Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Η Ελληνική Γλώσσα: Γλώσσα και Ιστορία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από το 18ο αι. οι εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ διαφόρων γλωσσών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες αυτές δε μπορεί να είναι τυχαίες,  αλλά ενδεικτικές μιας απώτερης κοινής καταγωγής. Έτσι, η αρχαία ελληνική, η αρχαία ινδική, η λατινική κ.α. γλώσσες εντάχθηκαν σε μια γλωσσική οικογένεια, την ινδοευρωπαϊκή.
  Όσον αφορά την κοιτίδα αυτής της υποθετικής κοινής «πρωτογλώσσας» προτάθηκαν διάφορες περιοχές, λαμβάνοντας υπόψη είτε την κοινή λεξιλογική κληρονομιά των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, είτε τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει κάποια καθολικά αποδεχτή λύση, αφού όλες όσες προτάθηκαν παρέμειναν στο χώρο των υποθέσεων.
  Όσον αφορά το πότε και το πως διαμορφώνεται η ελληνική γλώσσα ως ξεχωριστή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, ήδη τον 14ο αι. π.Χ. η ελληνική υφίσταται ως ιδιαίτερη γλωσσική οντότητα. Επομένως, η γένεση της θα πρέπει να είναι κατά πολύ αρχαιότερο γεγονός.
  Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, η ελληνική γλώσσα φαίνεται να διαμορφώνεται μέσα στον ελλαδικό χώρο γύρω στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Με το ζήτημα βέβαια της διαμόρφωσης της ελληνικής γλώσσας συνδέεται άμεσα και το ζήτημα των προελληνικών γλωσσών, αφού ως γνωστόν ο ελλαδικός χώρος φιλοξένησε παλαιότερους λαούς, που μιλούσαν τις δικές τους γλώσσες κι έτσι οι γλωσσικές επιμειξίες επηρέασαν ολόκληρο το σώμα της γλώσσας.
  Μετά τη διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας, η συνάντηση με τη γραφή αποτελεί το δεύτερο σημαντικό επεισόδιο. Η ελληνική γλώσσα συναντήθηκε με τη γραφή μέσω δύο γραφικών συστημάτων: το αρχαιότερο συλλαβικό και το νεότερο αλφαβητικό. Και τα δύο ήταν δάνεια από την Ανατολή.
Έτσι, το 14ο αι. π.Χ. εισάγεται η συλλαβική γραφή στον ελληνόφωνο μυκηναϊκό κόσμο (γραμμική Β),  ενώ η ίδια γραφή επιλέγεται για να γραφεί και η κυπριακή διάλεκτος. Στη μινωική Κρήτη η γραφή εμφανίζεται πιο νωρίς για να καταγράψει την άγνωστη γλώσσα ή γλώσσες της περιοχής, ιερογλυφική αρχικά (2η χιλιετία π.Χ.), και συλλαβική κατόπιν, την γραμμική Α (μέσα 19ου – μέσα 15ου αι.). Τέλος, στην Κύπρο εμφανίζονται οι πρώιμες (από 15ο αι. π.Χ.) κυπριομινωικές επιγραφές, που καταγράφουν άγνωστες γλώσσες, ενώ το κυπριακό συλλαβάριο χρησιμοποιείται για να καταγράψει και την ετεοκυρπιακή, μια άγνωστη, μη ελληνική γλώσσα.
  Η περίοδος από τον 11ο - 18ο αι. π.Χ., οι λεγόμενοι Σκοτεινοί Αιώνες, χαρακτηρίζεται από αυτάρκεις κοινότητες μικρής συνθετότητας, οι οποίες, κατά τα φαινόμενα, δεν έχουν την ανάγκη της γραφής. Όμως, κατά τον 8ο αι. π.Χ. εμφανίζονται οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές, που βασίζονται στην προσαρμογή ενός φοινικικού προτύπου στις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας. Μέχρι τον 5ο αι. π.Χ. παρατηρεί κανείς μια αυξανόμενη διεύρυνση της χρήσης της γραφής, ενώ σύντομα, ιδίως στην κλασική Αθήνα, μπήκε στην υπηρεσία της δημοκρατίας.
  Μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια η ελληνική γλώσσα είναι ένα μωσαϊκό διαλέκτων. Μέσα από αυτό το μωσαϊκό σύντομα θα ξεχωρίσει η ιωνική διάλεκτος και αργότερα η αττική διάλεκτος, επηρεασμένη από την ιωνική. Η τελευταία θα αποτελέσει τη βάση της ελληνιστικής κοινής, που θα μεταφερθεί με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου σε ολόκληρη την οικουμένη και, μέσω αυτής, η ελληνική θα συναντηθεί με το χριστιανισμό και θα συνυπάρξει με τη λατινική.

ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ:
Οι δέκα κύριοι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας είναι οι εξής:
  • Τοχαρικός: Απαρτίζεται από δύο στενά συγγενείς γλώσσες, που γενικά αναφέρονται απλά ως τοχαρική Α και τοχαρική Β. Οι γλώσσες αυτές εξαφανίστηκαν τον 10ο αι. μ.Χ.
  • Ινδοϊρανικός: Αντιπροσωπεύεται από δύο μεγάλες υποομάδες: την ιρανική και την ινδική. Οι παλαιότερες μαρτυρημένες ιρανικές γλώσσες είναι η αρχαία περσική και η ασβεστική (η ιερή γλώσσα του Ζωροαστρισμού). Όσον αφορά την ινδική ομάδα, βασικός εκπρόσωπος της είναι η σανσκριτική. Η αρχαιότερη μορφή της, γνωστή ως βεδική, είναι η γλώσσα στην οποία παραδόθηκαν προφορικά οι Βέδες.
  • Αρμενικός: Αντιπροσωπεύεται ουσιαστικά από μία και μόνη γλώσσα, την αρμενική.
  • Κλάδος της Ανατολίας: Η αρχαιότερη είναι η παλαϊκή, μια γλώσσα που χάθηκε ήδη από το 18ο αι. π.Χ. Η γλώσσα, όμως, με τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση είναι η χεττιτική, ενώ σημαντική είναι η λουβική, σύγχρονη της χεττιτικής, καθώς και η λυκική. Όλες οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της Ανατολίας είχαν χαθεί στα τέλη της ελληνιστικής εποχής.
  • Ελληνικός: Παρόλο που παρουσίασε σημαντική ποικιλία διαλέκτων σε όλες τις φάσεις της μακράς ιστορίας της, παρέμεινε ουσιαστικά μία και μόνη γλώσσα.
  • Αλβανικός: Η αλβανική, με τις δύο σημαντικότερες διαλέκτους της αποτελεί μόνη της ένα ξεχωριστό κλάδο. Συχνά θεωρείται ότι έχει σχέση με κάποια αρχαία βαλκανική γλώσσα, πιθανώς την ιλλυρική. 
  • Βαλτοσλαβικός: Αποτελείται από δύο υποομάδες: τη βαλτική και τη σλαβική. Ο αρχαιότερος εκπρόσωπος της βαλτικής είναι  η αρχαία πρωσική, αλλά και η λιθουανική και η λεττονική. Για τη σλαβική, έχουμε τη γνωστή σήμερα ως αρχαία εκκλησιαστική σλαβική (μετάφραση της Βίβλου από τους Κύριλλο και Μεθόδιο).
  • Τευτονικός: Αποτελείται από τρεις υποομάδες: Η ανατολική τευτονική, με μοναδική εκπρόσωπο τη γοτθική. Η δυτική τευτονική, που εκπροσωπείται από την αρχαία αγγλική και την αρχαία άνω γερμανική. Και η βόρεια τευτονική, που εκπροσωπείται από την αρχαία ισλανδική.
  • Ιταλικός: Κύριος εκπρόσωπος του κλάδου αυτού είναι η λατινική. Στις ιταλικές γλώσσες περιλαμβάνονται και η φαλισκική, η οσμική, και η ουμβρική, οι οποίες εξαφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα με την εξάπλωση της λατινικής.
  • Κελτικός: Κύριοι εκπρόσωποι του κλάδου αυτού συναντώνται στα βρετανικά νησιά. Σημαντικότερες γλώσσες του, η αρχαία ιρλανδική και η ουαλική.
Εκτός από τις γλώσσες που αναφέρθηκαν υπάρχουν και μερικές άλλες, οι οποίες, αν και ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια, η θέση τους σε αυτή δεν είναι σαφής. Στις «υπολειμματικές γλώσσες»  περιλαμβάνονται η θρακική, η ιλλυρική, η φρυγική, η μεσσαπική και η μακεδονική.

ΚΟΙΤΙΔΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ:
Δε μπορεί να συζητήσει κανείς για το που μιλιόταν μια προϊστορική γλώσσα αν δε γνωρίζει και το πότε μιλιόταν. Οι γλωσσολόγοι συμφωνούν γενικά ότι η διασπορά και η γλωσσική διαίρεση βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη γύρω στο 2500 π.Χ. ή και λίγο νωρίτερα. Δε μπορεί όμως να τεθεί ζήτημα ακριβούς χρονολόγησης, δεδομένου ότι η γλωσσική αλλαγή είναι δυναμική διεργασία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα διήρκεσε πολλούς αιώνες. Και βέβαια ο βαθμός διαφοροποίησης θα πρέπει να διέφερε από περιοχή σε περιοχή.
  Το ινδοευρωπαϊκό λεξιλόγιο, όπως το αποκαθιστά η ιστορικοσυγκριτική μέθοδος, εναρμονίζεται με το πολιτισμικό επίπεδο της ύστερης νεολιθικής ή της πρώιμης εποχής του χαλκού. Πάντως, είναι σχεδόν αδύνατο να τοποθετήσει κανείς την έναρξη της εξάπλωσης της ινδοευρωπαϊκής στην ύστερη εποχή του χαλκού, γιατί έτσι δε θα υπήρχαν χρονικά περιθώρια για τη διαφοροποίηση τους.
  Σχετικά τώρα με την κοιτίδα της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, έχουν προταθεί τα εξής:
    • Η πρωιμότερη προσέγγιση τοποθετεί τους πρωτοϊνδοευρωπαΐους σε μια ευρεία περιοχή της Ευρώπης, που εκτείνεται από τις νότιες ακτές της Βαλτικής μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία κατά τη μεσολιθική εποχή (πριν το 6000 π.Χ. περίπου). Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές γλώσσες πρέπει να εξαπλώθηκαν προς τα νότια από τη βορειοκεντρική Ευρώπη, ενώ τα γλωσσικά ξαδέλφια τους εξαπλώθηκαν προς τα ανατολικά από τις στέπες, μεταφέροντας τις γλώσσες τους στην Ασία.   
    • Η επόμενη προσέγγιση συσχετίζει την εξάπλωση των Ινδοευρωπαίων με τη διασπορά της γεωργίας από την Ανατολία στην Ευρώπη, με έναρξη το 7000 π.Χ. περίπου. Επομένως, οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες πρέπει να μεταφέρθηκαν από την Ανατολία στα δυτικά, πρώτα στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, από την Ελλάδα στην Ιταλία και από τα Βαλκάνια προς το βορρά, κατά μήκος του Δούναβη, στη δυτική και νότια Ευρώπη. Οι ασιατικές γλώσσες ερμηνεύονται μέσω μιας μετακίνησης γεωργικών πληθυσμών προς τις περιοχές της δυτικής στέπας,  όπου αυτοί μετατράπηκαν σε κτηνοτρόφους, για να μετακινηθούν μετά προς τα ανατολικά, στην ασιατική στέπα και να καταλήξουν κατά την εποχή του χαλκού και του σιδήρου στο Ιράν και την Ινδία.   
    • Η Τρίτη θεωρία τοποθετεί την κοιτίδα στην Κεντρική Ευρώπη, στην περιοχή του Δούναβη γενικά και ίσως στα Βαλκάνια (όχι όμως στην Ελλάδα), απ’όπου υποτίθεται ότι γίνεται η διασπορά κατά την ύστερη νεολιθική εποχή. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες αυτής της θεωρίας είναι ότι δε μπορεί να αιτιολογήσει τους Ινδοευρωπαίους της Ασίας, αφού δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για μετακίνηση ντόπιων νεολιθικών πληθυσμών της Ευρώπης ανατολικά, προς τις στέπες.   
    • Η τελευταία θεωρία, η αποκαλούμενη λύση του Κουργκάν, θεωρεί ότι οι Ινδοευρωπαίοι εξαπλώθηκαν στα τέλη της νεολιθικής ή στην εποχή του χαλκού (4500-3000 π.Χ.) από κάποια κοιτίδα στις περιοχές των στεπών της Ευρώπης, δηλαδή την Ουκρανία και τη νότια Ρωσία. Η πορεία της εξάπλωσης μπορεί να ανιχνευτεί μέσα από τα ευρήματα ταφών κάτω από τύμβους (Κουργκάν), οι οποίες συναντώνται αργότερα στα Βαλκάνια, αντιπροσωπεύοντας την αρχική διασπορά των Ινδοευρωπαίων, προς την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και ανατολικά, προς το Καζακστάν, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εξάπλωση των ινδοϊρανικών γλωσσών.
    ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ:
    Η αποκατάσταση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας θεωρείται συνήθως ότι προϋποθέτει την ύπαρξη, σε κάποια εποχή, μιας κοινότητας που μιλούσε την ινδοευρωπαϊκή και η οποία είχε ένα ομοιογενή πνευματικό και υλικό πολιτισμό.
    Το λεξιλόγιο της ινδοευρωπαϊκής, όπως αποκαθίσταται με βάση την ιστορικοσυγκριτική μέθοδο, προσφέρεται ως κατάλληλη αφετηρία για την έρευνα του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού. Η αποκατάσταση του λεξιλογίου είναι περισσότερο ασφαλής, όταν ένας όρος έχει διατηρηθεί σε τρεις ή περισσότερους κλάδους της ινδοευρωπαϊκής, που βρίσκονται σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους. Πολλοί ερευνητές στέκονται επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτή τη λεξιλογική μέθοδο, αφού σε πολλές γλώσσες οι λέξεις αλλάζουν νόημα στην πορεία του χρόνου ή και χάνονται εντελώς.
    Ένας αριθμός ερευνητών θεωρούν ότι θα μπόρεσαν να αποκατασταθούν αποσπάσματα της προφορικής ινδοευρωπαϊκής ποίησης, τα οποία μεταδόθηκαν ουσιαστικά αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων και διασώθηκαν στην πρώιμη ποιητική παράδοση των θυγατρικών γλωσσών. Από τη μελέτη αυτής της ποιητικής γλώσσας θα γινόταν ίσως δυνατό να συγκροτηθεί μια εικόνα των πεποιθήσεων των Ινδοευρωπαίων. Ωστόσο, κατά την ποιητική αποκατάσταση υπάρχει ο κίνδυνος να αποκατασταθούν περισσότερα από όσα πρέπει, αν κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε δύο παράλληλα, αλλά ξεχωριστά, ποιητικά θέματα (π.χ. Εγκωμιασμός) ως κοινή κληρονομιά από τη μητέρα-γλώσσα. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι ποιητικές παραδόσεις είναι ανοικτές στις επιρροές πολλών και διαφορετικών πολιτισμών.
    Τέλος, αρκετοί μελετητές επιχείρησαν να αποκαταστήσουν τον ινδοευρωπαϊκό πολιτισμό μέσα από τη σύγκριση των μύθων και των κοινωνικών θεσμών των ινδοευρωπαϊκών λαών. Ωστόσο, πολλοί έχουν αμφισβητήσει τη μέθοδο αυτή.
    Συνοψίζοντας όλες τις παραπάνω προσεγγίσεις στο ζήτημα της αποκατάστασης του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού, συμπεραίνουμε ότι καμιά δεν είναι ασφαλής ή βέβαιη.

    Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗΣ:
    Η ελληνική γλώσσα προέκυψε από την κοινή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή) μέσω μιας συνεχούς διαδικασίας αλλαγών στη διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιόδου. Είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας σειράς μεταβολών στη φωνητική, τις κλιτικές και παραγωγικές καταλήξεις, το λεξιλόγιο και τη σύνταξη, που έγιναν από τους ομιλητές στη διάρκεια των αιώνων.
    Ο όρος «ελληνική γλώσσα» αποτελεί αφαίρεση, η οποία βασίζεται σε ένα σύνολο διαλέκτων. Κατά την κλασική εποχή οι κύριες διαλεκτικές ομάδες ήταν η δυτική ελληνική (δωρική και διάλεκτοι βορειοδυτικής Ελλάδας), η αιολική, η αττικοϊωνική και η αρκαδοκυπριακή. Ήδη όμως κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. η ελληνική έχει διαχωριστεί σε διαλέκτους. Δε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν υπήρξε ποτέ μια εντελώς ομοιογενής γλώσσα που θα μπορούσε να ονομαστεί «ελληνική», αλλά μπορεί να αποδειχτεί ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν μεταξύ τους τις διαφορετικές ελληνικές διαλέκτους είναι νεότερες γλωσσικές εξελίξεις. Είναι ενδεχόμενο ότι σε πρωιμότερα στάδια της γλώσσας διακρίνονταν όλο και λιγότερες διάλεκτοι.
    Σχετικά με τα συστήματα γραφής, στον ελληνικό χώρο εμφανίστηκαν αρχικά δύο συλλαβικά συστήματα: η γραμμική Β για τη μυκηναϊκή ελληνική και το κυπριακό συλλαβάριο αποκλειστικά για την κυπριακή διάλεκτο. Στα συστήματα αυτά, τα γραφήματα αποδίδουν τις συλλαβές της γλώσσας, ενώ ο αριθμός των συμβόλων (των συλλαβογραμμάτων) είναι περίπου εκατό.
    Ένα άλλο σύστημα γραφής αποτελεί το adjad, κατά το οποίο τα γραφήματα αποδίδουν μόνο τα σύμφωνα μιας γλώσσας, ενώ τα φωνήεντα δε δηλώνονται. Με αυτό το σύστημα γραφής καταγράφονταν οι σημιτικές γλώσσες και γνώρισε μεγάλη διάδοση εξαιτίας της έντονης εμπορικής δραστηριότητας των Φοινίκων, ενώ αποτελεί τον πρόδρομο του ελληνικού αλφαβήτου.
    Τέλος, αλφαβητικά ονομάζονται τα συστήματα, τα οποία αποδίδουν τα φωνήματα μιας γλώσσας. Ο αριθμός των γραφημάτων τους είναι μικρός, συνήθως τριάντα, η εκμάθηση τους εύκολη και στη σύγχρονη εποχή είναι πολύ διαδεδομένα. Ο στόχος των αλφαβητικών συστημάτων είναι να υπάρχει μια μονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ γραφημάτων και φωνημάτων.
    Πέρα των προαναφερθέντων συστημάτων γραφής υπάρχουν και άλλα, πρωιμότερα αυτών, όπως τα εικονικά, τα λογοσυλλαβικά, τα οποία δεν αναλύονται στην παρούσα εργασία. 

    ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ:
    Η αρχαιολογία και η παλαιοντολογία αποκάλυψαν ότι η Βαλκανική χερσόνησος είχε κατοικηθεί πολλές δεκάδες χιλιετιών πριν από την εμφάνιση της ελληνικής. Οι λαοί που συνέθεσαν το τοπικό γλωσσικό υπόστρωμα μιλούσαν πιθανότατα όχι μία, αλλά πολλές γλώσσες,  τις οποίες, για τον ελληνικό χώρο, τις χαρακτηρίζουμε ως προελληνικές.
    Οι γλώσσες, των οποίων η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από μαρτυρίες είναι η ετεοκρητική και η γραμμική Α. Υπάρχουν βέβαια κι άλλες υποθετικές προελληνικές γλώσσες, για τις οποίες υπάρχουν έμμεσες μαρτυρίες, όπως οι αποκαλούμενες μεσογειακές, η πελασγική κ.α. Όμως, καμιά απ’ όλες τις υποθετικές γλώσσες που προτάθηκαν από συγγραφείς δεν κατάφερε να πείσει το σύνολο του επιστημονικού κόσμου. 

    § Γραμμική Α: Τα χρονολογημένα κείμενα σε γραμμική Α της Κρήτης, της Πελοποννήσου και άλλων περιοχών ανήκουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, στην περίοδο απ’ο τα μέσα του 18ου αι. π.Χ. μέχρι τα μέσα του 15ου αι. π.Χ. Η γραμμική Α συγκροτείται από δύο συστατικά: τα ιδεογράμματα (αριθμοί, κλάσματα, σημεία στίξης, παραστάσεις αντικειμένων ή όντων) και τους χαρακτήρες,  που συνδυάζονται συνήθως για να σχηματίσουν ομάδες, διαχωρισμένες κατά κανόνα με κενά ή με διαχωριστικά σημάδια. Οι χαρακτήρες αυτοί είναι περίπου εκατό και, επομένως, είναι πολύ πιθανό να απαρτίζουν συλλαβάριο.
      Μέχρι σήμερα καμιά από τις αποκρυπτογραφικές προσπάθειες δεν κατάφερε να πείσει την επιστημονική κοινότητα, αφού η γραμμική Α δεν παρουσιάζει εμφανή ομοιότητα με καμιά γνωστή γλώσσα, αν και μπορεί κανείς βέβαια να βρει αρκετά κοινά σημεία με πολλές γλώσσες, τα οποία, όμως, δεν αρκούν.

