Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας

Εισαγωγή

Σύμφωνα με τους νομπελίστες ποιητές Σεφέρη και Ελύτη ο συνδετικός κρίκος όλων των ιστορικών περιόδων του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι η ελληνική γλώσσα. Ετυμολογικά  η λέξη γλώσσα ετυμολογικά προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις γλωχίν και γλώξ που σημαίνουν κάτι μυτερό.[1] Η σημερινή της μορφή διαμορφώθηκε στο διάβα των αιώνων και γι’ αυτό πέρασε από πολλές εξελικτικές φάσεις. Οι  περίοδοι αυτές είναι: 

  • α) η Πρωτο-ελληνική (μέχρι τον 15ο αι. π.Χ.), 
  • β) η Αρχαία ελληνική (15ος αι.-300 π.Χ.), 
  • γ) η Ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. – 6ος αι. μ.Χ.), 
  • δ) η Μεσαιωνική (6ος αι. -15ος αι.) και 
  • ε) η Νεοελληνική (15ος  – σήμερα).[2]


Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα

Η ελληνική γλώσσα ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και αποτελεί από μόνη της μια ξεχωριστή κατηγορία. Η ιστορία της ξεκινά με τους Προέλληνες (Πελασγούς, Λέλεκες, Κάρες) που συναντήθηκαν «γλωσσικά» με τα ελληνικά φύλλα των Ιώνων, Αχαιών και Δωριέων όταν αυτοί ήρθαν να εγκατασταθούν στον Ελλαδικό χώρο.[3] Ο επόμενος σταθμός στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας είναι η ανάπτυξη του ελληνικού αλφαβήτου με βάση το φοινικικό που είχε μόνο σύμφωνα. Σε αυτό οι Έλληνες προσθέτουν τα φωνήεντα και δημιουργούν την αρχαϊκή ελληνική γραφή (9ος αιώνας π. Χ.), η οποία χαρακτηρίζεται από τα κεφαλαία γράμματα, την απουσία διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις, αλλά και τις διαφορές τόσο στη γραφή όσο και στην ομιλία ανάλογα με τον γεωγραφικό τόπο διαμονής.

Οι τρεις αρχαιοελληνικές διάλεκτοι

Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται τρείς διάλεκτοι στον αιγιακό χώρο: η ιωνική (Αττική και ιωνικά παράλια Μικρασίας), η αιολική (Θεσσαλία και Αιολία, δηαλδή στην Μικρασία, απέναντι  από τη Λέσβο) και η δωρική (Πελοπόννησος και νότια Μικαρασιάτικα παράλια απέναντι από τη Ρόδο).

Η ιωνική χρησιμοποιείται για τη δημιουργία του έπους, της λυρικής ποίησης, της ιστοριογραφίας, του δράματος (τραγωδία, κωμωδία), της ρητορείας και της φιλοσοφίας και εξελίσσεται στην αττική διάλεκτο. Η αιολική βοηθάει στην καλλιέργεια της μελικής ποίησης, ενώ η δωρική στην χορική ποίηση και το ειδύλλιο.[4]

Η ελληνιστική κοινή. Η γλώσσα των Ευαγγελίων

Η αττική διάλεκτος με τις κατακτήσεις του μεγάλου Αλεξάνδρου έρχεται σε επαφή με πολλούς ξένους πολιτισμούς και γλώσσες, με αποτέλεσμα τη γέννηση της ελληνιστικής κοινής γλώσσας, την διεθνή γλώσσα της εποχής (όπως είναι τα αγγλικά σήμερα). Στην ελληνιστική κοινή, η γλώσσα απλοποιείται, καθώς πολλές λέξεις από την αττική διάλεκτο χάνονται, καινούργιες προστίθενται και εισάγονται ξένες, ενώ άλλες που προϋπήρχαν αλλάζουν σημασία.

