Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Ορθογραφία: εφορία ή εφορεία; -ία ή -εία;

εία ή ία; Το φριχτό δίλημμα
......
Ο κανόνας που μαθαίναμε στο σχολείο είναι πως, όταν το θηλυκό ουσιαστικό παράγεται από ρήμα σε -εύω, τότε γράφεται με -εία, αλλιώς με -ία: 
πορεύομαι — πορεία, 
ερμηνεύω — ερμηνεία αλλά 
υπουργός — υπουργία (μόνο ο Άδωνης γράφει «επί υπουργείας μου»).
Ρήμα «κατασκοπεύω» υπάρχει, και γι’ αυτό η σχολική ορθογραφία γράφει «κατασκοπεία». Όμως, ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι το ρήμα είναι μεταγενέστερο, και ότι η «κατασκοπία» παράγεται από τον κατάσκοπο, επομένως το γράφει «κατασκοπία».

Η κατασκοπ*α είναι ένα από τα διττογραφούμενα θηλυκά ουσιαστικά στα οποία παρουσιάζεται το φριχτό δίλημμα «-εία ή -ία», ένα από τα πιο μπελαλίδικα θέματα της ορθογραφίας μας και από τα πιο δύσκολο να διδαχτούν, διότι οι μαθητές ή ο δάσκαλος δεν είναι ετυμολόγοι να ξέρουν αν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό, αν, δηλαδή, πρώτα εμφανίστηκε το ρήμα κατασκοπεύω και μετά η κατασκοπεία και ο κατάσκοπος ή αν ο κατάσκοπος γέννησε την κατασκοπία.

Ας πούμε, γιατί η εταιρεία γράφεται με -ει- ενώ δεν υπάρχει ρήμα «εταιρεύω»; Διότι, λέει ο Μπαμπινιώτης, παράγεται από το επίθετο «εταιρείος» και όχι απευθείας από τον εταίρο. Οι αρχαίοι την έγραφαν και με ΕΙ και με Ι.

Άλλοτε, υπάρχει ρήμα σε -εύω, αλλά το ουσιαστικό το γράφουμε με -ία, όπως στην αμνηστία (παρόλο που υπάρχει ρήμα «αμνηστεύω»).

Πολλές φορές υπήρχε στα αρχαία ρήμα σε -εύω αλλά δεν υπάρχει σήμερα. 
Στην περίπτωση αυτή ανήκει η αλαζονεία

Μαθαίνει ο φουκαράς ο δάσκαλος στο παιδί πως, όταν το ουσιαστικό παράγεται από ρήμα σε -εύω, θέλει -εία (πορεύομαι – πορεία) ενώ όταν παράγεται από ουσιαστικό θέλει -ία (έμπορος – εμπορία). 
Και γράφει το παιδί «αλαζονία» από τον αλαζόνα και του λέει ο δάσκαλος όχι, είναι «αλαζονεία» από το αλαζονεύομαι· οπότε το παιδί απογοητεύεται και τα γράφει σε γκρίκλις να ξεμπερδεύει. (Φυσικά δεν ήμασταν παρόντες την ώρα που γεννιόταν η λέξη για να ξέρουμε ποιος τη γέννησε και από πού· επειδή οι αρχαίοι την έγραφαν με αλαζονεία κυρίως και πολύ λιγότερο αλαζονία, υποθέτουμε ότι προέρχεται από το αλαζονεύομαι).

Μια άλλη περίπτωση είναι η ομηρία, που το ΛΚΝ τη γράφει με Ι, ομηρία, διότι την παράγει από τον όμηρο. Ο Μπαμπινιώτης τη γράφει ομηρεία, με ΕΙ, διότι την παράγει από το ομηρεύω.

Και το πιο γνωστό διττογραφούμενο είναι βέβαια η εφορία/εφορεία. Το ΛΚΝ δέχεται και τις δύο γραφές, και τείνει να κάνει μια διάκριση, δηλαδή γράφει εφορΙα την υπηρεσία που μαζεύει τους φόρους και εφορΕΙα τη διοικητική αρχή που εποπτεύει μια δραστηριότητα -π.χ. Εφορεία Αρχαιοτήτων. 
Ο Μπαμπινιώτης τα γράφει όλα με ι, εφορία αλλά αναφέρει και την εναλλακτική γραφή.

Άλλες δυο λέξεις στις οποίες ο Μπαμπινιώτης διαφωνεί με το ΛΚΝ και με τη σχολική ορθογραφία είναι η αντιπροσωπεία (που τη γράφει αντιπροσωπία διότι την παράγει από τον αντιπρόσωπο και όχι από το αντιπροσωπεύω) και η συνοδεία (που τη γράφει συνοδία, διότι την παράγει από τον συνοδό).

Στην περίπτωση της συνοδείας έχουμε μια εκδήλωση του δόγματος Μπαμπινιώτη για απόλυτη πρωτοκαθεδρία της ετυμολογίας, του δόγματος που κάνει κουττά τα αγώρια.
Αν γράψεις «συνοδία» αλλά «περιοδεία», με το δίκιο τους οι μαθητές θα αγανακτήσουν. 
Ωστόσο, δεν είναι οι μπαμπινιώτικες παραξενιές που δημιούργησαν το πρόβλημα, το πρόβλημα είναι υπαρκτότατο και ως τώρα έχουμε φτάσει μόνο στη μέση, έχουμε κι άλλη ανηφόρα.

Διότι, κι αν ακόμα καταλήξουμε ποια τα απλά θηλυκά γράφονται σε -εία, σε πολλές περιπτώσεις η ορθογραφία των σύνθετων ουσιαστικών μεταβάλλεται.

Έτσι, έχουμε
δουλεύω – δουλεία, αλλά εθελοδουλία,
θρησκεύομαι – θρησκεία, αλλά ανεξιθρησκία
καπηλεύομαι – καπηλεία, αλλά αρχαιοκαπηλία, πατριδοκαπηλία.
λατρεύω – λατρεία, αλλά -> αρχαιολατρία, φυσιολατρία
πορεύομαι – πορεία, αλλά -> πρωτοπορία, αεροπορία,

    Αυτό επιφανειακά φαίνεται ανακολουθία: η πρώτη μας σκέψη είναι πως, αφού γράφουμε π.χ. λατρεία, πρέπει να γράψουμε και ειδωλο-λατρεία. Η απάντηση εδώ είναι ότι η ειδωλολατρία παράγεται από τον ειδωλολάτρη και όχι από το είδωλο και τη λατρεία -αλλά βέβαια αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ή να το βρει κάποιος αμύητος, πρέπει να μάθει έτσι τη λέξη.

