σύγχρονου πολίτη, η δοκιμασία συνέβαλε στην ποιότητα της δημοκρατίας, εξασφαλίζοντας ορισμένα βασικά κριτήρια για όσους ασχολούνταν με τα κοινά. 
Δημοκρατική χωρίς αμφιβολία, όπως το σύστημα της επιλογής με κλήρο, η διαδικασία δεν εξασφάλιζε την καταλληλότητα για το αξίωμα. 
Το σύστημα ναι μεν απέκλειε τους λιποτάκτες, τους άθρησκους και τους ασεβείς, αλλά ...
.................
η συνέχεια εδώ

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (3ος αι. π.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.)

Το 325 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια στην τοποθεσία της αρχαίας Αιγυπτιακής πόλης Ρακώτιδος, εκτιμώντας ότι η πόλη θα εξελισσόταν σε μεγάλο εμπορικό κέντρο λόγω του εξαιρετικού λιμένα, που κατασκεύασαν οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη. Πράγματι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κατάλληλο μέρος που να προσφέρεται για ελλιμενισμό και τα πλοία ήταν αναγκασμένα να εισέρχονται στον Νείλο, όπου και διεκπεραιώνονταν οι κάθε είδους συναλλαγές με τους Αιγυπτίους. Το μεγαλοπρεπές λιμάνι της Αλεξάνδρειας εξελίχθηκε αργότερα στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου.
Μέγας Αλέξανδρος

Τα όρια της Αλεξάνδρειας σχεδίασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εμπνευστής του φιλόδοξου ονείρου μιας πόλης με επιβλητικά ανάκτορα, πολυτελέστατα κτίρια, περίτεχνους ναούς και πολλούς πνεύμονες πράσινου. Ο Έλληνας στρατηλάτης επέλεξε το παραλληλόγραμμο σχήμα της Μακεδονικής χλαμύδας με όρια τη λίμνη Μαρώτις στο νότο και τον Κανωπικό Βραχίονα. Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης ο Ρόδιος ανέλαβε την πολεοδόμηση και την ανέγερση των βασιλικών κτιρίων, κατασκευάζοντας μια πόλη – πρότυπο για την εποχή εκείνη. Την χώρισε σε πέντε περιφέρειες, που ενώνονταν με φαρδείς δρόμους, ενώ σε όλο το μήκος των δύο κεντρικών λεωφόρων, πλάτους 22 μέτρων η καθεμιά, υπήρχαν στοές. Σημεία αναφοράς για τον επισκέπτη ήταν τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά, ο ναύσταθμος με τις τεράστιες αποθήκες, οι βασιλικοί κήποι, το Μουσείο, το Σώμα, όπου για πολλούς βρισκόταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, η Βιβλιοθήκη και ο Φάρος.

Πτολεμαίος Α’ Σωτήρ – μουσείο Λούβρου Louvre Museum, Public domain,
via Wikimedia Commons

Όλη η πόλη περιτειχιζόταν από ψηλά και πλατιά τείχη με πολλούς πυργίσκους. Σε αυτή τη νεόκτιστη πόλη, άρχισαν να συρρέουν χιλιάδες πολίτες, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Όταν πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο στρατηγός Πτολεμαίος Α’ του Λάγου έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου κι εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, ανακηρύσσοντάς την πρωτεύουσα του βασιλείου του και ίδρυσε τη δυναστεία των Λαγιδών (305-30 π.Χ.). Ο Πτολεμαίος εκτός από καλός στρατιωτικός ήταν ευφυής και οξυδερκής ηγέτης με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες. Έτσι μόλις εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, άρχισε να προσκαλεί από διάφορα μέρη του Ελληνικού κόσμου φιλοσόφους και προσωπικότητες των τεχνών.