Η αττικίζουσα διάλεκτος

Τον 1ο αι. π.Χ. Αλεξανδρινοί λόγιοι θέλοντας να επαναφέρουν την πολιτιστική ακμή του 5ου αιώνα π.Χ. αρχίζουν να διδάσκουν την αττική διάλεκτο σαν γλώσσα πνευματικής καλλιέργειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το γλωσσικό διχασμό μεταξύ της λόγιας αττικίζουσας γλώσσας των μορφωμένων εκείνης της εποχής και της ελληνιστικής κοινής του λαού.[5]  Αξιοσημείωτο είναι ότι η αττικίζουσα διάλεκτος χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στα διαγγέλματα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως

Η Μεσαιωνική (πρώιμη και όψιμη)

Στη Μεσαιωνική περίοδο της ελληνικής γλώσσας και συγκεκριμένα τους δυο πρώτους αιώνες (4ος-6ος αιώνας) της πρώιμης μεσαιωνικής γλώσσας (4ος-11οςαιώνας) συνυπάρχουν τρεις γλωσσικές διάλεκτοι: η αττικίζουσα των λογίων, η δημώδης του λαού και η λατινική της διοίκησης. Αυτό ισχύει μέχρι και την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού (482-565 μ. Χ.), ενώ στη συνέχεια -από τον 7ο αιώνα μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης- συνυπάρχουν η δημώδης του λαού και η αττικίζουσα σε συνάρτηση με την αρχαΐζουσα των λογίων και της κρατικής γραφειοκρατίας.[6]

Αυτή που εξελίσσεται είναι η δημώδης γλώσσα, η οποία εμπλουτίζει το λεξιλόγιό της με νέες λέξεις από τη λατινική γλώσσα για τη διοίκηση, τα  τοπωνύμια, τις ονομασίες ημερολογιακών μηνών, καθώς και καταλήξεις, όπως: -άτος, -άριος, -πούλος, κ.ά.[7] Επίσης, γλωσσικά δάνεια υπάρχουν και από την επαφή με τους Σλάβους και τους Άραβες.

Τέλος, κατά την όψιμη περίοδο της μεσαιωνικής ελληνικής (12ος 15ος αι.)  σχηματίζονται νέες σύνθετες λέξεις και νέες καταλήξεις, όπως:  –ας, -σιμον, -ίκιον, -εα.[8] Οι τελευταίες αλλαγές οδηγούν στη δημιουργία των κύριων χαρακτηριστικών της νεοελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έπος του Διγενή Ακρίτα (12ος αιώνας), το οποίο θεωρείται η απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Η Νεοελληνική

Η περίοδος της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται από τη χρήση μιας λαϊκής ελληνικής γλώσσας με τοπικούς ιδιωματισμούς (ο ιδιωματισμός έχει μικρές διαφοροποιήσεις από την κοινή γλώσσα και χρησιμοποιείται σε περιορισμένο τόπο, π.χ. το κρητικό ιδίωμα) και διαλέκτους, με πολλά γλωσσικά δάνεια από την τουρκική και τη βενετσιάνικη γλώσσα (ανάλογα με τους εκάστοτε κατακτητές της περιοχής). Από αυτές σήμερα θεωρούνται ως επίσημοι διάλεκτοι (διάλεκτος θεωρείται  η γλωσσική  μορφή που χρησιμοποιείται από τον πληθυσμό μιας μεγάλης γεωγραφική περιοχής και παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε φωνητικό, συντακτικό και λεξιλογικό επίπεδο από την επίσημη γλώσσα) τα ποντιακά, τα κατωϊταλικά και τα τσακώνικα.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε το «γλωσσικό ζήτημα», καθώς διαμορφώθηκαν δυο γλωσσικές τάσειςˑ η πρώτη θεώρησε ότι τα αρχαία είναι η κατάλληλη γλώσσα του γένους, ενώ η δεύτερη την κοινή προφορική γλώσσα. Ο Αδαμάντιος Κοραής πρότεινε την «μέση οδό», με αποτέλεσμα την δημιουργία της καθαρεύουσας, την οποία υιοθετεί το επίσημο Ελληνικό Βασίλειο. Με τον τρόπο αυτό, στην πρωτεύουσα Αθήνα δημιουργείται από τους λόγιους Φαναριώτες η Ρομαντική Αθηναϊκή Λογοτεχνική Σχολή, η οποία μέχρι το 1880 εκφράζεται στην αρχαΐζουσα (ακραία μορφή καθαρεύουσας), ενώ στα Επτάνησα λόγω του Σολωμού επικρατεί η δημοτική.