    § Κυπρομινωικές γραφές: Ήδη από το 15ο αι. π.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται στην Κύπρο μια γραφή με την πλήρη σημασία της λέξης, που πολύ σύντομα χώρισε σημαντική ανάπτυξη. Το πρώτο κυπριακό συλλαβάριο, δάνειο ανατολικής προέλευσης, φαίνεται πως αποτελεί παρακλάδι των γραμμικών γραφών του Αιγαίου και γι’ αυτό ο Arthur Evans το χαρακτήρισε «κυπριομινωικό». Δεν άργησε, όμως, να ακολουθήσει μια καθαρά δική του εξέλιξη.
      Μέσα από την ποικιλία των επιγραφών ξεχωρίζουν τρεις διαφορετικές κατηγορίες γραφής:
    • Το βασικό συλλαβάριο της κυπρομινωικής Ι, κυρίαρχο σε 16ο και 15ο αι. π.Χ.
    • Η κυπρομινωική ΙΙ,  επακόλουθο της εγκατάστασης μιας νέας εθνοτικής ομάδας στην ανατολική ακτή του νησιού, οποία υιοθέτησε, όμως φαίνεται την υπάρχουσα γραφή, προσαρμόζοντας την στη δική της γλώσσα.
    • Η κυπρομινωική ΙΙΙ εμφανίζεται ως ένα παρακλάδι, που μιλιέται έξω από το νησί, στην απέναντι συριακή ακτή και που φανερώνει καθαρά τις στενές σχέσεις του νησιού με τους άμεσους γείτονες του της Εγγύς Ανατολής.
         Πάντως, δεν υπήρξε καμιά ένδειξη για το ιδίωμα που μιλούσαν οι κάτοικοι του νησιού και το οποίο ήταν καταγραμμένο στο κύριο συλλαβάριο.

    § Κυπριακό συλλαβάριο: Το κυρίαρχο ωστόσο σύστημα γραφής της Κύπρου είναι το κυπριακό συλλαβάριο, που εμφανίζεται την 1η χιλιετία π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε για να καταγραφεί η κυπριακή διάλεκτος, αλλά και μια γλώσσα, που μας είναι άγνωστη και η οποία συμβατικά αποκαλείται ετεοκυπριακή.
        Το κυπριακό σύστημα γραφής είναι συλλαβικό. Χρησιμοποιείται σε ολόκληρο το νησί με πολυάριθμες τοπικές και χρονολογικές παραλλαγές. Περιέχει πενήντα πέντε συλλαβογράμματα, ενώ ως προς το σχήμα τους είναι απλοί γραμμικοί χαρακτήρες, χωρίς εικονικό περιεχόμενο.
       Το κυπριακό συλλαβάριο επιβιώνει ως τις αρχές της ελληνιστικής εποχής σε ορισμένα απομονωμένα σημεία στο εσωτερικό του νησιού. Γενικά παύει να χρησιμοποιείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και αντικαθίσταται από το ελληνικό αλφάβητο.

    § Ετεοκυπριακή: Ο όρος «ετεοκυπριακή γλώσσα» είναι ένα βολικό όνομα, που κατασκευάστηκε από τους νεότερους επιστήμονες (με βάση τον όρο ετεοκρητική) για να δηλωθεί η συγκεκριμένη τοπική γλώσσα, που εντοπίζεται στις νότιες ακτές και που είμαστε σε θέση να τη διαβάσουμε, αλλά όχι και να την κατανοήσουμε. Για τη γραφική απόδοση της χρησιμοποιείται η κυπριακή συλλαβική γραφή, στην πιο διαδεδομένη της παραλλαγή και η οποία είναι γνωστή ως «κοινό συλλαβάριο».
        Οι υποθέσεις για τη γλωσσική ένταξη της ετεοκυπριακής είναι πολύ επισφαλείς. ‘Όσον αφορά το ζήτημα της καταγωγής, είναι πιθανό το ιδίωμα αυτό να συνδέεται, μέσα από τη Σκοτεινή Περίοδο, που ακολούθησε την εποχή του χαλκού, με μια γλώσσα (ή με μια από τις γλώσσες), που μιλούσαν στο νησί την εποχή του χαλκού.

    § Ετεοκρητική: Το 19ο αι. ο αρχαιολόγος F. Halbherr ανακαλύπτει στις αρχαιολογικές ανασκαφές της αρχαίας Πραισού μια επιγραφή επάνω σε λίθο, γραμμένη σε ελληνικό αλφάβητο, αλλά όχι και σε ελληνική γλώσσα. Η γλώσσα του κειμένου αυτού βαφτίζεται σχεδόν αμέσως ετεοκρητική, αφού επιβεβαιώνει όλα τα στοιχεία της αρχαίας παράδοσης, που ήθελε τους Ετεόκρητες ως τους αρχαιότερους κατοίκους της μεγαλονήσου, οι οποίοι δε μιλούσαν ελληνικά, αλλά κάποια βαρβαρική γλώσσα. Η αρχαία αυτή παράδοση συνδέει ρητά την ετεοκρητική με την εποχή του βασιλιά Μίνωα,  συνεπώς με μια περίοδο προγενέστερη του πρώτου γνωστού σε εμάς ελληνικού πολιτισμού, δηλαδή του μυκηναϊκού.
      Όπως προαναφέρθηκε, η γραφή που χρησιμοποιούν οι Ετεόκρητες είναι το ελληνικό αλφάβητο (υπάρχουν μόνο δύο χαρακτήρες άγνωστοι στα ελληνικά αλφάβητα), ενώ διάφορες ενδείξεις οδηγούν στη σκέψη πως οι φωνητικές αξίες του ετεοκρητικού αλφαβήτου ενδέχεται να είναι παραπλήσιες με τις φωνητικές αξίες του ελληνικού αλφαβήτου.
       Μέχρι σήμερα, οι επιστήμονες δεν έχουν καταφέρει να διακρίνουν αν η ετεοκρητική συγγενεύει με την ινδοευρωπαϊκή ή τη σημιτική οικογένεια ή αν αποτελεί μια απομονωμένη γλώσσα, χωρίς κάποια εμφανή συγγένεια.