Ακόμα και ο μέγιστος Κωστής Παλαμάς είχε παραξενευτεί. 
Το 1928 κυκλοφόρησε ένα πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό που είχε, ακριβώς, τον τίτλο Πρωτοπορία. Η Πρωτοπορία προπαγάνδιζε την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου και της φωνηματικής ορθογραφίας για τη νέα ελληνική γλώσσα -τα αρχαία θα συνέχιζαν να γράφονται με το ελληνικό. 
Θα το συζητήσουμε ίσως μιαν άλλη φορά αυτό το θέμα, που τότε φαινόταν ελκυστικό επειδή είχε προηγηθεί ο γλωσσικός άθλος του Κεμάλ στην Τουρκία. Πάντως, ο Παλαμάς δεν συμφωνούσε με την πρόταση της Πρωτοπορίας και έστειλε στο περιοδικό ένα γράμμα στο οποίο, αφού πρώτα παίνευε τα σονέτα του Φώτου Γιοφύλλη, του διευθυντή του περιοδικού, εξέφραζε τις διαφωνίες του και διαμαρτυρόταν για το Ι της επωνυμίας -Γιατί ΠρωτοπορΙα; 
Όλα θα τα απλοποιήσετε πια; Τότε να σας γράφουμε «Γιοφύλη», είπε.

Δεν είχε δίκιο ο Παλαμάς. Η πρωτοπορία έτσι γραφόταν, με Ι, σε όλα τα λεξικά, διότι παράγεται από τον πρωτοπόρο. Ωστόσο είναι εύλογο να παραξενεύεται κανείς με την φαινομενική ασυνέπεια.

Υπαρχουν και χειρότερα. Το ερώτημα, αν η σύνθετη λέξη προέρχεται από το απλό ρήμα ή από σύνθετο ουσιαστικό μερικές φορές είναι εξίσου δύσκολο να απαντηθεί όσο και το ερώτημα αν η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα. 
Για παράδειγμα, η εθνοκαπηλεία είναι σύνθετο του καπηλεία ή παράγωγο του εθνοκάπηλος; (Το ΛΚΝ και το Αντίστροφο να γράφουν εθνοκαπηλεία, ο Μπαμπινιώτης εθνοκαπηλία).

Τι γίνεται έπειτα με τις λαγνείες; 
Ο Μπαμπινιώτης έχει πέντε τέτοια σύνθετα και γράφει: κοπρολαγνία, ουρολαγνία αλλά αλγολαγνεία, λεξιλαγνεία, τρομολαγνεία. 
Η διαφορά δεν εξηγείται ετυμολογικά, προφανώς κάποια από τα παραπάνω είναι προϊόν απροσεξίας αλλά δεν ξέρουμε ποια. Το ΛΚΝ πάλι γράφει «κοπρολαγνΕΙα» -τις άλλες τέσσερις λέξεις δεν τις έχει.

Από την άλλη οι μαντείες (χαρτομαντεία, καφεμαντεία, λεκανομαντεία) γράφονται όλες με ΕΙ, όπως και η απλή λέξη, ίσως επειδή πολλές -μαντείες είχαν οι αρχαίοι και τις έγραφαν με ΕΙ.

Δυο ιδέες έχουν προταθεί για να εξορθολογιστεί κάπως το πρόβλημα.
Η πρώτη ιδέα είναι να πούμε ότι όπως γράφουμε τα απλά θα γράφουμε και τα σύνθετα -δηλαδή πορεία-πρωτοπορεία, λαγνεία-τρομολαγνεία, μαντεία-χαρτομαντεία, καπηλεία-πατριδοκαπηλεία. Καλό ακούγεται εκ πρώτης όψεως, αλλά θα γράψεις τάχα *αεροπορεία, *απορεία, *εμπορεία;

Η δεύτερη ιδέα είναι να πεις ότι όλα τα απλά σε -εία, κάνουν σύνθετα σε -ία. Αυτό καλύπτει βέβαια τις περιπτώσεις της εθελοδουλίας, της πρωτοπορίας και της πατριδοκαπηλίας, αλλά αν γενικευόταν θα μας επέβαλλε να γράφουμε π.χ. *παραπαιδία, *χημειοθεραπία ή *αντιβασιλία.

Οπότε, οι εξαιρέσεις είναι ατίθασες και δεν συμμορφώνονται εκτός αν φέρουμε τον Κεμαλ. Μάλλον θα χρειαστεί να μάθουμε μία προς μία τις περιπτώσεις -και αφού το ΛΚΝ είναι ονλάιν, να το ακολουθούμε όταν έχουμε αμφιβολία.

Ή να περιμένουμε να βγει ονλάιν και το Χρηστικό, διότι αυτό έχει την προπορεία και την οπισθοπορεία (και τις γράφει έτσι, με ΕΙ) που τα προηγούμενα λεξικά δεν τις είχαν. 
Η οπισθοπορεία είναι λέξη που χρησιμοποιείται και τη δημόσια διοίκηση π.χ. στις δοκιμασίες για την άδεια οδήγησης και παλιότερα την είχα βρει γραμμένη και με ι. 
Πιο λογικό φαίνεται όμως να γράφεται με ει, όπως άλλωστε και η μοτοπορεία, νεολογισμος για διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που γίνονται με μοτοσικλέτες.

Ή πάλι να τα γράφουμε όλα με γκρίκλις να ησυχάσουμε.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Δοκιμασία και Λογοδοσία των Αξιωματούχων στην Αρχαία Αθήνα

Ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου αφορά την καταλληλότητα των αξιωματούχων για τις θέσεις που έχουν καταλάβει και για το έργο που έχουν επωμισθεί. 
Συνήθως αρνητικός, ο σχολιασμός αυτός συχνά καταλήγει με την αναγνώριση της αδυναμίας τους, τη βεβαιότητα πως υπάρχουν καταλληλότεροι και την ψευδαίσθηση πως, αν άλλαζαν τα πρόσωπα, θα άλλαζαν τα πράγματα. 
Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν υπήρχε θεσμός ανάλογος με τη σημερινή κυβέρνηση. 
Για όλες τις υποθέσεις της πόλης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για τις διαπραγματεύσεις αλλά και για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αποφάσιζε ο Δήμος, στον οποίο μετείχαν ισότιμα όλοι οι πολίτες. 
Ο Δήμος συνδύαζε τις αρμοδιότητες που έχουν σήμερα η Βουλή και η Κυβέρνηση, έχοντας επιπρόσθετα και ορισμένες δικαστικές.