Το 1888 ο Ιωάννης Ψυχάρης με το βιβλίο του Το Ταξίδι υπερασπίζεται την δημοτική γλώσσα του λαού (η γλώσσα των «μαλλιαρών», όπως ονομαζόταν), ενώ το 1901 και το 1903 με τα γνωστά «Ευαγγελικά» (μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική) και «Ορεστειακά» (μετάφραση της τραγωδίας του Αισχύλου στη δημοτική) αντίστοιχα, ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του. Ο γλωσσικός δυισμός συνεχίζεται και το 1911 όταν με την συνταγματική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου η καθαρεύουσα ορίζεται επίσημη γλώσσα του κράτους. Μόλις το 1917 με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τη συνδρομή του Μανόλη Τριανταφυλλίδη αρχίζει να διδάσκεται η δημοτική στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Το 1964 για πρώτη φορά καθιερώνεται (πρωθυπουργία Γ. Παπανδρέου) η ισοτιμία δημοτικής-καθαρεύουσας, ενώ το 1976 -μετά την πραξικοπηματική παρένθεση επαναφοράς της καθαρεύουσας- ο υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης λύνει οριστικά το «γλωσσικό ζήτημα» και η δημοτική γίνεται επίσημη γλώσσα του Ελληνικού κράτους.[9]

Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης, ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος. Κατάγεται από τα Χανιά και εργάζεται στο ιατρείο του στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι συγγραφέας πέντε ερευνητικών βιβλίων για την μουσικοχορευτική παράδοση της Κρήτης και χορευτής ελληνικών παραδοσιακών χορών για 36 χρόνια.

Βιβλιογραφία

  1. Βούρτσης Ι., «Εξέλιξη και διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας», στο Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε., κ.ά., Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, τόμος Α, Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του Ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 247-305.
  2. Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα3

[1]Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα, 32008.

[2]Ι. Βούρτσης, «Εξέλιξη και διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσα», στο Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε. κ.ά., Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, τόμος Α, Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του Ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 257.

[3]Ό.π., σ. 258-259.

[4]Ό.π., σ. 266-280.

[5]Ό.π., σ. 281-293.

[6]Ό.π., σ. 290-294.

[7]Ό.π., σ. 292.

[8]Ό.π.,  σ. 293.

[9]Ό.π.,  σ. 299-301.


fractalart.gr

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Ι. Θ. Κακριδής: Η ασπίδα του Αχιλλέα

Όταν ο Αχιλλέας, παραμερίζοντας το θυμό του, αποφασίζει να βγει ξανά στη μάχη και να σκοτώσει τον Έχτορα, για να εκδικηθεί ιό θάνατο του Πάτροκλου, βρίσκεται δίχως όπλα. Γιατί την αρματωσιά του την είχε φορέσει ο φίλος του, και τώρα έχει πέσει κούρσος στα χέρια του με­γάλου αντίμαχου. 


Τα καινούργια άρματα που χρειάζονται στον Αχιλλέα θ’ αναγκαστεί η μητέρα του η Θέτιδα να ανεβεί στον Όλυμπο και να παρακαλέσει τον Ήφαιστο να του τα μαστορέψει.

Ο θεός, που δεν ξεχνάει πόση καλοσύνη του είχε δείξει η Θέτιδα σε χρόνια πιο παλιά, είναι πρόθυμος να πάρει πάνω του τον κόπο να φτιάξει την καινούργια πανοπλία. 
Αφήνει λοιπόν τη γυναίκα του να της κρατάει στο μεταξύ συντροφιά, κι αυτός κλείνεται στο εργαστήρι του, ανάβει τα καμίνια του και στρώνεται στη δουλειά.
Άρματα μαστορεμένα από τέτοιο θεό και προορισμένα να σκεπάσουν το κορμί ενός τέτοιου ήρωα δεν μπορεί παρά να ξεπερνούν στην ομορφιά και στην αντοχή κάθε άλλη αρματωσιά φτιαγμένη από χέρια θνητά: 
Ο θώρακας λάμπει σα φλόγα, το κράνος είναι πανώριο, πλουμιστό, με φούντα μαλαματένια, οι κνημίδες καμωμένες από φτενό καλάι. Μα πάνω απ’ όλα τ’ άλλα είναι η ασπίδα, που ο Ήφαιστος θα δουλέψει για ώρα πολλή. 
Για να γίνει στέρεη, θα την κάνει με πέντε απανωτές στρώσεις, δυο από καλάι, δυο από μπρούντζο και μια, τη μεσαία, από μάλαμα. Κι έπειτα θα την πλουμίσει όσο δεν πλουμίστηκε καμιά ασπίδα στον κόσμο.
Η ασπίδα είναι στρογγυλή κι η εξωτερική της επιφάνεια θα σκεπαστεί ολόκληρη με εικόνες από χρυσάφι, ασήμι, καλάι και άλλα πολύτιμα ολικά, καταταγμένες σε πέντε ομόκεντρους κύκλους. Στο μεσαίο ο Ήφαιστος «βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω, βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, κι’ όλα τ’ αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό…»

