Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

Αρχαία, Νέα ή Ελληνικά;

“Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου»
(Ludwig Josef Johann Wittgenstein, 1889 -1951)

Δεν γνωρίζω τι θα έπρεπε να με εκπλήσσει περισσότερο. Η πρόταση των 56 πανεπιστημιακών δασκάλων για την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο ή η έκπληκτη αντίδραση των συναδέλφων μου φιλολόγων για την εν λόγω κίνηση; Δυστυχώς, πλέον, μάλλον δεν με εκπλήσσει τίποτε, καθώς όπως έγραφε και ο Ρώσος φιλόσοφος και θεολόγος Μπερντιάεφ «ποτέ άλλοτε οι ουτοπίες δεν ήταν τόσο πραγματοποιήσιμες όσο στην εποχή μας».

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το πρόβλημα έχει βαθιές ρίζες. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί ένα διαρκές πεδίο άγονης αντιπαράθεσης για φιλολόγους και όχι μόνο. Μέσα από τις παλαιότερες διαμάχες δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων φτάσαμε στα νεότερα ψευδοδιλήμματα του τύπου Αρχαία ή Νέα Ελληνικά; Στην πραγματικότητα, όμως, όλες αυτές οι διαφωνίες αποτελούν σκιαμαχίες. Πρόκειται για μάχες που δίνονται «για ένα πουκάμισο αδειανό», καθώς με τη στάση αυτή καταφέραμε να μετατρέψουμε το σώμα της ελληνικής σε πτώμα, το οποίο μάλιστα αρκετοί σκυλεύουν διαρκώς (σκυλεύω = αφαιρώ τα όπλα του νεκρού μετά τη μάχη και τα παίρνω ως λάφυρα).

Αν κάτι πάντως με προβλημάτισε στην ανακοίνωση των πανεπιστημιακών, αυτό είναι η αντιμετώπιση της Αρχαίας Ελληνικής ως νεκρής γλώσσας. Είναι καταπληκτικό πώς σε αυτή τη μικρή χώρα καταφέρνουμε να αγνοούμε αυτό που γνωρίζει όλη η ανθρωπότητα. Μια γλώσσα που εξακολουθεί να διδάσκεται σε χώρες όπως, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Ρωσία και άλλες ων ουκ έστιν αριθμός. Μια γλώσσα, για την οποία ξεσηκώθηκαν στη Γαλλία εκπαιδευτικοί αλλά και απλοί πολίτες, διαμαρτυρόμενοι για την επιχειρούμενη κατάργησή της. Αλλά βέβαια εδώ στην Ελλάδα είχαμε πάντα σημαντικότερους λόγους κινητοποιήσεων. Παραλλάσσοντας το γνωστό στίχο του Κ. Π. Καβάφη, «για Αρχαία να μιλούμε τώρα!…»

Δεν έχω καμία πρόθεση να επιχειρηματολογήσω υπέρ της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και αυτό, γιατί νιώθω ότι μιλώντας για κάτι τόσο αυτο-νόητο θα το καταστήσω α-νόητο. Εξάλλου, έχουν γραφτεί πάρα πολλά επί του θέματος. Θα περιοριστώ απλώς στο να επισημάνω ότι η Αρχαία μας Γλώσσα είναι ο πνεύμονας του πολιτισμού μας. Είναι η εθνική μας κιβωτός μέσω της οποίας ταξιδεύουν στο χρόνο οι υψηλότερες αξίες του ανθρώπινου πνεύματος. Σήμερα, και ο πιο αγράμματος Έλληνας μπορεί να αναγνωρίσει αρχαίες λέξεις, όπως «δημοκρατία», «θάλασσα», «πολιτεία», «θεός», «ειρήνη», «ελευθερία», «δικαιοσύνη» όχι μόνο σε μια αρχαία επιγραφή αλλά και στο καθημερινό του λεξιλόγιο. Και αυτό γιατί οι λέξεις αυτές δεν έπαψαν να προφέρονται στα χείλη μας εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια. Όμως, «σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνει και ένα αντίστοιχο από το μέλλον», όπως έγραφε και ο Γ. Σεφέρης. Γι’ αυτό και η άγνοια του γλωσσικού μας παρελθόντος ευθύνεται, κατά τη γνώμη μου, για τη γλωσσική ακατανοησία του παρόντος.

Κατά συνέπεια, η έξωση των Αρχαίων Ελληνικών από το σχολείο δεν μπορεί να συνιστά προοδευτική πράξη. Αν περιορίσουμε τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, στο σχολείο με την προτεινόμενη κατάργησή τους στο Γυμνάσιο, θα ξανακάνουμε το μάθημα αυτό προνόμιο μιας μικρής ταξικής ελίτ, δηλαδή των ολίγων. Κατά πόσο όμως συνάδει αυτό με τον περίφημο εκδημοκρατισμό της παιδείας μας; Όσο για τον επιχειρούμενο συσχετισμό των Αρχαίων Ελληνικών με την αποκαλούμενη συντηρητική ιδεολογία, θα πρέπει κάποτε να σοβαρευτούμε. Μήπως θα πρέπει να θυμίσουμε ότι οι κυριότεροι εκπρόσωποι της μαρξιστικής ιδεολογίας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ήταν λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, δηλώνοντας περήφανοι για την αρχαιομάθειά τους; Αλλά και ο ίδιος ο Βλαδίμηρος Λένιν επιδείκνυε ασίγαστο πάθος για τις κλασικές σπουδές, καθώς από μαθητής σχεδόν μπορούσε να μεταφράζει τους μεγάλους Έλληνες κλασικούς. Πώς αλλιώς θα γινόταν εξάλλου ένας Λένιν; Άρα στο όνομα ποιας ακριβώς αριστερής ιδεολογίας, η συγκεκριμένη ενέργεια της κατάργησης των Αρχαίων Ελληνικών αναγορεύεται ως επαναστατική πράξη;

Δεν θα τολμούσα με τόση ευκολία να εκστομίσω ότι είναι «παρά φύσιν» η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο. Αντιθέτως, μπορώ με βεβαιότητα να υποστηρίξω ότι είναι «παρά φύσιν» το γεγονός ότι οι σημερινοί Έλληνες μαθητές δεν θεωρούν πλέον τα Αρχαία Ελληνικά ως Ελληνικά. Και αυτό γιατί τα περίφημα Αρχαία δεν διδάσκονται ως Ελληνικά αλλά ως μια μάλλον ξένη γλώσσα. Και γι’ αυτό όμως διατηρώ αμφιβολίες, καθώς η διδασκαλία των ξένων γλωσσών είναι πολύ πιο γοητευτική.

Δυστυχώς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια δεν καταφέραμε να απαλλαγούμε από ένα απαρχαιωμένο σύστημα διδασκαλίας. Θα έλεγε κανείς ότι η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας με τον συγκεκριμένο τρόπο ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί με μια τιμωρητική σχεδόν πράξη στο ελληνικό σχολείο. Η έμφαση στη στείρα απομνημόνευση τύπων και η αναγωγή των νεκρόφιλων χρονικών και εγκλιτικών αντικαταστάσεων σε υπέρτατο αυτοσκοπό της διδασκαλίας κατάφερε να καταστήσει το ουσιώδες αυτό μάθημα σε μάθημα ρουτίνας. Κατάφερε τελικά να μας κάνει να προσκολληθούμε στο γράμμα και όχι στο πνεύμα του μαθήματος. Όμως για να θυμηθούμε και μια παλιά ελληνική επιγραφή, «το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Και εμείς σκοτώσαμε το πνεύμα.

Τα παραπάνω ωστόσο δεν μπορούν και δεν πρέπει να μας οδηγούν σε σκέψεις κατάργησης του μαθήματος, καθώς με τη λογική αυτή θα έπρεπε να καταργηθεί και ένα πλήθος άλλων μαθημάτων που διδάσκονται με ανάλογο τρόπο. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η κατάργηση αλλά η αναβάθμιση του μαθήματος. Η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο όχι μόνο δε λειτουργεί εις βάρος της διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής αλλά θα μπορούσε με εμπνευσμένο και παιγνιώδη τρόπο να την ανεβάσει σε υψηλότερο επίπεδο.

Όντως το ζητούμενο δεν είναι να μάθουμε τα παιδιά να γράφουν και να μιλούν Αρχαία Ελληνικά. Το ζητούμενο είναι να τα μυήσουμε στη γοητεία της απλότητας και επιγραμματικότητας του αρχαίου ελληνικού λόγου.

Να τα βοηθήσουμε να κατανοήσουν και να εξερευνήσουν τις ρίζες της γλώσσας τους και τη διαχρονική της εξέλιξη.

Να εμπλουτίσουμε το ομολογουμένως πενιχρό λεξιλόγιό τους.

Να ενισχύσουμε τη φυσική εκφορά του ελληνικού λόγου που σε λίγο θα αποτελεί terra incognita.

Να διευρύνουμε τα όρια της γλώσσας τους και μαζί τα όρια της σκέψης τους.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να καταφέρουμε τους πείσουμε ότι τα περίφημα ΑΡΧΑΙΑ είναι τελικά ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Είναι η ίδια γλώσσα που κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανή στο πέρασμα των αιώνων και που καμιά νομοθετική πράξη δεν μπορεί να ακυρώσει. Σε τελική ανάλυση, έχουμε την ηθική υποχρέωση να κάνουμε αυτά τα παιδιά να αισθανθούν υπερήφανα τουλάχιστον για την αρχαιότητα της γλώσσας τους. Θα ήταν τραγικό να τους στερήσουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουν, την ίδια τους την ταυτότητα.

Το 1975, στο Διεθνές Συνέδριο του Συμβουλίου της Ευρώπης, είχε διατυπωθεί το σύνθημα: «Un avenir pour notre passé» ήτοι «ένα μέλλον για το παρελθόν μας». Αυτό το μέλλον οφείλουμε να εξασφαλίσουμε και για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα που αποτελεί το πιο σημαντικό κομμάτι του παρελθόντος μας αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Ας της δώσουμε ένα μέλλον που της αξίζει.