Πέραν του Δήμου υπήρχαν πολλοί άρχοντες και επιτροπές αρχόντων με ευθύνη για τη διοίκηση.

Καθώς στη δημοκρατία όλοι οι πολίτες είχαν δικαίωμα να αναλαμβάνουν αξιώματα, οι άρχοντες εκλέγονταν από τους πολίτες που πληρούσαν τις βασικές προϋποθέσεις, δηλαδή είχαν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και δεν είχαν καταδικαστεί για κατακριτέες συμπεριφορές, όπως η λιποταξία, η κατασπατάληση περιουσίας και η ασέβεια προς τους γονείς. 
Από το δικαίωμα εκλογής εξαιρούνταν αρχικά όσοι είχαν θητεύσει ήδη ως βουλευτές -μα αυτό άλλαξε στον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η επανεκλογή επετράπη, μα όχι σε συνεχόμενα έτη.
Οι περισσότεροι άρχοντες εκλέγονταν με κλήρο. Στόχος της εκλογής με κλήρο ήταν να περιοριστούν τα πλεονεκτήματα των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, αποτρέποντας την ανάδειξη ενός ισχυρού ατόμου ή μιας ομάδας που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Δήμου. 
Με ψηφοφορία επιλέγονταν οι στρατηγοί και οι οικονομικοί αξιωματούχοι, καθώς η άσκηση των καθηκόντων τους απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες (Αθηναίων Πολιτεία 43.1-2).
Μετά την ανάδειξή τους και πριν αναλάβουν καθήκοντα, οι άρχοντες περνούσαν από δοκιμασία προκειμένου να επιβεβαιωθεί πως διέθεταν τα τυπικά προσόντα που διασφάλιζαν το δημόσιο συμφέρον (Αθηναίων Πολιτεία 55.3-5). 
Όλοι, ακόμα και όσοι αναλάμβαναν αξίωμα για έναν μόλις μήνα, ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από αυτή τη διαδικασία.

Η δοκιμασία περιλάμβανε δύο στάδια. 
Στο πρώτο εξακριβωνόταν πως ο κρινόμενος ήταν, πράγματι, γνήσιος Αθηναίος πολίτης. Όποιος εκλεγόταν άρχων, Πολέμαρχος, Βασιλεύς ή Θεσμοθέτης έπρεπε να είναι γνήσιος Αθηναίος πολίτης και να το πιστοποιήσει, δηλώνοντας στη Βουλή τα ονόματα των γονέων του και των πατέρων των γονέων του, καθώς και τους δήμους στους οποίους ήταν εγεγγραμένοι οι πρόγονοί του. Τη γνησιότητα αποδείκνυαν επίσης η επιβεβαίωση πως ο κρινόμενος λάτρευε τους Θεούς της πόλης, ασκούσε τη λατρεία σε συγκεκριμένα ιερά, ενώ είχε οικογενειακό τάφο σε συγκεκριμένη θέση. 
Στο δεύτερο στάδιο κρινόταν το ήθος του -και προς τούτο έπρεπε να αποδείξει πως είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήταν συνεπής στην πληρωμή των φόρων του και φερόταν με τον προσήκοντα σεβασμό στους γονείς του.

Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις ίσχυαν και πρόσθετες για επιμέρους αξιώματα. Για παράδειγμα, ο επίδοξος Άρχων Βασιλεύς έπρεπε να έχει σύζυγο εν ζωή που δεν είχε συνάψει προηγούμενο γάμο και οι στρατηγοί να έχουν κλήρο στην Αττική και νόμιμα τέκνα. Για όσους διαχειρίζονταν χρήματα, όπως ο Ταμίας των Άλλων Θεών, ίσχυαν και περιουσιακά κριτήρια.

Οι απαντήσεις που έδιναν οι δοκιμαζόμενοι έπρεπε να επιβεβαιωθούν από μάρτυρες. Πρώτα καλούνταν μάρτυρες που υποδεικνύονταν από τους ίδιους τους κρινόμενους κι έπειτα καλούνταν να τοποθετηθούν πολίτες που ενδεχομένως είχαν αντίθετη άποψη. 
Εάν κι αυτό το στάδιο περνούσε χωρίς προσκόμματα, ερχόταν η ώρα της ορκωμοσίας.

Υπεύθυνη για τη δοκιμασία των νέων αξιωματούχων ήταν αρχικά η απερχόμενη Βουλή, με τελεσίδικη απόφαση. Αργότερα, ο απορριπτόμενος από τη Βουλή είχε το δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο, την Ηλιαία, που αποφαινόταν ανέκκλητα. 
Σε μεταγενέστερο στάδιο, η συνολική διαδικασία πραγματοποιούνταν από το δικαστήριο, με εξαίρεση τους 9 άρχοντες που δοκιμάζονταν και από τη Βουλή.
Η κρίση των εκλεγμένων αξιωματούχων δεν σταματούσε στην ανάληψη της εξουσίας. Την ίδια φροντίδα έδειχναν οι Αθηναίοι και κατά την άσκηση κάθε αξιώματος. 
Οι άρχοντες, ιδίως όσοι διαχειρίζονταν χρήματα, υπέβαλλαν συνολικά 9 φορές το χρόνο -στο τέλος κάθε πρυτανείας- τους λογαριασμούς τους στη Βουλή για να εξεταστούν από τη βουλευτική επιτροπή των λογιστών, η οποία υπέβαλε πόρισμα στην ολομέλεια του σώματος. 
Επισήμως, ελέγχουσες αρχές ήταν ο Δήμος και η Βουλή. Ωστόσο, κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει έναν άρχοντα για παρανομία ή για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

Τελευταίο στάδιο της κρίσης των αρχόντων ήταν ο απολογισμός για τα πεπραγμένα τους (εύθυνα). 
Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., η απερχόμενη Βουλή στο σύνολό της λογοδοτούσε στο λαό για το έργο της και τη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων που είχαν περάσει από τα χέρια της. 
Εάν αποδεικνυόταν πως οι άρχοντες είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, ο Δήμος τους τιμούσε με χρυσοφορία ή στεφανηφορία, ενώ τιμητικό ψήφισμα στηνόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, ώστε το αποτέλεσμα να γίνει γνωστό σε όλους. 
Αντίθετα, εάν έρχονταν στο φως σοβαρές ατασθαλίες ή παραλείψεις, τιμωρούσε τη Βουλή στερώντας της τις τιμές. Αν προέκυπταν ατομικές ευθύνες βουλευτών, ο Δήμος καθαιρούσε από το αξίωμά τους τους ενόχους για διοικητικά αδικήματα (καταχειροτονία) ενώ κινούσε ποινικές διαδικασίες εναντίον όσων κατηγορούνταν για κατάχρηση. 
Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει υπέρ ή κατά των κατηγορουμένων, βοηθώντας το έργο του Δήμου. Οι ένοχοι καταδικάζονταν ανάλογα με το μέγεθος της ζημιάς ή της κατάχρησής τους.