Ο δεύτερος από μέσα κύκλος παρασταίνει δύο πολιτείες, τη μία σε ώρες ειρηνικές, την άλλη σε άγριες ώρες πολέμου. Η πρώτη παράσταση είναι χωρισμένη σε δυο εικόνες: από τη μια έχουμε δυο άντρες πού δικάζονται στην αγορά, από την άλλη έναν γάμο.
«Κι ακόμα παίρνει βάζει απάνω του δυο πολιτείες ανθρώπων,
πανέμορφες· στη μια ξεφάντωσες ιστόρησε και γάμους·
τις νύφες παίρναν απ’ τα σπίτια τους με φώτα, με λαμπάδες,
και τις περνούσαν με νυφιάτικα τραγούδια από τις ρούγες.
»
Ιλιάδα Σ 490-494. Μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή.

Στους δυο ακόλουθους κύκλους βλέπουμε ζευγολάτες πού οργώνουν, εργάτες πού θερίζουν, κοπέλες και παλικάρια πού τρυγούν, έπειτα βόδια και πρόβατα που βόσκουν, τέλος έναν χορό.

Όλες αυτές οι τόσο κινημένες σκηνές της γης θα κλειστούν με τον τελευταίο, τον εξώτατο κύκλο, πού παρασταίνει, τον Ωκεανό. Γιατί για τους αρχαίους Έλληνες ο Ωκεανός ήταν ένα φαρδύ ποτάμι πού έζωνε τη γη ολόκληρη.

Η περιγραφή αυτή της ασπίδας του Αχιλλέα γέννησε πλήθος προβλήματα στους φιλόλογους και στους αρχαιολόγους. 
Άλλοι πίστεψαν πως ο Όμηρος περιγράφει εδώ μια πραγματική ασπίδα, παρεξηγώντας μάλιστα κάπου κάπου τ’ απεικονίσματά της. 
Άλλοι παρατήρησαν πως η τεχνική της διακόσμησης και ορισμένα θέματα προδίνουν μυκηναϊκή καταγωγή και γι’ αυτό υποστήριξαν πως η ασπίδα ολόκληρη πρέπει να είναι μυκηναϊκή, ορθογώνια λοιπόν, όχι κυκλική. 
Βρέθηκαν άλλοι πού πίστεψαν πως έτσι που ή περιγραφή της Ασπίδας με τις ειρηνικές της σκηνές κόβει απότομα την έντονη πολεμική δράση της Ιλιάδας, δεν μπορεί να είναι γνήσιο έργο του Όμηρου, αποτελούσε λοιπόν αρχικά ένα αυθυπόστατο μικρό έπος, που προστέθηκε αργότερα στο σώμα της Ιλιάδας.

Φυσικά, εδώ δεν μπορούμε να συζητήσουμε τις γνώμες αυτές· θα δώσουμε μόνο τι πιστεύουμε σήμερα για την Ασπίδα κι έπειτα Θα προχωρήσουμε στην ανάλυση της.

Ο Όμηρος δεν περιγραφεί εδώ μια πραγματική ασπίδα. 
Ζώντας τον 8ο π.Χ, αιώνα ξέρει βέβαια τις σύγχρονες του κυκλικές ασπίδες, που η διακόσμηση τους γίνεται σε επάλληλους κι αυτή κύκλους· από την άλλη μεριά η τεχνική της Ασπίδας και μερικά από τα θέματα της δείχνουν πόσο δυνατή είναι ακόμα η θύμηση της μυκηναϊκής τέχνης μέσα στην παράδοση υστέρα από τέσσερις αιώνες. 
Η γενική όμως σύλληψη και η οργάνωση του υλικού είναι, έργο του Όμηρου: τα δάνεια στοιχεία ανακατώθηκαν με επινοήματα του ίδιου του ποιητή και -το σπουδαιότερο- από στοιχεία των εικαστικών τεχνών μετασχηματίστηκαν σε στοιχεία της τέχνης του λόγου. Γιατί οι εικαστικές τέχνες -ζωγραφική, πλαστική κλπ.- εργάζονται μέσα στο χώρο, όχι στο χρόνο, κι έτσι από ένα θέμα πού αναπτύσ­σεται μέσα στο χρόνο δεν μπορούν να δώσουν παρά μια στιγμή του μόνο, ας είναι και την κορυφαία.

Αντίθετα ο Όμηρος σαν ποιητής που είναι δίνει το θέμα του στη χρονική συνέχεια του. Στην πολεμική σκηνή να πούμε της πολιτείας που βρίσκεται πολιορκημένη έχουμε πρώτα το τελεσίγραφο του εχθρικού στρατού να τους παραδώσουν τα μισά πλούτη που κρύβει μέσα η πόλη, αλλιώς θα την κούρσευαν ολάκερη πατώντας τη. Οι πολιορκημένοι αρνιούνται κι ετοιμάζονται για καρτέρι. Αφή­νουν τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες μέσα στην πολιτεία κι οι άντρες ξεκινούν, φτάνουν στον ποταμό κι εκεί κρύβονται περιμένοντας τα βόδια και τ’ αρνιά των πολιορκητών. 
Κι όταν τα κοπάδια κατεβαίνουν στο ποτάμι για να ποτιστούν, εκείνοι χύνονται, τ’ αρπάζουν και σκοτώνουν τους βοσκούς. Ο άλλος στρατός, ακούγοντας τη φασαρία, τρέχει, τους προφταίνει, κι έτσι αρχίζει ή μάχη. Όλη αυτή τη μακριά ιστορία πώς θα μπορούσε ποτέ ένα έργο της εικαστικής τέχνης να την κλείσει σε μιαν εικόνα μέσα;
«Κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι,
με αφράτο χώμα, τριπλογύριστο· πολλοί ζευγάδες μέσα
φέρναν τρογύρα τα ζευγάρια τους κι όργωναν δώθε κείθε·
και κάθε που γύριζαν κι έφταναν στου χωραφιού την άκρα,
τους ζύγωνε ένας και τους έδινε κρασί γλυκό μια κούπα…
»
Ιλιάδα Σ 542-545. Μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή.

Ο κεντρικός κύκλος παράσταινε τη γη και τη θάλασσα, τον ήλιο και το φεγγάρι και τ’ αστέρια την εξωτερική πάλι ζώνη τη γέμιζε το πλατύ ρέμα του Ωκεανού. Ανάμεσα στα κοσμικά στοιχεία αυτά βρίσκεται κλεισμένη η ζωή του ανθρώπου, όπως παρουσιάζεται στις τρεις μεσαίες ζώνες. 
Μήπως και στην πραγματικότητα ή ανθρώπινη ζωή δε βρίσκεται, περιορισμένη και καθορισμένη από τα φυσικά στοιχεία; Ο άνθρωπος παλεύει δουλεύοντας πάνω στη γη και –σπανιότερα- πάνω στη θάλασσα. Γύρω του -κατά την αντίληψη των αρχαίων- κυλάει τα νερά του ο Ωκεανός, πάνω του απλώνεται ο ουρανός. 
Ο ήλιος βγαίνοντας και βα­σιλεύοντας του καθορίζει τις ώρες της δουλείας και τις ώρες της ανάπαψης. 
Του φεγγαριού οι φάσεις τον οδηγούν να προσδιορίσει τους μήνες και τα χρόνια πού γυρίζουν, τ’ αστέρια να ταξιδεύει μέσα στη νύχτα και ακόμα να βρίσκει πότε ν’ αρ­χίσει την κάθε δουλειά του χωραφιού.