    § Γραμμική Β: Πολύ πριν την επινόηση του αλφάβητου,  η ελληνική γλώσσα γραφόταν σε μια γραφή συλλαβική, στην οποία κάθε σύμβολο αντιπροσωπεύει μια προφερόμενη συλλαβή. Αυτό το σύστημα βασίστηκε σε μια παλιότερη γραφή, γνωστή ως γραμμική Α,  που τη χρησιμοποιούσαν στη μινωική Κρήτη για την απόδοση κάποιας άλλης γλώσσας. Η νεότερη μορφή της, που είναι γνωστή ως γραμμική Β, χρησιμοποιόταν κατά το 13ο αι. π.Χ. στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Πύλου, των Μυκηνών, της Τίρυνθας και των Θηβών, καθώς επίσης και στα Χανιά της Κρήτης.
       Η γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Michael Ventris και αποδείχθηκε ότι αποδίδει μια αχαϊκή μορφή της ελληνικής. Η γραφή αυτή αποτελείται από ενενήντα περίπου συλλαβογράμματα και συμπληρώνεται από ένα απλό αριθμητικό σύστημα και εκατό περίπου σύμβολα αγαθών, που χρησιμοποιούνται μαζί με τα αριθμητικά για να δηλώνουν τι είναι αυτό που μετριέται. Συχνά είναι εικαστικά και το νόημα τους είναι προφανές.
       Μετά πάντως την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων, η γραμμική Β χάνεται εντελώς, αφού ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη διοικητική και οικονομική οργάνωση αυτών. Μέχρι και τον 8ο αι. π.Χ. ο ελλαδικός χώρος διακρίνεται για την απώλεια της γραφής, ενώ από τον 8ο αι. και έπειτα η υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου πραγματοποιείται στο πλαίσιο των έντονων επαφών με την ανατολική Μεσόγειο.

    Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ:
    Τα ονόματα και η μορφή των γραμμάτων, καθώς και η αριστερόστροφη γραφή των πρώτων αλφαβητικών γραφών δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι το ελληνικό αλφάβητο συνδέεται στενά με τις βορειοσημιτικές γραφές του τέλους της 2ης και των αρχών της 1ης χιλιετίας π.Χ., στις οποίες αναφερόμαστε συνήθως με το γενικό όνομα «φοινικική γραφή».
       Ο χρόνος εισαγωγής της αλφαβητικής μορφής στην Ελλάδα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, το σημαντικό αυτό γεγονός πρέπει να συνέβη στο τέλος του 9ου  ή στο πρώτο μισό του 8ου αι. π.Χ. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες δεν παρέλαβαν αυτούσια καμιά από τις γνωστές βορειοσημιτικές γραφές, αλλά εισήγαγαν στο αλφάβητο τους τροποποιήσεις που καθιστούσαν ευχερέστερη την καταγραφή της δικής τους γλώσσας. Η σημαντικότερη αλλαγή ήταν η εισαγωγή των φωνηέντων.
       Η προσαρμογή του φοινικικού αλφάβητου στις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας πρέπει να έγινε από κάποιον ή κάποιους, που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες. Δεν αποκλείεται, επομένως, η παραλαβή και η προσαρμογή του να έγινε στις ακτές της Συρίας και της Φοινίκης, όπου υπήρχαν εγκαταστάσεις Ελλήνων κατά τον 9ο και 8ο αι. π.Χ. Είναι,όμως, εξίσου πιθανό ο τόπος παραλαβής να βρίσκεται στην περιοχή του Αιγαίου, όπου μαρτυρείται η παρουσία Φοινίκων κατά την ίδια περίοδο.
       Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, οι παλαιότερες αλφαβητικές γραφές είναι αριστερόστροφες, ακολουθούν δηλαδή τα σημιτικά τους πρότυπα. Ήδη, όμως, από τις αρχές του 7ου αι. οι Έλληνες άρχισαν να γράφουν βουστροφηδόν (προς τα δεξιά, αλλά και παλινδρομικά, αλλάζοντας δηλαδή φορά όταν έφταναν στο τέλος ενός στίχου). Αυτός ο τρόπος γραφής εγκαταλείφθηκε στο τέλος της αρχαϊκής εποχής. Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε ότι η ανάγνωση ήταν στην αρχαιότητα δυσκολότερη απ’ ότι σήμερα, καθώς έλειπαν βοηθήματα, όπως ο χωρισμός των λέξεων και τα σημεία της στίξης.
       Καταλήγοντας, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε με ασφάλεια του λόγους που οδήγησαν τους Έλληνες, τέσσερις περίπου αιώνες μετά την εγκατάλειψη της συλλαβικής γραμμικής Β, στη δημιουργία ενός νέου αλφαβήτου με βάση τη φοινικική γραφή.

    ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ:
    Το χρονικό διάστημα από την έναρξη του δευτέρου αποικισμού έως την έναρξη των αντιπαραθέσεων με τους Πέρσες (περίπου 750-500 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από τη διεύρυνση του χώρου, μέσα στον οποίο αναπτύχθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, αλλά και από τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στις ελληνικές πόλεις.
       Η πρωτοβουλία για την ίδρυση των αποικιών προήλθε από πόλεις, των οποίων ο πληθυσμός ανήκε σε διαφορετικά ελληνικά φύλα (Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς). Καθώς όμως κάθε αποικία παραλάμβανε από τη μητρόπολη το αλφάβητο και τη γλώσσα, μεταφέρθηκαν στις αποικίες τα τοπικά αλφάβητα και οι τοπικές διάλεκτοι. Από την άλλη μεριά, η διασπορά των τοπικών διαλέκτων στις αποικίες, οδήγησε σε μερική διαφοροποίηση των διαλέκτων των αποικιών, λόγω απόστασης ‘η λόγω της ανεξαρτησίας των αποικιών.
       Οι Έλληνες των αποικιών διαμεσολαβούσαν στο εμπόριο μεταξύ της ενδοχώρας και του λοιπού ελληνικού κόσμου και η επικοινωνία αυτή προϋπέθετε, στοιχειωδώς έστω, αμοιβαία γνώση της γλώσσας. Επιπλέον επιδράσεις στη γλώσσα άσκησαν και οι μετακινήσεις μεμονωμένων ατόμων ή μικρότερων ομάδων. Τέλος, με τη διεύρυνση του ελληνικού χώρου και την ανάπτυξη των πόλεων, άρχισαν να αυξάνονται και οι διακρατικές σχέσεις. Μια ιδιαίτερη μορφή διακρατικών σχέσεων ήταν οι σχέσεις μεταξύ μητροπόλεων και αποικιών, μεταξύ των οποίων, όπως είναι ευνόητο, υπήρχαν ιδιαίτεροι δεσμοί.
       Έτσι λοιπόν, ο γραπτός λόγος συνδέεται άμεσα με τις ιστορικές εξελίξεις αυτού του χρονικού διαστήματος. Καταρχήν, η καθιέρωση της αλφαβητικής γραφής διευκόλυνε τη χρήση του γραπτού λόγου σε διάφορους τομείς. Αλλά και αντίστροφα, οι συνθήκες της εποχής συνέβαλαν στην αυξανόμενη χρήση του γραπτού λόγου και προσδιόρισαν τον ιστορικό του χαρακτήρα.


    ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ:
    Σε σχέση με τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, δύο φαινόμενα κυρίως επέδρασαν στη γλώσσα και στην ευρεία χρήση του γραπτού λόγου: η εδραίωση και η διεύρυνση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα αφενός, οι πολυμερείς διακρατικές σχέσεις αφετέρου. Έτσι, κατά τους κλασικούς χρόνους, σε πολλές πόλεις-κράτη έχουν ήδη επικρατήσει τα γραπτά κείμενα, ιδίως για τους νόμους.
        Είναι βέβαια δύσκολο να διακρίνουμε σε ποιο βαθμό είχε πραγματικά διεισδύσει η γραφή στις διάφορες όψεις του ελληνικού πολιτισμού, σε ποιο ποσοστό εξαφάνιζε τα προφορικά στοιχεία του ελληνικού βίου και σε ποια έκταση επέφερε βαθιά αλλαγή. Κι αυτό γιατί είναι πραγματικά εκπληκτικό το πόσο πολλοί Έλληνες συγγραφείς κρατούν αμφιθυμική – αν όχι εχθρική – στάση απέναντι στο γραπτό λόγο. Ο Πλάτων για παράδειγμα αντιμετώπισε επικριτικά την αξία της γραφής.
       Ταυτόχρονα, όμως, η κριτική του υπονοεί ότι πολλοί άλλοι Έλληνες του 4ου αι. π.Χ. αρχίζουν πράγματι να αναζητούν τη γνώση σε γραπτά κείμενα. Οι ανησυχίες του για την αδυναμία της γραφής να οδηγήσει στην αληθινή μόρφωση είναι μέρος μιας προσπάθειας να αναχαιτιστεί η πλημμυρίδα του γραπτού λόγου, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να εισβάλει στο χώρο της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.
       Παρ’ όλα αυτά, όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κλασική Ελλάδα παρέμενε ένας πολιτισμός δημόσιας παρουσίασης, δηλαδή οι δραστηριότητες του ελληνικού πολιτισμού – από τις θρησκευτικές μέχρι τις πολιτικές – παρέμεναν βασικά εστιασμένες στο οπτικό και στο προφορικό. Ίσως μάλιστα ο πολιτισμός της Αθήνας να ήταν ευρύτερα προσιτός, ακριβώς επειδή ήταν προφορικός. Και σε ένα τέτοιο πολιτισμό ακόμη και οι αγράμματοι, μέχρι ενός σημείου, μπορούσαν να συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή.

    Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ:
    Στην αρχαία Ελλάδα, το αποφασιστικό γεγονός ήταν η διαμόρφωση ευρύτερων πολιτικών συνασπισμών και η ίδρυση της Ιωνικής Συμπολιτείας πριν από τους Περσικούς πολέμους και, στη συνέχεια, της Α΄ Αθηναϊκής Ναυτικής Συμμαχίας. Αυτά τα πολιτικά γεγονότα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη πολιτιστικών επαφών, διευκόλυναν τη δημιουργία ευρύτερων γλωσσικών κοινοτήτων.
       Η διαλεκτική μείξη στις ιωνικές περιοχές, υπό την επιρροή της Α΄ Ναυτικής Συμμαχίας, είχε θεμελιώδη σημασία για τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Η αττικοϊωνική κοινή, που προέκυψε τον 4ο αιώνα, είναι το αποτέλεσμα φωνολογικής και μορφολογικής ομαλοποίησης. Την κοινή αυτή μπορούμε να την περιγράψουμε ως σταθεροποιημένη κοινή.
       Το επόμενο στάδιο – της διευρυμένης κοινής – προέκυψε με την μεταφορά της αττικοϊωνικής κοινής πέρα από τη θάλασσα – στην Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία, τη Μικρά Ασία και σε άλλες πιο μακρινές περιοχές του γνωστού κόσμου – με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον αποικισμό που επακολούθησε.
           Το τελευταίο στάδιο στην εξέλιξη της κοινής, το στάδιο της αφομοιωμένης κοινής, χαρακτηρίζεται από επιπρόσθετη γλωσσική διεύρυνση και, ιδιαίτερα, από τη χρήση της για λογοτεχνικούς σκοπούς.
       Πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την ελληνιστική εποχή, η ελληνιστική κοινή, παρά την εξάπλωση της, αρχικά συνάντησε αντίσταση στις αλλόγλωσσες περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, η σταδιακή επικράτηση της ήταν τελικά ολοκληρωτική, με αποτέλεσμα είτε να εξαφανιστεί τελείως η γλώσσα του αυτόχθονος πληθυσμού, είτε να καθιερωθεί η διγλωσσία.
       Η ολοκληρωτική επικράτηση της ελληνιστικής κοινής παρατηρείται σε παραλιακές περιοχές της Ασίας με πολλές ελληνιστικές πόλεις, οι οποίες δέχτηκαν μεγάλο κύμα Ελλήνων μεταναστών από τη Μακεδονία και τη λοιπή Ελλάδα και εξελίχθηκαν σε σημαντικά πολιτισμικά και εμπορικά κέντρα αυτής της περιόδου. Έτσι, η σημιτική ντόπια γλώσσα φαίνεται ότι είχε εξαφανιστεί από τις φοινικικές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας.
       Αντίθετα, σε περιοχές όπου ο πληθυσμός των ελευθέρων μισθωτών αγροτών στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν ήταν οργανωμένος σε πόλεις, η ντόπια γλώσσα εξακολούθησε να είναι το μοναδικό όργανο επικοινωνίας για τους αυτόχθονες των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, που εξακολουθούσαν να ζουν με τον πατροπαράδοτο τρόπο σε χωριά στην ύπαιθρο.
       Διγλωσσία χαρακτηρίζει τα μέλη της ντόπιας ανώτερης τάξης, που, εκτός από τη γλώσσα του τόπου τους, γρήγορα μάθαιναν να χειρίζονται την ελληνιστική κοινή, το γλωσσικό όργανο, με το οποίο ήταν δυνατή η επικοινωνία με τους μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων και η διεκπεραίωση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
       Έτσι, ο ελληνισμός έδωσε σε πολλούς λαούς της Ανατολής τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, καθώς και με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά δεν εξουδετέρωσε τις ιδιομορφίες τους. Απεναντίας, εμπλουτίστηκε από αυτές και μετασχηματίστηκε ο ίδιος.

    ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
    Της περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, η ελληνική γλώσσα στην κοινή της διάλεκτο και, μαζί με αυτήν, κάποιες μορφές ελληνικής παιδείας,  ήταν πια κτήμα ευρύτατων μαζών.
       Κορυφαίο γεγονός στο θρησκευτικό και πνευματικό τομέα υπήρξε η διάδοση του χριστιανισμού και η τελική του επιβολή με αυτοκρατορικά διατάγματα. Η χριστιανική Εκκλησία της Ρώμης και, κατ’ επέκταση, όλης της Δύσης κράτησε τα ελληνικά ως λειτουργική της γλώσσα μέχρι το τέλος του 2ου αι. Ύστερα πέρασε στα λατινικά.
       Στο ανατολικό, όμως, τμήμα οι ελληνόφωνες Εκκλησίες πρωτοστάτησαν στη μετάφραση των βιβλικών κειμένων στις παραδοσιακές γλώσσες της Ανατολής, γεγονός που υπήρξε καταλύτης στην ενίσχυση τους. Μαζί με τις ανώτερες τάξεις, ο ανώτερος κλήρος άρχισε κι αυτός να εγκαταλείπει την ελληνιστική κοινή, ενώ οι Μεγάλοι Πατέρες των Ανατολικών Εκκλησιών του ύστερου 4ου αι. έγραφαν πια σε αττικίζοντα ελληνικά, που ήταν αρεστά σε όσους διέθεταν υψηλή μόρφωση.
       Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα. Στο εσωτερικό της, όμως, επιβίωναν και δεκάδες παραδοσιακές γλώσσες. Τα ελληνικά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξακολούθησαν τη διπλή τους ιστορία ως αττικίζοντα και ως εξελιγμένη μορφή της κοινής. Η διπλή αυτή παράδοση αποτυπώθηκε και στον βυζαντινό χριστιανισμό.
     
    Της Ειρήνης Γ. Χριστάκη


    * « Η ελληνική γλώσσα. Γλώσσα και ιστορία», στο: Α.-Φ. Χριστίδης (εκδ.), Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Εμμανουήλ Τριανταφυλλίδη), 2001, σελ. 121-268