Ειδωμένη με τα μάτια του σύγχρονου πολίτη, η δοκιμασία συνέβαλε στην ποιότητα της δημοκρατίας, εξασφαλίζοντας ορισμένα βασικά κριτήρια για όσους ασχολούνταν με τα κοινά. 
Δημοκρατική χωρίς αμφιβολία, όπως το σύστημα της επιλογής με κλήρο, η διαδικασία δεν εξασφάλιζε την καταλληλότητα για το αξίωμα. 
Το σύστημα ναι μεν απέκλειε τους λιποτάκτες, τους άθρησκους και τους ασεβείς, αλλά ...
.................
η συνέχεια εδώ

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (3ος αι. π.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.)

Το 325 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια στην τοποθεσία της αρχαίας Αιγυπτιακής πόλης Ρακώτιδος, εκτιμώντας ότι η πόλη θα εξελισσόταν σε μεγάλο εμπορικό κέντρο λόγω του εξαιρετικού λιμένα, που κατασκεύασαν οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη. Πράγματι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κατάλληλο μέρος που να προσφέρεται για ελλιμενισμό και τα πλοία ήταν αναγκασμένα να εισέρχονται στον Νείλο, όπου και διεκπεραιώνονταν οι κάθε είδους συναλλαγές με τους Αιγυπτίους. Το μεγαλοπρεπές λιμάνι της Αλεξάνδρειας εξελίχθηκε αργότερα στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου.
Μέγας Αλέξανδρος

Τα όρια της Αλεξάνδρειας σχεδίασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εμπνευστής του φιλόδοξου ονείρου μιας πόλης με επιβλητικά ανάκτορα, πολυτελέστατα κτίρια, περίτεχνους ναούς και πολλούς πνεύμονες πράσινου. Ο Έλληνας στρατηλάτης επέλεξε το παραλληλόγραμμο σχήμα της Μακεδονικής χλαμύδας με όρια τη λίμνη Μαρώτις στο νότο και τον Κανωπικό Βραχίονα. Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης ο Ρόδιος ανέλαβε την πολεοδόμηση και την ανέγερση των βασιλικών κτιρίων, κατασκευάζοντας μια πόλη – πρότυπο για την εποχή εκείνη. Την χώρισε σε πέντε περιφέρειες, που ενώνονταν με φαρδείς δρόμους, ενώ σε όλο το μήκος των δύο κεντρικών λεωφόρων, πλάτους 22 μέτρων η καθεμιά, υπήρχαν στοές. Σημεία αναφοράς για τον επισκέπτη ήταν τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά, ο ναύσταθμος με τις τεράστιες αποθήκες, οι βασιλικοί κήποι, το Μουσείο, το Σώμα, όπου για πολλούς βρισκόταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, η Βιβλιοθήκη και ο Φάρος.

Πτολεμαίος Α’ Σωτήρ – μουσείο Λούβρου Louvre Museum, Public domain,
via Wikimedia Commons

Όλη η πόλη περιτειχιζόταν από ψηλά και πλατιά τείχη με πολλούς πυργίσκους. Σε αυτή τη νεόκτιστη πόλη, άρχισαν να συρρέουν χιλιάδες πολίτες, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Όταν πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο στρατηγός Πτολεμαίος Α’ του Λάγου έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου κι εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, ανακηρύσσοντάς την πρωτεύουσα του βασιλείου του και ίδρυσε τη δυναστεία των Λαγιδών (305-30 π.Χ.). Ο Πτολεμαίος εκτός από καλός στρατιωτικός ήταν ευφυής και οξυδερκής ηγέτης με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες. Έτσι μόλις εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, άρχισε να προσκαλεί από διάφορα μέρη του Ελληνικού κόσμου φιλοσόφους και προσωπικότητες των τεχνών.

Ανάμεσα σε αυτούς που δέχθηκαν την πρόσκληση ήταν ο Ευκλείδης, ο Στράτων, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο Φίλητας ο Κώος κ.ά. Μαζί με αυτούς όμως άρχισε να καταφθάνει και πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη της Γης, με αποτέλεσμα η Αλεξάνδρεια να μεταβληθεί σ’ ένα πολυεθνικό και πολύμορφο κέντρο γνώσης αποτελούμενο από Πέρσες, Φοίνικες, Λίβυους, ακόμα και Ινδούς. Ωστόσο, οι πολυπληθέστερες κοινότητες ήταν αυτές των Ελλήνων, των Αιγυπτίων και των Εβραίων. Ο Πτολεμαίος, για να μπορέσει να επιβληθεί σε αυτό το ανομοιογενές πλήθος υπηκόων του, «δημιούργησε» με τη βοήθεια δύο μεγάλων μυστών των Αιγυπτιακών και Ελληνικών μυστηρίων, του Έλληνα Τιμόθεου του Αθηναίου και του Αιγυπτίου Μανέθωνα, ένα νέο θεό, τον Σέραπη, που ουσιαστικά ήταν ένωση του Αιγυπτίου Όσιρη και του Έλληνα Διόνυσου ή Πλούτωνα. Έλληνες και Αιγύπτιοι αποδέχθηκαν το νέο θεό και ανήγειραν προς τιμήν του ένα μεγαλοπρεπή ναό, το Σεραπείο, στον Αιγυπτιακό τομέα της πόλης.