Από τις σκηνές που παρασταίνονται στους μεσαίους κύκλους οι πρώτες αναφέρονται στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου: απονομή δικαιοσύνης και γάμος. Σε αυστηρή αντιστοιχία το τελευταίο θέμα από τις σκηνές αυτές είναι πάλι παρμένο από την κοινωνική ζωή: χορός. Εκεί, μέσα στη συνοδεία του γάμου, τραγουδούσαν οι νιοι χορεύοντας στους ήχους του αυλού και της κιθάρας εδώ χορεύουν νιοι και νιές μαζί, και το χορό τους τον ρυθμίζει ο θείος αοιδός με το τραγούδι του και την κιθάρα.

Οι καθαυτό μεσαίες σκηνές παρουσιάζουν τις βασικές μορφές της γεωργικής ζωής του ανθρώπου: όργωμα, θερισμός, τρύγος, κτηνοτροφία. Νιώθεις όλο το μόχθο του ανθρώπου που δουλεύει τη γη, μαζί του όμως ζεις και τη χαρούμενη ικανοποίηση που δίνει ή δουλειά και καθαυτή και για την καλή σοδειά που θα φέρει.

Ο αρχαίος Έλληνας νιώθει πως δεν μπορεί να εξαντλήσει την πληρότητα της ζωής παρά μόνο με την κατάφαση όλων των αντιθέσεων που κλείνει. Έτσι κι εδώ βλέπουμε τον Όμηρο ν’ αναπλάθει τον κόσμο ολόκληρο χύνοντας το φως των στίχων του στη ζωή των ανθρώπων της πολιτείας και στη ζωή των ξωμάχων, στη ζωή των άντρων –δικαστήριο- και στη ζωή των γυναικών -γάμος-, στα έργα του πολέμου και στα έργα της ειρήνης, στη σοβαρή δουλειά με το μόχθο της και στη γιορτή με τις χαρές της, στις οιμωγές των λαβωμένων και στα τραγούδια των χαροκόπων.

Μέσα στην αποκλειστικά πολεμική ατμόσφαιρα της Ιλιάδας, μέσα στα ηρωικά κατορθώματα και στο θάνατο τόσων παλικαριών, η περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα μας ανοίγει μια σειρά από εικόνες, όπου ο πόλεμος είναι μια μόνο φάση της ζωής και όχι η πιο σημαντική. 
Οι ειρηνικές σκηνές υπερισχύουν εδώ. Και οι μεγάλοι ήρωες με τα τιμημένα ονόματα παραμερίζονται για μια στιγμή· ο ποιητής μας μιλεί τώρα για τις χαρές και τους καημούς του «απλού ανώνυμου λάου. Αυτό δε θα πει πως άλλος πρέπει να είναι ο ποιητής της Ασπίδας και άλλος ο ποιητής της υπόλοιπης Ιλιάδας. Ένας μεγάλος δημιουργός, όπως στάθηκε ο Όμηρος, είναι πάντα πολύφωνος· γι’ αυτό μπορεί και κλείνει μέσα στην ψυχή του όλο τον κόσμο, όλες τις ομορφιές του, όλες τις χαρές του κι όλους τους πόνους του. Ωστόσο σαν να ήθελε να υποδηλώσει πως όσο και να ψάλλει πολέμους, μια φορά η καρδιά του δεν ανήκει σ’ αυτούς, πως η αγριότητα τους είναι ξένη με την ψυχή του, παρουσίασε τον ίδιο τον εαυτό του να ψάλλει -μοναδική φορά μέσα στην Ιλιάδα- όχι στο στρατόπεδο των Ελλήνων, ούτε μέσα στην πολιορκημένη Τροία, παρά μέσα στην Ασπίδα, ανάμεσα στους νέους και στις κοπέλες πού χορεύουν -ο θείος αυτός αλήθεια τραγουδιστής…

Πηγή: Basset S. E., W. Schadewalt, Ι. Θ. Κακριδής. Μελέτες για την ασπίδα του Αχιλλέα, μτφρ. Ό. Κομνηνού-. Κακριδή. Αθήνα: Εστία 1965.

eranistis