Ανάμεσα σε αυτούς που δέχθηκαν την πρόσκληση ήταν ο Ευκλείδης, ο Στράτων, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο Φίλητας ο Κώος κ.ά. Μαζί με αυτούς όμως άρχισε να καταφθάνει και πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη της Γης, με αποτέλεσμα η Αλεξάνδρεια να μεταβληθεί σ’ ένα πολυεθνικό και πολύμορφο κέντρο γνώσης αποτελούμενο από Πέρσες, Φοίνικες, Λίβυους, ακόμα και Ινδούς. Ωστόσο, οι πολυπληθέστερες κοινότητες ήταν αυτές των Ελλήνων, των Αιγυπτίων και των Εβραίων. Ο Πτολεμαίος, για να μπορέσει να επιβληθεί σε αυτό το ανομοιογενές πλήθος υπηκόων του, «δημιούργησε» με τη βοήθεια δύο μεγάλων μυστών των Αιγυπτιακών και Ελληνικών μυστηρίων, του Έλληνα Τιμόθεου του Αθηναίου και του Αιγυπτίου Μανέθωνα, ένα νέο θεό, τον Σέραπη, που ουσιαστικά ήταν ένωση του Αιγυπτίου Όσιρη και του Έλληνα Διόνυσου ή Πλούτωνα. Έλληνες και Αιγύπτιοι αποδέχθηκαν το νέο θεό και ανήγειραν προς τιμήν του ένα μεγαλοπρεπή ναό, το Σεραπείο, στον Αιγυπτιακό τομέα της πόλης.

Καλλιτεχνική απόδοση Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, βάσει αρχαιολογικών στοιχείων.
O. Von Corven, Public domain, via Wikimedia Commons

Πρώτο Πανεπιστήμιο του κόσμου

Ο φιλόσοφος και πολιτικός Δημήτριος ο Φαληρεύς (350-283 π.Χ.), βλέποντας τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που επέφερε η ραγδαία επέλαση των μακεδονικών φαλαγγών στις αχανείς εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας, έπλασε ένα όνειρο που είχε σχέση με την ανάδειξη του ελληνικού πνεύματος σε παγκόσμια κλίμακα. Αν και από τούς ιστορικούς αυτή η φωτισμένη μορφή αναφέρεται ως «αποτυχημένη πολιτικά», ο Δημήτριος ήταν εκείνος που κατάφερε να πείσει με πι προτροπές του τον Πτολεμαίο Α’ να δημιουργήσει στην Αλεξάνδρεια σχολή και βιβλιοθήκη, όπου θα συγκεντρώνονταν όλα τα βιβλία του τότε γνωστού κόσμου. Αν και υπήρχαν βιβλιοθήκες (υπό την έννοια ότι σε κάποιο κτίριο βρισκόταν ένας αριθμός βιβλίων) ήταν συνήθως υπό την επίβλεψη ιερέων του εκάστοτε θρησκευτικού δόγματος της περιοχής. Αν κάποιος ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, έπρεπε ή να ήταν μυημένος στο αντίστοιχο δόγμα ή να ήταν στέλεχος του ιερατείου, καθότι αυτές δεν λειτουργούσαν ως πηγές γνώσης και μελέτης για το κοινό, αλλά ως ιερατικά μυσταγωγικά κέντρα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις σχολές, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, όπου ήδη λειτουργούσαν η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, που όμως δεν είχαν ερευνητικό χαρακτήρα, αλλά καθαρά φιλοσοφικό και οι βιβλιοθήκες τους ήταν μικρές, αφού φιλοξενούσαν ως επί το πλείστον έργα των ιδρυτών τους, ένα μικρό αριθμό ποιητικών και φιλοσοφικών έργων, καθώς και μερικές συμπληρωματικές μελέτες.

Ανδριάντας του Δημήτριου του Φαληρέα στην είσοδο της Νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας Pakeha, CC BY-SA 3.0 via Wikimedia Commons

Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς είχε θητεύσει επιτηρητής της Αθήνας και γνώριζε από κοντά τη λειτουργία και τη σύνθεση του Λυκείου και της Ακαδημίας. Επειδή ήταν και μαθητής του Αριστοτέλη, είναι πιθανόν να είχε διδαχθεί από τον ίδιο το φιλόσοφο την οργάνωση μιας βιβλιοθήκης. Ίσως μάλιστα γι’ αυτόν το λόγο ο Στράβων να αναφέρει ότι ο Αριστοτέλης θεωρούνταν πνευματικός πατέρας του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης. Το όνειρο του Δημητρίου άρχισε να υλοποιείται γύρω στο 300 π.Χ. με την ανέγερση του Μουσείου, του πρώτου πανεπιστημίου στον κόσμο. Το Μουσείο ήταν σχολή που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των δύο αθηναϊκών σχολών, του Λυκείου και της Ακαδημίας, και ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν αφιερωμένο στις Εννέα Μούσες, τις προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.

Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι το Μουσείο διέθετε μια πλατωνικού τύπου εξέδρα, όπου υπήρχαν καθίσματα για να συγκεντρώνονται οι φιλόσοφοι. Παράπλευρα υπήρχε ο Αριστοτελικού τύπου χώρος περιπάτου για τις συζητήσεις των επιστημόνων. Μεγάλο χώρο καταλάμβανε κι ο ναός, που ήταν αφιερωμένος στις Μούσες, όπου ο ιερέας – τυπικά ο επικεφαλής του ιδρύματος – τελούσε τα μυστήρια. Αυτό το πρώιμο πανεπιστημιακό συγκρότημα είχε δύο ακόμη κτίσματα, τους κοιτώνες και την εστία. Όσοι κατοικούσαν στο Μουσείο δικαιούνταν διατροφή και μισθοδοσία, τα έξοδα τους αναλάμβανε το βασιλικό ταμείο, ενώ συγχρόνως έχαιραν φορολογικής απαλλαγής. Έτσι τα στελέχη του Μουσείου έκαναν τις έρευνες τους χωρίς να προβληματίζονται από τις καθημερινές έγνοιες, δοσμένοι ολοκληρωτικά στο επιστημονικό τους έργο και λειτουργώντας ως μέλη της λατρευτικής κοινότητας των Μουσών. Εκτός όμως από τον επικεφαλής ιερέα υπήρχε κι ο επιστάτης, ο οποίος ήταν αρμόδιος της διαχείρισης της σχολής. Το Μουσείο όπως και η Βιβλιοθήκη, ήταν ιδιοκτησία του βασιλιά, που διόριζε τους δύο επικεφαλής, συνήθως πρόσωπα της αρεσκείας του. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως από την εποχή του Πτολεμαίου Δ’ του Φιλοπάτορα, τότε δηλαδή που άρχισαν οι διαμάχες ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου, έχουμε εναλλαγή προσώπων στις δυο αυτές δέσεις.

Εκτός όμως από το διωγμό των δύο ανώτερων της σχολής, έχουμε και το διωγμό φιλοσόφων, που ήταν ταγμένοι σε κάποιο διάδοχο. Οι διώξεις αυτές είχαν πάρει, μάλιστα, τέτοιες διαστάσεις, που πολλοί αναφέρουν ότι πολλές πόλεις ήταν γεμάτες από εξόριστους Αλεξανδρινούς επιστήμονες. Ο αρχικός σκοπός του Μουσείου ήταν η έρευνα και, σε συνδυασμό με τη Βιβλιοθήκη, η καταγραφή των πορισμάτων της. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου κι αφού πέρασε στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, το Μουσείο πήρε τη μορφή του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ερευνητές της Αστρονομίας, των Μαθηματικών, της Φυσικής και των άλλων τεχνών δίδασκαν, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, σε 12.000 μαθητές περίπου! Περί το 295 π.Χ. κατασκευάσθηκε και το κτίριο της Βιβλιοθήκης, αφού ήδη ο Πτολεμαίος Α’ είχε χρηματοδοτήσει τον Δημήτριο και το επιτελείο του να συγκεντρώσουν βιβλία απ’ όλο τον κόσμο.

Χρυσό οκτάδραχμο του Πτολεμαίου Γ’, το οποίο εξέδωσε ο γιος του, Πτολεμαίος Δ’, προς τιμήν του θεοποιημένου πατέρα του. British Museum, Public domain, via Wikimedia Commons

Ο Φαληρέας με το δημιουργικό του πνεύμα αντιλήφθηκε ότι για να υπάρξει πρόοδος στον τομέα της γνώσης, δεν χρειάζεται μόνο η σύνθεση μιας σχολής με διαπρεπή μυαλά, αλλά και η καταγραφή και συγκέντρωση των ερευνών σ’ ένα μέρος. Τον ενθουσιασμό του αυτόν τον κληροδότησε στον Πτολεμαίο κι αυτός με τη σειρά του στους διαδόχους του. Η συγκέντρωση των βιβλίων γινόταν έναντι αδρών αμοιβών, αλλά και με πλάγιους τρόπους, όταν η απόκτηση τους ήταν δύσκολη. Για παράδειγμα, ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης ζήτησε από τους Αθηναίους τα πρωτότυπα έργα των μεγάλων τραγικών για να γίνουν πιο πιστές αντιγραφές των κειμένων, πληρώνοντας τους υποθήκη σε περίπτωση καταστροφής. Οι Αθηναίοι, μπροστά στο υπέρογκο χρηματικό ποσό, πρόσφεραν χωρίς να το πολυσκεφτούν τα έργα των τραγικών και ο Πτολεμαίος Γ’ τους επέστρεψε τα αντίγραφα, κρατώντας τα αυθεντικά. Ένας άλλος τρόπος ήταν η κατάσχεση των βιβλίων που μετέφεραν οι επισκέπτες στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, η Βιβλιοθήκη δεν άργησε να γεμίσει, με αποτέλεσμα ο Πτολεμαίος Γ’ να αναγκαστεί να δημιουργήσει ένα παράρτημα της στο Σεράπειο, που κατά τον Ιώσηπο ονομάσθηκε «θυγάτηρ», κόρη δηλαδή της μεγάλης Βιβλιοθήκης.

Η Βιβλιοθήκη ήταν ταξινομημένη σε τομείς, όπως: ρητορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά, ιατρική και ποίηση, η οποία χωριζόταν σε επική, λυρική, τραγική και κωμική. Πριν καταγραφούν οι τόμοι και στεγαστούν στις βιβλιοθήκες, στοιβάζονταν στις αποθήκες του ναυστάθμου για να ακολουθήσει η επιλογή και η πρώτη καταγραφή. Την εποχή του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη ο αριθμός των κυλίνδρων – ονομάζονταν έτσι λόγω του σχήματος τους – έφτανε τις 532.000 και γύρω στα 30.000 πινάκια, ενώ λίγο πριν από την καταστροφή αριθμούσαν τις 700.000 με 800.000! Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης ονομαζόταν διευθυντής και πιθανότατα δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς του Μουσείου. Υπό την επίβλεψη του είχε μεγάλο αριθμό επιστημόνων, από αντιγραφείς και μεταφραστές μέχρι καταγραφείς και συλλέκτες.

Καλλίμαχος ο Κυρηναίος

Ο πρώτος διευθυντής που αναφέρεται ήταν ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π.Χ.), γνωστός φιλόσοφος κι ένας από τους πρώτους λεξικογράφους. Πολλά του έργα χάθηκαν κατά τη διάρκεια των καταστροφών. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το Γλώσσαι, που αναφερόταν στην καταγωγή των τότε γνωστών ελληνικών γλωσσών (διαλέκτων), στις διαφορές μεταξύ τους αλλά και στις ομοιότητες τους, καθώς και το Λέξεις Εθνικαί με κεντρικό του θέμα τις ξένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες της εποχής. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος κάλεσε τον Καλλίμαχο (310-240 π.Χ.) για να τον βοηθήσει στις εργασίες της Βιβλιοθήκης. Ο Καλλίμαχος ήταν φιλόσοφος και φιλόλογος από την Κυρήνη κι ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα του βασιλιά, αφού του δινόταν η μοναδική ίσως ευκαιρία να συμμετάσχει στη φιλόδοξη προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των λογοτεχνικών και μη έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Καλλίμαχος βοήθησε στο συντονισμό και στον καταμερισμό των βιβλίων γράφοντας έναν κατάλογο με τον τίτλο Πίνακες, στον οποίο κατέγραψε περίπου 120.000 τίτλους βιβλίων κάθε είδους, τα ονόματα των συγγραφέων, τον αριθμό των στίχων, αλλά και τη χρονολογία συγγραφής του κά8ε έργου.

Ευκλείδης ο Μεγαρεύς Justus van Gent, Public domain,
via Wikimedia Commons

Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, αλλά και οι λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Σουμέριοι και οι Ασσύριοι, είχαν ανεπτυγμένη την έρευνα στην Αστρονομία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο έργο, που θα μπορούσε με τις θεωρίες και τους κανόνες του να στηρίξει την ύπαρξη μιας ολόκληρης επιστήμης. Ο Ευκλείδης, που είχε εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 300 π.Χ., συγκέντρωσε όλα τα γεωμετρικά ευρήματα κι έγραψε το περίφημο βιβλίο Στοιχεία, δίνοντας έτσι τη βάση για τη Γεωμετρία, αλλά και το έναυσμα στις υπόλοιπες, σχετικές επιστήμες. Άλλος επιφανής ερευνητής ήταν ο ιατρός Ηρόφιλος (355-280 π.Χ.) από τη Χαλκηδόνα. Ο Ηρόφιλος άρχισε να κάνει ανατομικές μελέτες και έρευνες, θεμελιώνοντας έτσι την επιστήμη της Ανατομίας.

 

Ηρόφιλος & Ερασίστρατος (πατέρες της ανατομίας) See page for author, CC BY 4.0
via Wikimedia Commons

Ίδρυσε σχολή και μέσα από τις έρευνες του συμπέρανε ότι οι αρτηρίες μεταφέρουν αίμα και όχι αέρα, όπως μέχρι τότε ισχυριζόταν ο Πραξαγόρας. Μπόρεσε να διαχωρίσει τα νεύρα σε αισθητήρια και κινητικά, ενώ περιέγραψε κι ονόμασε τον αμφιβληστροειδή χιτώνα και το άνω τμήμα του λεπτού εντέρου, ως δωδεκαδάκτυλο. Ο μαθητής του, ο Ερασίστρατος από την Κέα, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στον κυρίως εγκέφαλο και στην παρεγκεφαλίδα, αλλά παρατήρησε και τη διαφορά των πτυχώσεων του εγκεφάλου των ζώων και των ανθρώπων και υποστήριξε ότι οι περισσότερες πτυχώσεις δηλώνουν ανώτερη νοημοσύνη. Ο Ερασίστρατος, έχοντας αντίθετες απόψεις σχετικά με τις αρχές και τις μεθόδους της Ιατρικής από αυτές του δασκάλου του, ίδρυσε μια άλλη σχολή και θεμελίωσε τη Φυσιολογία. Εκτός αυτών όμως ιδρύθηκαν κι άλλες κλινικές – οίκοι, όπως του Καλλίμαχου και του Φιλίνου του Κώου, οι οποίες ξεχώριζαν μεταξύ τους από τον τρόπο άσκησης της θεραπείας. Τον Ηροφίλειο Οίκο και την Εμπειρική Ιατρική Σχολή του Φιλήνου, τις ένωσε αργότερα ο Ηρακλείδης του Ταραντίνου σε μία σχολή. Η εξέλιξη αυτών των ιατρικών τομέων διακόπηκε απότομα, γεγονός που έκανε την ιατρική επιστήμη για πάρα πολλούς αιώνες να θεωρείται μυστικιστική τέχνη και τους λειτουργούς της να κατηγορούνται ως μάγοι κι άθεοι.

Σύμφωνα με τις Aιγυπτιακές δοξασίες, το νεκρό σώμα έπρεπε να παραμένει ανέπαφο για να ακολουθήσει τη μεταθανάτια πορεία του. Έτσι, όταν οι Αιγύπτιοι έμαθαν ότι δάσκαλοι και μαθητές των σχολών «έπρατταν ανόσια» στα σώματα των νεκρών, βγήκαν στους δρόμους και μαζί με τους ιερείς διαμαρτυρήθηκαν κατευθυνόμενοι προς τα ανάκτορα. Ο Πτολεμαίος βρέθηκε σε δύσκολη δέση, βλέποντας ότι στα αιτήματα της θιγμένης θρησκοληψίας του λαού πρωτοστατούσαν οι ιερείς και γνωρίζοντας την επιρροή των κληρικών, αποφάσισε αμέσως τη διακοπή των ιατρικών ερευνών και την αποπομπή ορισμένων δασκάλων, για να αποφύγει πιθανή εξέγερση μέσα στην πρωτεύουσα του βασιλείου του. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος, η φιλοσοφική και η τεχνολογική εξέλιξη έφθασαν σε μοναδικά επίπεδα ακμής και προόδου.

Απολλώνιος ο Ρόδιος

Διευθυντής της Βιβλιοθήκης ήταν ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (270-235 π.Χ.) στον οποίο αποδίδονται τα Αργοναυτικά. Ο Έρμιππος, μαθητής του Καλλίμαχου, έγραψε έργο για το Ζωροαστρισμό και τις Περσικές δοξασίες που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια στίχους. Εκείνη την εποχή έγινε και η πρώτη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή οι Εβραίοι είχαν εξελληνιστεί σε τέτοιο βαθμό, που όχι μόνο μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικά, αλλά και χρησιμοποιούσαν Ελληνικά ονόματα. Ο ιερέας Μανέδων μετέφρασε πολλά έργα των Αιγυπτίων, ενώ ο Βήρωσσος ο Χαλδαίος έγραψε στα Ελληνικά την Ιστορία των Βαβυλώνιων. Τέλος, μεταφράστηκαν Ινδικά βιβλία, τα περισσότερα από αυτά βουδιστικού περιεχομένου, τα οποία έφεραν στη Βιβλιοθήκη οι αντιπρόσωποι του βασιλέα Ασόκα, προσωπικού φίλου του Φιλάδελφου.

Ύδραυλος

Γύρω στο 270 π.Χ. ο Κτησίβιος ανακάλυψε την ιδιότητα της διαστολής των αερίων και ασχολήθηκε με τη Μηχανική και τις ενεργειακές πηγές. Κατασκεύασε την ύδραυλο. Μια άλλη εφεύρεση του Κτησίβιου ήταν η υδραντλία, η πρώτη πυροσβεστική αντλία, αλλά και η κατασκευή του ρύτου, ενός μουσικού οργάνου που παρήγαγε μελωδικούς ήχους, καθώς το νερό έπεφτε πάνω στις οπές του. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι κι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν σύλληψη και κατασκευή του Κτησίβιου, επειδή αυτός κατασκεύαζε ήδη οδοντωτούς τροχούς – γρανάζια. Αλλά και ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς (1ος μ.Χ.) απέδιδε την πατρότητα της ατμομηχανής του σε αυτόν.

Ερατοσθένης ο Κυρηναίος

Τέλος, ένα άλλο γνωστό επίτευγμα του μεγαλύτερου μηχανικού – μαζί με τον Αρχιμήδη – της αρχαιότητας, ήταν «η μηχανή του Κτησιβίου», η οποία λειτουργούσε με την πίεση του αέρα και σήκωνε μεγάλα βάρη. Το 245 π.Χ. ο βιβλιοφύλαξ που διαδέχθηκε τον Απολλώνιο ήταν ο Ερατοσθένης (275-194 π.Χ.), μαθητής του Καλλίμαχου και του Λισάνιου. Τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης επειδή από μικρή ηλικία ήταν πολυτάλαντος και ασχολήθηκε με τη Γεωγραφία, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία κ.ά. Πολλά από τα βιβλία που χάθηκαν στις καταστροφές ήταν δικά του. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι τα Γεωγραφικά και το Περί Μετρήσεως της Γης, που εγράφη γύρω στο 240 π.Χ., τότε δηλαδή που ο Ερατοσθένης προσδιόρισε το μέγεθος της Γης από το ποσοστό καμπύλωσης της επιφάνειας της (το υπολόγισε μετρώντας τις γωνίες που σχημάτιζαν οι ακτίνες του ήλιου την ίδια ώρα σε διάφορα σημεία της επιφάνειας της). Στο γεωγραφικό του έργο αναφέρθηκε με δέος ο Στράβωνας τονίζοντας, μάλιστα, ότι οι δυνατότητες του, καθώς και των άλλων επιστημόνων, ήσαν μεγάλες και οφείλονταν στην ύπαρξη της Βιβλιοθήκης.

Καταστροφή της βιβλιοθήκης

Αυτό το λαμπρό επίτευγμα του πολιτισμού δεν έμελλε να επιβιώσει. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρα στο Βρουχείον από τον Αχίλα. Θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι, ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε το Ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία, μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία. Η φωτιά μεταδόθηκε στην ξηρά στο λιμάνι και τότε κάηκε η βιβλιοθήκη του Βρουχείου. To γεγονός πιστοποιεί ο Σενέκας (De tranquillitate animi ΙΧ), παραπέμποντας στον Τίτο Λίβιο, ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρος), ο Δίων Κάσσιος και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος.

Ιούλιος Καίσαρ

Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές ήταν πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, είναι το γεγονός πως από την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή. Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη. Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση. Το 270 κατά την πολιορκία του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο τμήμα του Βρουχείου. Με τη σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός στο τέλος του 3ου αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση των βιβλιοθηκών και έδωσε εντολή να καούν τα χειρόγραφα που πραγματεύονταν την αιγυπτιακή χημεία.

Καρακάλλας

Η δεύτερη καταστροφή συνέβη επί αυτοκράτορα Καρακάλλα. Ο Καρακάλλας, επιθυμώντας να εκδικηθεί τους Αλεξανδρινούς για τα δηκτικά σχόλια σε βάρος του, όχι μόνον κατέσφαξε όλη την νεολαία της ευγενούς τάξης, αλλά δήμευσε και την περιουσία του Μουσείου, ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης, έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει σχετικά «Και δη τους φιλοσόφους, τους Αριστοτελικούς ονομαζόμενους, τα τε άλλα δεινώς εμίσει, ώστε και τα βιβλία αυτού (του Αριστοτέλη) κατακαύσαι εθελήσαι και τα συσσίτια, α εν τη Αλεξανδρεία είχον, τας τε λοιπάς ωφελείας όσας εκαρπούντο αφείλετο» (OZ’ ζ’ 22). Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος προσπάθησε να επανορθώσει τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν, αλλά έκτοτε το Μουσείο άρχισε να οδηγείται προς την παρακμή, υφιστάμενο μάλιστα και την αντίπραξη της Κατηχητικής Σχολής.