Καλλιτεχνική απόδοση Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, βάσει αρχαιολογικών στοιχείων.
O. Von Corven, Public domain, via Wikimedia Commons

Πρώτο Πανεπιστήμιο του κόσμου

Ο φιλόσοφος και πολιτικός Δημήτριος ο Φαληρεύς (350-283 π.Χ.), βλέποντας τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που επέφερε η ραγδαία επέλαση των μακεδονικών φαλαγγών στις αχανείς εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας, έπλασε ένα όνειρο που είχε σχέση με την ανάδειξη του ελληνικού πνεύματος σε παγκόσμια κλίμακα. Αν και από τούς ιστορικούς αυτή η φωτισμένη μορφή αναφέρεται ως «αποτυχημένη πολιτικά», ο Δημήτριος ήταν εκείνος που κατάφερε να πείσει με πι προτροπές του τον Πτολεμαίο Α’ να δημιουργήσει στην Αλεξάνδρεια σχολή και βιβλιοθήκη, όπου θα συγκεντρώνονταν όλα τα βιβλία του τότε γνωστού κόσμου. Αν και υπήρχαν βιβλιοθήκες (υπό την έννοια ότι σε κάποιο κτίριο βρισκόταν ένας αριθμός βιβλίων) ήταν συνήθως υπό την επίβλεψη ιερέων του εκάστοτε θρησκευτικού δόγματος της περιοχής. Αν κάποιος ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, έπρεπε ή να ήταν μυημένος στο αντίστοιχο δόγμα ή να ήταν στέλεχος του ιερατείου, καθότι αυτές δεν λειτουργούσαν ως πηγές γνώσης και μελέτης για το κοινό, αλλά ως ιερατικά μυσταγωγικά κέντρα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις σχολές, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, όπου ήδη λειτουργούσαν η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, που όμως δεν είχαν ερευνητικό χαρακτήρα, αλλά καθαρά φιλοσοφικό και οι βιβλιοθήκες τους ήταν μικρές, αφού φιλοξενούσαν ως επί το πλείστον έργα των ιδρυτών τους, ένα μικρό αριθμό ποιητικών και φιλοσοφικών έργων, καθώς και μερικές συμπληρωματικές μελέτες.

Ανδριάντας του Δημήτριου του Φαληρέα στην είσοδο της Νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας Pakeha, CC BY-SA 3.0 via Wikimedia Commons

Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς είχε θητεύσει επιτηρητής της Αθήνας και γνώριζε από κοντά τη λειτουργία και τη σύνθεση του Λυκείου και της Ακαδημίας. Επειδή ήταν και μαθητής του Αριστοτέλη, είναι πιθανόν να είχε διδαχθεί από τον ίδιο το φιλόσοφο την οργάνωση μιας βιβλιοθήκης. Ίσως μάλιστα γι’ αυτόν το λόγο ο Στράβων να αναφέρει ότι ο Αριστοτέλης θεωρούνταν πνευματικός πατέρας του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης. Το όνειρο του Δημητρίου άρχισε να υλοποιείται γύρω στο 300 π.Χ. με την ανέγερση του Μουσείου, του πρώτου πανεπιστημίου στον κόσμο. Το Μουσείο ήταν σχολή που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των δύο αθηναϊκών σχολών, του Λυκείου και της Ακαδημίας, και ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν αφιερωμένο στις Εννέα Μούσες, τις προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.

Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι το Μουσείο διέθετε μια πλατωνικού τύπου εξέδρα, όπου υπήρχαν καθίσματα για να συγκεντρώνονται οι φιλόσοφοι. Παράπλευρα υπήρχε ο Αριστοτελικού τύπου χώρος περιπάτου για τις συζητήσεις των επιστημόνων. Μεγάλο χώρο καταλάμβανε κι ο ναός, που ήταν αφιερωμένος στις Μούσες, όπου ο ιερέας – τυπικά ο επικεφαλής του ιδρύματος – τελούσε τα μυστήρια. Αυτό το πρώιμο πανεπιστημιακό συγκρότημα είχε δύο ακόμη κτίσματα, τους κοιτώνες και την εστία. Όσοι κατοικούσαν στο Μουσείο δικαιούνταν διατροφή και μισθοδοσία, τα έξοδα τους αναλάμβανε το βασιλικό ταμείο, ενώ συγχρόνως έχαιραν φορολογικής απαλλαγής. Έτσι τα στελέχη του Μουσείου έκαναν τις έρευνες τους χωρίς να προβληματίζονται από τις καθημερινές έγνοιες, δοσμένοι ολοκληρωτικά στο επιστημονικό τους έργο και λειτουργώντας ως μέλη της λατρευτικής κοινότητας των Μουσών. Εκτός όμως από τον επικεφαλής ιερέα υπήρχε κι ο επιστάτης, ο οποίος ήταν αρμόδιος της διαχείρισης της σχολής. Το Μουσείο όπως και η Βιβλιοθήκη, ήταν ιδιοκτησία του βασιλιά, που διόριζε τους δύο επικεφαλής, συνήθως πρόσωπα της αρεσκείας του. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως από την εποχή του Πτολεμαίου Δ’ του Φιλοπάτορα, τότε δηλαδή που άρχισαν οι διαμάχες ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου, έχουμε εναλλαγή προσώπων στις δυο αυτές δέσεις.

Εκτός όμως από το διωγμό των δύο ανώτερων της σχολής, έχουμε και το διωγμό φιλοσόφων, που ήταν ταγμένοι σε κάποιο διάδοχο. Οι διώξεις αυτές είχαν πάρει, μάλιστα, τέτοιες διαστάσεις, που πολλοί αναφέρουν ότι πολλές πόλεις ήταν γεμάτες από εξόριστους Αλεξανδρινούς επιστήμονες. Ο αρχικός σκοπός του Μουσείου ήταν η έρευνα και, σε συνδυασμό με τη Βιβλιοθήκη, η καταγραφή των πορισμάτων της. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου κι αφού πέρασε στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, το Μουσείο πήρε τη μορφή του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ερευνητές της Αστρονομίας, των Μαθηματικών, της Φυσικής και των άλλων τεχνών δίδασκαν, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, σε 12.000 μαθητές περίπου! Περί το 295 π.Χ. κατασκευάσθηκε και το κτίριο της Βιβλιοθήκης, αφού ήδη ο Πτολεμαίος Α’ είχε χρηματοδοτήσει τον Δημήτριο και το επιτελείο του να συγκεντρώσουν βιβλία απ’ όλο τον κόσμο.

