Σύμφωνα με τους νομπελίστες ποιητές Σεφέρη και Ελύτη ο συνδετικός κρίκος όλων των ιστορικών περιόδων του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα είναι η ελληνική γλώσσα. Ετυμολογικά η λέξη γλώσσα ετυμολογικά προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις γλωχίν και γλώξ που σημαίνουν κάτι μυτερό.[1] Η σημερινή της μορφή διαμορφώθηκε στο διάβα των αιώνων και γι’ αυτό πέρασε από πολλές εξελικτικές φάσεις. Οι περίοδοι αυτές είναι:
- α) η Πρωτο-ελληνική (μέχρι τον 15ο αι. π.Χ.),
- β) η Αρχαία ελληνική (15ος αι.-300 π.Χ.),
- γ) η Ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. – 6ος αι. μ.Χ.),
- δ) η Μεσαιωνική (6ος αι. -15ος αι.) και
- ε) η Νεοελληνική (15ος – σήμερα).[2]
Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα
Η ελληνική γλώσσα ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και αποτελεί από μόνη της μια ξεχωριστή κατηγορία. Η ιστορία της ξεκινά με τους Προέλληνες (Πελασγούς, Λέλεκες, Κάρες) που συναντήθηκαν «γλωσσικά» με τα ελληνικά φύλλα των Ιώνων, Αχαιών και Δωριέων όταν αυτοί ήρθαν να εγκατασταθούν στον Ελλαδικό χώρο.[3] Ο επόμενος σταθμός στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας είναι η ανάπτυξη του ελληνικού αλφαβήτου με βάση το φοινικικό που είχε μόνο σύμφωνα. Σε αυτό οι Έλληνες προσθέτουν τα φωνήεντα και δημιουργούν την αρχαϊκή ελληνική γραφή (9ος αιώνας π. Χ.), η οποία χαρακτηρίζεται από τα κεφαλαία γράμματα, την απουσία διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις, αλλά και τις διαφορές τόσο στη γραφή όσο και στην ομιλία ανάλογα με τον γεωγραφικό τόπο διαμονής.
Οι τρεις αρχαιοελληνικές διάλεκτοι
Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται τρείς διάλεκτοι στον αιγιακό χώρο: η ιωνική (Αττική και ιωνικά παράλια Μικρασίας), η αιολική (Θεσσαλία και Αιολία, δηαλδή στην Μικρασία, απέναντι από τη Λέσβο) και η δωρική (Πελοπόννησος και νότια Μικαρασιάτικα παράλια απέναντι από τη Ρόδο).
Η ιωνική χρησιμοποιείται για τη δημιουργία του έπους, της λυρικής ποίησης, της ιστοριογραφίας, του δράματος (τραγωδία, κωμωδία), της ρητορείας και της φιλοσοφίας και εξελίσσεται στην αττική διάλεκτο. Η αιολική βοηθάει στην καλλιέργεια της μελικής ποίησης, ενώ η δωρική στην χορική ποίηση και το ειδύλλιο.[4]
Η ελληνιστική κοινή. Η γλώσσα των Ευαγγελίων
Η αττική διάλεκτος με τις κατακτήσεις του μεγάλου Αλεξάνδρου έρχεται σε επαφή με πολλούς ξένους πολιτισμούς και γλώσσες, με αποτέλεσμα τη γέννηση της ελληνιστικής κοινής γλώσσας, την διεθνή γλώσσα της εποχής (όπως είναι τα αγγλικά σήμερα). Στην ελληνιστική κοινή, η γλώσσα απλοποιείται, καθώς πολλές λέξεις από την αττική διάλεκτο χάνονται, καινούργιες προστίθενται και εισάγονται ξένες, ενώ άλλες που προϋπήρχαν αλλάζουν σημασία.
Η αττικίζουσα διάλεκτος
Τον 1ο αι. π.Χ. Αλεξανδρινοί λόγιοι θέλοντας να επαναφέρουν την πολιτιστική ακμή του 5ου αιώνα π.Χ. αρχίζουν να διδάσκουν την αττική διάλεκτο σαν γλώσσα πνευματικής καλλιέργειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το γλωσσικό διχασμό μεταξύ της λόγιας αττικίζουσας γλώσσας των μορφωμένων εκείνης της εποχής και της ελληνιστικής κοινής του λαού.[5] Αξιοσημείωτο είναι ότι η αττικίζουσα διάλεκτος χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στα διαγγέλματα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
Η Μεσαιωνική (πρώιμη και όψιμη)
Στη Μεσαιωνική περίοδο της ελληνικής γλώσσας και συγκεκριμένα τους δυο πρώτους αιώνες (4ος-6ος αιώνας) της πρώιμης μεσαιωνικής γλώσσας (4ος-11οςαιώνας) συνυπάρχουν τρεις γλωσσικές διάλεκτοι: η αττικίζουσα των λογίων, η δημώδης του λαού και η λατινική της διοίκησης. Αυτό ισχύει μέχρι και την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού (482-565 μ. Χ.), ενώ στη συνέχεια -από τον 7ο αιώνα μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης- συνυπάρχουν η δημώδης του λαού και η αττικίζουσα σε συνάρτηση με την αρχαΐζουσα των λογίων και της κρατικής γραφειοκρατίας.[6]
Αυτή που εξελίσσεται είναι η δημώδης γλώσσα, η οποία εμπλουτίζει το λεξιλόγιό της με νέες λέξεις από τη λατινική γλώσσα για τη διοίκηση, τα τοπωνύμια, τις ονομασίες ημερολογιακών μηνών, καθώς και καταλήξεις, όπως: -άτος, -άριος, -πούλος, κ.ά.[7] Επίσης, γλωσσικά δάνεια υπάρχουν και από την επαφή με τους Σλάβους και τους Άραβες.