Το 391, με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα του διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και σε μια περίοδο που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί των πόλεων καταστράφηκαν από χριστιανούς. Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής. Έρχεται και η Αραβική κατάκτηση το 642, για να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο Αμπντούλ Φαράγκ, μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα αναφέρει τα εξής: O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ), περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της εύνοιας που απολάμβανε από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν όλα τα βιβλία της πόλης. Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την αξία των παπύρων, ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνιο είναι περιττά. Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος. Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. To συμβάν επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.

Επίλογος

Τι απέγιναν όμως τα χειρόγραφα, όσα τουλάχιστον επιβίωσαν από την καταστροφή; Άλλα στάλθηκαν στη Ρώμη, άλλα βρέθηκαν στην κατοχή μοναστηριών και κατόπιν στις βιβλιοθήκες του Βυζαντίου οι οποίοι τα διέσωσαν και αντέγραψαν από πάπυρους σε περγαμηνές περί το 89%. Άλλα βρέθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη του Καΐρου, άλλα τα έκρυψαν Άραβες λόγιοι για να τα γλιτώσουν από την καταστροφή, ενώ άλλα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές. Αρκεί να αναφέρουμε πως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις δώρισε στο βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Α’ τον περίφημο Αλεξανδρινό κώδικα, ένα πολύτιμο χειρόγραφο του 4ου αιώνα. Οι Αραβοχριστιανοί, έσωσαν και μετέφρασαν πολλά από τα ελληνικά συγγράμματα περί το 8% μέχρι την επέλαση του Ισλάμ οπότε και καταστράφηκαν πολλές λογοτεχνικές αντιγραφές επειδή θεωρήθηκαν αιρετικές και διασώθηκαν μόνο μαθηματικά και αστρονομία.

αναπαράσταση της βιβλιοθήκης αλεξάνδρειας
Ψηφιακή αναπαράσταση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας

Έτσι, η Βιβλιοθήκη τράβηξε το δρόμο της ως το τέλος μέσα από τις σφοδρές κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιθέσεις ενός κόσμου που διαρκώς άλλαζε μορφή. Αν και δεν μπορούμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, να είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογική σειρά των γεγονότων, είμαστε βέβαιοι πως στις πηγές από τις οποίες αντλούμε τη γνώση μας κρύβεται ένα κομμάτι από την αλήθεια. Η Βιβλιοθήκη δεν άντεξε μπρος στο κύμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν σε εκείνη την εποχή. To χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς από τους εχθρούς της δε στάθηκε δυνατό να εκτιμήσει την πραγματική αξία της. Οι Χριστιανοί λόγιοι πολύ αργότερα κατάλαβαν τι έγινε και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να διασώσουν τα λιγοστά ψήγματα που απέμειναν με μια μνημειώδη προσπάθεια αντιγραφής κειμένων στις μοναστικές βιβλιοθήκες, το ίδιο και οι Άραβες.

Βέβαια, ουδείς είναι σε θέση να καταγγείλει κάποιον από τους προαναφερθέντες, ως μοναδικό υπεύθυνο της καταστροφής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ίσως επειδή τελικά, ο υπεύθυνος δεν ήταν μόνο ένας αλλά η καταστροφή της έγινε σταδιακά, ξεκινώντας από την πυρκαγιά επί Ιουλίου Καίσαρα το 48 π.Χ. και με πιθανή οριστική χρονολογία το 297 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού. Τότε φαίνεται να έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στην Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία (amisit regionem) του Βρουχείου: «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15). Και όπως παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος, άλλοτε στη συνοικία αυτή υπήρχε η βιβλιοθήκη «και τώρα η έρημος» (PG 43,249C-252A).

Σύγχρονη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας Carsten Whimster,
via Wikimedia Commons

Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας γνωστοποιείται περί το 1780 και είναι αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ Γκίμπον (εξελ. Εδουάρδος Γίββων) ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης έναντι του Χριστιανισμού, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε την βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα, πρέπει να επισημανθεί ότι σε αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα.

Πηγές

copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων

chilonas.com