| Ενεστώτας | φθάνω |
φθάνομαι
|
| Παρατατικός | ἒφθανον |
ἐφθανόμην
|
| Μέλλοντας | φθάσω |
|
| Αόριστος | ἒφθασα – ἒφθην |
ἐφθάσθην
|
| Παρακείμενος | ἒφθακα |
|
| Υπερσυντέλικος | ἐφθάκειν |
|
|
|
| Το ρήμα Φθάνω |
Σημασιολογικά
| έρχομαι πρώτος | πρώτος |
| φτάνω πρώτος | πρότερον |
| προφθάνω να | προηγουμένως |
| προλαβαίνω να | πριν από |
| προλαβαίνω και | μόλις προ ολίγου |
| αμέσως | |
| πολύ γρήγορα |
Παραδείγματα
- Ἢν φθάσωσιν διαφθείραντες τό στράτευμα = αν προλάβουν να καταστρέψουν το στράτευμα
- Χαλεπόν ἧν ἄλλον φθάσαι τοῦτο ποιήσαντα = ήταν ασύμφορο να προφτάσει άλλος να κάνει αυτό
- Φθάσομεν περάσαντες = θα περάσουμε πρώτοι
- Ἒφθην εἰπών = προ ολίγου είπα
- Φθάσουσι ἐπί τᾣ ἂκρω γενόμενοι τούς πολεμίους = έφτασαν στην κορυφή πριν από τους εχθρούς
- Οὐκ ἒφθησαν πυθόμενοι τόν πόλεμον καί ἥκον = μόλις πληροφορήθηκαν τον πόλεμο ήρθαν αμέσως
- Οὐκ ἂν φθάνοις λέγων = λέγε αμέσως
- Οὐκ ἂν φθάνοιμι λέγων = θα πω αμέσως
Συνοδεύεται από κατηγορηματική μετοχή
Δ.Β.