Χρυσό οκτάδραχμο του Πτολεμαίου Γ’, το οποίο εξέδωσε ο γιος του, Πτολεμαίος Δ’, προς τιμήν του θεοποιημένου πατέρα του. British Museum, Public domain, via Wikimedia Commons

Ο Φαληρέας με το δημιουργικό του πνεύμα αντιλήφθηκε ότι για να υπάρξει πρόοδος στον τομέα της γνώσης, δεν χρειάζεται μόνο η σύνθεση μιας σχολής με διαπρεπή μυαλά, αλλά και η καταγραφή και συγκέντρωση των ερευνών σ’ ένα μέρος. Τον ενθουσιασμό του αυτόν τον κληροδότησε στον Πτολεμαίο κι αυτός με τη σειρά του στους διαδόχους του. Η συγκέντρωση των βιβλίων γινόταν έναντι αδρών αμοιβών, αλλά και με πλάγιους τρόπους, όταν η απόκτηση τους ήταν δύσκολη. Για παράδειγμα, ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης ζήτησε από τους Αθηναίους τα πρωτότυπα έργα των μεγάλων τραγικών για να γίνουν πιο πιστές αντιγραφές των κειμένων, πληρώνοντας τους υποθήκη σε περίπτωση καταστροφής. Οι Αθηναίοι, μπροστά στο υπέρογκο χρηματικό ποσό, πρόσφεραν χωρίς να το πολυσκεφτούν τα έργα των τραγικών και ο Πτολεμαίος Γ’ τους επέστρεψε τα αντίγραφα, κρατώντας τα αυθεντικά. Ένας άλλος τρόπος ήταν η κατάσχεση των βιβλίων που μετέφεραν οι επισκέπτες στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, η Βιβλιοθήκη δεν άργησε να γεμίσει, με αποτέλεσμα ο Πτολεμαίος Γ’ να αναγκαστεί να δημιουργήσει ένα παράρτημα της στο Σεράπειο, που κατά τον Ιώσηπο ονομάσθηκε «θυγάτηρ», κόρη δηλαδή της μεγάλης Βιβλιοθήκης.

Η Βιβλιοθήκη ήταν ταξινομημένη σε τομείς, όπως: ρητορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά, ιατρική και ποίηση, η οποία χωριζόταν σε επική, λυρική, τραγική και κωμική. Πριν καταγραφούν οι τόμοι και στεγαστούν στις βιβλιοθήκες, στοιβάζονταν στις αποθήκες του ναυστάθμου για να ακολουθήσει η επιλογή και η πρώτη καταγραφή. Την εποχή του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη ο αριθμός των κυλίνδρων – ονομάζονταν έτσι λόγω του σχήματος τους – έφτανε τις 532.000 και γύρω στα 30.000 πινάκια, ενώ λίγο πριν από την καταστροφή αριθμούσαν τις 700.000 με 800.000! Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης ονομαζόταν διευθυντής και πιθανότατα δεν είχε καμιά σχέση με αυτούς του Μουσείου. Υπό την επίβλεψη του είχε μεγάλο αριθμό επιστημόνων, από αντιγραφείς και μεταφραστές μέχρι καταγραφείς και συλλέκτες.

Καλλίμαχος ο Κυρηναίος

Ο πρώτος διευθυντής που αναφέρεται ήταν ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π.Χ.), γνωστός φιλόσοφος κι ένας από τους πρώτους λεξικογράφους. Πολλά του έργα χάθηκαν κατά τη διάρκεια των καταστροφών. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το Γλώσσαι, που αναφερόταν στην καταγωγή των τότε γνωστών ελληνικών γλωσσών (διαλέκτων), στις διαφορές μεταξύ τους αλλά και στις ομοιότητες τους, καθώς και το Λέξεις Εθνικαί με κεντρικό του θέμα τις ξένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες της εποχής. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος κάλεσε τον Καλλίμαχο (310-240 π.Χ.) για να τον βοηθήσει στις εργασίες της Βιβλιοθήκης. Ο Καλλίμαχος ήταν φιλόσοφος και φιλόλογος από την Κυρήνη κι ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα του βασιλιά, αφού του δινόταν η μοναδική ίσως ευκαιρία να συμμετάσχει στη φιλόδοξη προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των λογοτεχνικών και μη έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Καλλίμαχος βοήθησε στο συντονισμό και στον καταμερισμό των βιβλίων γράφοντας έναν κατάλογο με τον τίτλο Πίνακες, στον οποίο κατέγραψε περίπου 120.000 τίτλους βιβλίων κάθε είδους, τα ονόματα των συγγραφέων, τον αριθμό των στίχων, αλλά και τη χρονολογία συγγραφής του κά8ε έργου.

Ευκλείδης ο Μεγαρεύς Justus van Gent, Public domain,
via Wikimedia Commons

Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, αλλά και οι λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Σουμέριοι και οι Ασσύριοι, είχαν ανεπτυγμένη την έρευνα στην Αστρονομία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο έργο, που θα μπορούσε με τις θεωρίες και τους κανόνες του να στηρίξει την ύπαρξη μιας ολόκληρης επιστήμης. Ο Ευκλείδης, που είχε εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 300 π.Χ., συγκέντρωσε όλα τα γεωμετρικά ευρήματα κι έγραψε το περίφημο βιβλίο Στοιχεία, δίνοντας έτσι τη βάση για τη Γεωμετρία, αλλά και το έναυσμα στις υπόλοιπες, σχετικές επιστήμες. Άλλος επιφανής ερευνητής ήταν ο ιατρός Ηρόφιλος (355-280 π.Χ.) από τη Χαλκηδόνα. Ο Ηρόφιλος άρχισε να κάνει ανατομικές μελέτες και έρευνες, θεμελιώνοντας έτσι την επιστήμη της Ανατομίας.

 

Ηρόφιλος & Ερασίστρατος (πατέρες της ανατομίας) See page for author, CC BY 4.0
via Wikimedia Commons

Ίδρυσε σχολή και μέσα από τις έρευνες του συμπέρανε ότι οι αρτηρίες μεταφέρουν αίμα και όχι αέρα, όπως μέχρι τότε ισχυριζόταν ο Πραξαγόρας. Μπόρεσε να διαχωρίσει τα νεύρα σε αισθητήρια και κινητικά, ενώ περιέγραψε κι ονόμασε τον αμφιβληστροειδή χιτώνα και το άνω τμήμα του λεπτού εντέρου, ως δωδεκαδάκτυλο. Ο μαθητής του, ο Ερασίστρατος από την Κέα, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στον κυρίως εγκέφαλο και στην παρεγκεφαλίδα, αλλά παρατήρησε και τη διαφορά των πτυχώσεων του εγκεφάλου των ζώων και των ανθρώπων και υποστήριξε ότι οι περισσότερες πτυχώσεις δηλώνουν ανώτερη νοημοσύνη. Ο Ερασίστρατος, έχοντας αντίθετες απόψεις σχετικά με τις αρχές και τις μεθόδους της Ιατρικής από αυτές του δασκάλου του, ίδρυσε μια άλλη σχολή και θεμελίωσε τη Φυσιολογία. Εκτός αυτών όμως ιδρύθηκαν κι άλλες κλινικές – οίκοι, όπως του Καλλίμαχου και του Φιλίνου του Κώου, οι οποίες ξεχώριζαν μεταξύ τους από τον τρόπο άσκησης της θεραπείας. Τον Ηροφίλειο Οίκο και την Εμπειρική Ιατρική Σχολή του Φιλήνου, τις ένωσε αργότερα ο Ηρακλείδης του Ταραντίνου σε μία σχολή. Η εξέλιξη αυτών των ιατρικών τομέων διακόπηκε απότομα, γεγονός που έκανε την ιατρική επιστήμη για πάρα πολλούς αιώνες να θεωρείται μυστικιστική τέχνη και τους λειτουργούς της να κατηγορούνται ως μάγοι κι άθεοι.

Σύμφωνα με τις Aιγυπτιακές δοξασίες, το νεκρό σώμα έπρεπε να παραμένει ανέπαφο για να ακολουθήσει τη μεταθανάτια πορεία του. Έτσι, όταν οι Αιγύπτιοι έμαθαν ότι δάσκαλοι και μαθητές των σχολών «έπρατταν ανόσια» στα σώματα των νεκρών, βγήκαν στους δρόμους και μαζί με τους ιερείς διαμαρτυρήθηκαν κατευθυνόμενοι προς τα ανάκτορα. Ο Πτολεμαίος βρέθηκε σε δύσκολη δέση, βλέποντας ότι στα αιτήματα της θιγμένης θρησκοληψίας του λαού πρωτοστατούσαν οι ιερείς και γνωρίζοντας την επιρροή των κληρικών, αποφάσισε αμέσως τη διακοπή των ιατρικών ερευνών και την αποπομπή ορισμένων δασκάλων, για να αποφύγει πιθανή εξέγερση μέσα στην πρωτεύουσα του βασιλείου του. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος, η φιλοσοφική και η τεχνολογική εξέλιξη έφθασαν σε μοναδικά επίπεδα ακμής και προόδου.

Απολλώνιος ο Ρόδιος

Διευθυντής της Βιβλιοθήκης ήταν ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (270-235 π.Χ.) στον οποίο αποδίδονται τα Αργοναυτικά. Ο Έρμιππος, μαθητής του Καλλίμαχου, έγραψε έργο για το Ζωροαστρισμό και τις Περσικές δοξασίες που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια στίχους. Εκείνη την εποχή έγινε και η πρώτη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή οι Εβραίοι είχαν εξελληνιστεί σε τέτοιο βαθμό, που όχι μόνο μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικά, αλλά και χρησιμοποιούσαν Ελληνικά ονόματα. Ο ιερέας Μανέδων μετέφρασε πολλά έργα των Αιγυπτίων, ενώ ο Βήρωσσος ο Χαλδαίος έγραψε στα Ελληνικά την Ιστορία των Βαβυλώνιων. Τέλος, μεταφράστηκαν Ινδικά βιβλία, τα περισσότερα από αυτά βουδιστικού περιεχομένου, τα οποία έφεραν στη Βιβλιοθήκη οι αντιπρόσωποι του βασιλέα Ασόκα, προσωπικού φίλου του Φιλάδελφου.

Ύδραυλος

Γύρω στο 270 π.Χ. ο Κτησίβιος ανακάλυψε την ιδιότητα της διαστολής των αερίων και ασχολήθηκε με τη Μηχανική και τις ενεργειακές πηγές. Κατασκεύασε την ύδραυλο. Μια άλλη εφεύρεση του Κτησίβιου ήταν η υδραντλία, η πρώτη πυροσβεστική αντλία, αλλά και η κατασκευή του ρύτου, ενός μουσικού οργάνου που παρήγαγε μελωδικούς ήχους, καθώς το νερό έπεφτε πάνω στις οπές του. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι κι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν σύλληψη και κατασκευή του Κτησίβιου, επειδή αυτός κατασκεύαζε ήδη οδοντωτούς τροχούς – γρανάζια. Αλλά και ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς (1ος μ.Χ.) απέδιδε την πατρότητα της ατμομηχανής του σε αυτόν.

Ερατοσθένης ο Κυρηναίος

Τέλος, ένα άλλο γνωστό επίτευγμα του μεγαλύτερου μηχανικού – μαζί με τον Αρχιμήδη – της αρχαιότητας, ήταν «η μηχανή του Κτησιβίου», η οποία λειτουργούσε με την πίεση του αέρα και σήκωνε μεγάλα βάρη. Το 245 π.Χ. ο βιβλιοφύλαξ που διαδέχθηκε τον Απολλώνιο ήταν ο Ερατοσθένης (275-194 π.Χ.), μαθητής του Καλλίμαχου και του Λισάνιου. Τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης επειδή από μικρή ηλικία ήταν πολυτάλαντος και ασχολήθηκε με τη Γεωγραφία, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία κ.ά. Πολλά από τα βιβλία που χάθηκαν στις καταστροφές ήταν δικά του. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι τα Γεωγραφικά και το Περί Μετρήσεως της Γης, που εγράφη γύρω στο 240 π.Χ., τότε δηλαδή που ο Ερατοσθένης προσδιόρισε το μέγεθος της Γης από το ποσοστό καμπύλωσης της επιφάνειας της (το υπολόγισε μετρώντας τις γωνίες που σχημάτιζαν οι ακτίνες του ήλιου την ίδια ώρα σε διάφορα σημεία της επιφάνειας της). Στο γεωγραφικό του έργο αναφέρθηκε με δέος ο Στράβωνας τονίζοντας, μάλιστα, ότι οι δυνατότητες του, καθώς και των άλλων επιστημόνων, ήσαν μεγάλες και οφείλονταν στην ύπαρξη της Βιβλιοθήκης.

Καταστροφή της βιβλιοθήκης

Αυτό το λαμπρό επίτευγμα του πολιτισμού δεν έμελλε να επιβιώσει. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρα στο Βρουχείον από τον Αχίλα. Θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι, ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε το Ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία, μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία. Η φωτιά μεταδόθηκε στην ξηρά στο λιμάνι και τότε κάηκε η βιβλιοθήκη του Βρουχείου. To γεγονός πιστοποιεί ο Σενέκας (De tranquillitate animi ΙΧ), παραπέμποντας στον Τίτο Λίβιο, ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρος), ο Δίων Κάσσιος και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος.

Ιούλιος Καίσαρ

Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές ήταν πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, είναι το γεγονός πως από την εποχή της Ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή. Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη. Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση. Το 270 κατά την πολιορκία του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο τμήμα του Βρουχείου. Με τη σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός στο τέλος του 3ου αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση των βιβλιοθηκών και έδωσε εντολή να καούν τα χειρόγραφα που πραγματεύονταν την αιγυπτιακή χημεία.

Καρακάλλας

Η δεύτερη καταστροφή συνέβη επί αυτοκράτορα Καρακάλλα. Ο Καρακάλλας, επιθυμώντας να εκδικηθεί τους Αλεξανδρινούς για τα δηκτικά σχόλια σε βάρος του, όχι μόνον κατέσφαξε όλη την νεολαία της ευγενούς τάξης, αλλά δήμευσε και την περιουσία του Μουσείου, ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης, έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει σχετικά «Και δη τους φιλοσόφους, τους Αριστοτελικούς ονομαζόμενους, τα τε άλλα δεινώς εμίσει, ώστε και τα βιβλία αυτού (του Αριστοτέλη) κατακαύσαι εθελήσαι και τα συσσίτια, α εν τη Αλεξανδρεία είχον, τας τε λοιπάς ωφελείας όσας εκαρπούντο αφείλετο» (OZ’ ζ’ 22). Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος προσπάθησε να επανορθώσει τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν, αλλά έκτοτε το Μουσείο άρχισε να οδηγείται προς την παρακμή, υφιστάμενο μάλιστα και την αντίπραξη της Κατηχητικής Σχολής.

Το 391, με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα του διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και σε μια περίοδο που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί των πόλεων καταστράφηκαν από χριστιανούς. Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής. Έρχεται και η Αραβική κατάκτηση το 642, για να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο Αμπντούλ Φαράγκ, μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα αναφέρει τα εξής: O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ), περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της εύνοιας που απολάμβανε από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν όλα τα βιβλία της πόλης. Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την αξία των παπύρων, ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνιο είναι περιττά. Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος. Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. To συμβάν επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.

Επίλογος

Τι απέγιναν όμως τα χειρόγραφα, όσα τουλάχιστον επιβίωσαν από την καταστροφή; Άλλα στάλθηκαν στη Ρώμη, άλλα βρέθηκαν στην κατοχή μοναστηριών και κατόπιν στις βιβλιοθήκες του Βυζαντίου οι οποίοι τα διέσωσαν και αντέγραψαν από πάπυρους σε περγαμηνές περί το 89%. Άλλα βρέθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη του Καΐρου, άλλα τα έκρυψαν Άραβες λόγιοι για να τα γλιτώσουν από την καταστροφή, ενώ άλλα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές. Αρκεί να αναφέρουμε πως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις δώρισε στο βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Α’ τον περίφημο Αλεξανδρινό κώδικα, ένα πολύτιμο χειρόγραφο του 4ου αιώνα. Οι Αραβοχριστιανοί, έσωσαν και μετέφρασαν πολλά από τα ελληνικά συγγράμματα περί το 8% μέχρι την επέλαση του Ισλάμ οπότε και καταστράφηκαν πολλές λογοτεχνικές αντιγραφές επειδή θεωρήθηκαν αιρετικές και διασώθηκαν μόνο μαθηματικά και αστρονομία.

αναπαράσταση της βιβλιοθήκης αλεξάνδρειας
Ψηφιακή αναπαράσταση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας

Έτσι, η Βιβλιοθήκη τράβηξε το δρόμο της ως το τέλος μέσα από τις σφοδρές κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιθέσεις ενός κόσμου που διαρκώς άλλαζε μορφή. Αν και δεν μπορούμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, να είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογική σειρά των γεγονότων, είμαστε βέβαιοι πως στις πηγές από τις οποίες αντλούμε τη γνώση μας κρύβεται ένα κομμάτι από την αλήθεια. Η Βιβλιοθήκη δεν άντεξε μπρος στο κύμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν σε εκείνη την εποχή. To χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς από τους εχθρούς της δε στάθηκε δυνατό να εκτιμήσει την πραγματική αξία της. Οι Χριστιανοί λόγιοι πολύ αργότερα κατάλαβαν τι έγινε και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να διασώσουν τα λιγοστά ψήγματα που απέμειναν με μια μνημειώδη προσπάθεια αντιγραφής κειμένων στις μοναστικές βιβλιοθήκες, το ίδιο και οι Άραβες.

Βέβαια, ουδείς είναι σε θέση να καταγγείλει κάποιον από τους προαναφερθέντες, ως μοναδικό υπεύθυνο της καταστροφής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ίσως επειδή τελικά, ο υπεύθυνος δεν ήταν μόνο ένας αλλά η καταστροφή της έγινε σταδιακά, ξεκινώντας από την πυρκαγιά επί Ιουλίου Καίσαρα το 48 π.Χ. και με πιθανή οριστική χρονολογία το 297 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού. Τότε φαίνεται να έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στην Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία (amisit regionem) του Βρουχείου: «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15). Και όπως παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος, άλλοτε στη συνοικία αυτή υπήρχε η βιβλιοθήκη «και τώρα η έρημος» (PG 43,249C-252A).

Σύγχρονη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας Carsten Whimster,
via Wikimedia Commons

Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας γνωστοποιείται περί το 1780 και είναι αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ Γκίμπον (εξελ. Εδουάρδος Γίββων) ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης έναντι του Χριστιανισμού, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε την βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα, πρέπει να επισημανθεί ότι σε αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα.

Πηγές

copyright © μετάφραση – επιμέλεια Χείλων

chilonas.com