Τέλος, κατά την όψιμη περίοδο της μεσαιωνικής ελληνικής (12ος – 15ος αι.) σχηματίζονται νέες σύνθετες λέξεις και νέες καταλήξεις, όπως: –ας, -σιμον, -ίκιον, -εα.[8] Οι τελευταίες αλλαγές οδηγούν στη δημιουργία των κύριων χαρακτηριστικών της νεοελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έπος του Διγενή Ακρίτα (12ος αιώνας), το οποίο θεωρείται η απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Νεοελληνική
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας χαρακτηρίζεται από τη χρήση μιας λαϊκής ελληνικής γλώσσας με τοπικούς ιδιωματισμούς (ο ιδιωματισμός έχει μικρές διαφοροποιήσεις από την κοινή γλώσσα και χρησιμοποιείται σε περιορισμένο τόπο, π.χ. το κρητικό ιδίωμα) και διαλέκτους, με πολλά γλωσσικά δάνεια από την τουρκική και τη βενετσιάνικη γλώσσα (ανάλογα με τους εκάστοτε κατακτητές της περιοχής). Από αυτές σήμερα θεωρούνται ως επίσημοι διάλεκτοι (διάλεκτος θεωρείται η γλωσσική μορφή που χρησιμοποιείται από τον πληθυσμό μιας μεγάλης γεωγραφική περιοχής και παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε φωνητικό, συντακτικό και λεξιλογικό επίπεδο από την επίσημη γλώσσα) τα ποντιακά, τα κατωϊταλικά και τα τσακώνικα.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε το «γλωσσικό ζήτημα», καθώς διαμορφώθηκαν δυο γλωσσικές τάσειςˑ η πρώτη θεώρησε ότι τα αρχαία είναι η κατάλληλη γλώσσα του γένους, ενώ η δεύτερη την κοινή προφορική γλώσσα. Ο Αδαμάντιος Κοραής πρότεινε την «μέση οδό», με αποτέλεσμα την δημιουργία της καθαρεύουσας, την οποία υιοθετεί το επίσημο Ελληνικό Βασίλειο. Με τον τρόπο αυτό, στην πρωτεύουσα Αθήνα δημιουργείται από τους λόγιους Φαναριώτες η Ρομαντική Αθηναϊκή Λογοτεχνική Σχολή, η οποία μέχρι το 1880 εκφράζεται στην αρχαΐζουσα (ακραία μορφή καθαρεύουσας), ενώ στα Επτάνησα λόγω του Σολωμού επικρατεί η δημοτική.
Το 1888 ο Ιωάννης Ψυχάρης με το βιβλίο του Το Ταξίδι υπερασπίζεται την δημοτική γλώσσα του λαού (η γλώσσα των «μαλλιαρών», όπως ονομαζόταν), ενώ το 1901 και το 1903 με τα γνωστά «Ευαγγελικά» (μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική) και «Ορεστειακά» (μετάφραση της τραγωδίας του Αισχύλου στη δημοτική) αντίστοιχα, ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του. Ο γλωσσικός δυισμός συνεχίζεται και το 1911 όταν με την συνταγματική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου η καθαρεύουσα ορίζεται επίσημη γλώσσα του κράτους. Μόλις το 1917 με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τη συνδρομή του Μανόλη Τριανταφυλλίδη αρχίζει να διδάσκεται η δημοτική στις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Το 1964 για πρώτη φορά καθιερώνεται (πρωθυπουργία Γ. Παπανδρέου) η ισοτιμία δημοτικής-καθαρεύουσας, ενώ το 1976 -μετά την πραξικοπηματική παρένθεση επαναφοράς της καθαρεύουσας- ο υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης λύνει οριστικά το «γλωσσικό ζήτημα» και η δημοτική γίνεται επίσημη γλώσσα του Ελληνικού κράτους.[9]
Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης, ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος. Κατάγεται από τα Χανιά και εργάζεται στο ιατρείο του στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι συγγραφέας πέντε ερευνητικών βιβλίων για την μουσικοχορευτική παράδοση της Κρήτης και χορευτής ελληνικών παραδοσιακών χορών για 36 χρόνια.
Βιβλιογραφία
- Βούρτσης Ι., «Εξέλιξη και διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας», στο Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε., κ.ά., Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, τόμος Α, Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του Ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 247-305.
- Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα3
[1]Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα, 32008.
[2]Ι. Βούρτσης, «Εξέλιξη και διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσα», στο Βούρτσης Ι. Μανακίδου Ε. κ.ά., Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό, τόμος Α, Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του Ελληνικού πολιτισμού, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 257.
[3]Ό.π., σ. 258-259.
[4]Ό.π., σ. 266-280.
[5]Ό.π., σ. 281-293.
[6]Ό.π., σ. 290-294.
[7]Ό.π., σ. 292.
[8]Ό.π., σ. 293.
[9]Ό.π., σ. 299-301.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου