Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό προθέσεις

«Δεν υπάρχει ιδανικός ομιλητής της γλώσσας.» 
Γ. Μπαμπινιώτης

Είναι τέτοιος ο όγκος των γνώσεων που πρέπει να διαθέτει κανείς και τέτοια η πολυπλοκότητα του ίδιου του μηχανισμού της γλώσσας που το καθιστά πρακτικά αδύνατο. 
................
Γιατί να μιλήσει κανείς για το «κατέβασμα» της σημαίας και όχι για την «υποστολή» της; 
Γιατί να πει κανείς «βγάλσιμο» δοντιού και όχι «εξαγωγή»; 
Υπάρχει διαφορά μεταξύ των ρημάτων «διαλέγω» και «επιλέγω»; 
Μεταξύ των «συντηρώ» και «διατηρώ»; 
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των ουσιαστικών «αναστολή» και «καταστολή»;
................

Από το ρήμα «στέλλω»:
  • συστολή = 1. (φυσ.) η μείωση των διαστάσεων και του όγκου ενός σώματος, που οφείλεται στην ελάττωση της θερμοκρασίας, στη συμπίεση ή στη συμπύκνωση της ύλης του. 2. ντροπή, σεμνότητα.
  • διαστολή = 1. χωρισμός κάποιου πράγματος από άλλο, διάκριση, π.χ.: διαστολή εννοιών. 2. αύξηση διαστάσεων μεγεθών, π.χ. διαστολή της καρδιάς. 3. αύξηση του όγκου των σωμάτων από τη θέρμανση.
  • περιστολή = περιορισμός, ελάττωση, π.χ.: περιστολή των εξόδων.
  • υποστολή = κατέβασμα (για σημαία).
  • καταστολή = 1. η ανακοπή της εξέλιξης, της ανάπτυξης σε κάτι, περιορισμός, αναχαίτιση, π.χ.: καταστολή του μίσους. 2. κατάπαυση, κατάπνιξη, π.χ.: καταστολή της εξέγερσης.
  • αναστολή = 1. η προσωρινή διακοπή. 2. (συνήθ. πληθ.) για δισταγμό με κίνητρο ηθικού περιεχομένου, π.χ.: άνθρωπος χωρίς αναστολές.
  • επιστολή = γραπτός λόγος που στέλνεται σε πρόσωπο μακριά.
  • αποστολή = 1. όταν στέλνεται κάτι κάπου. 2. ομάδα προσώπων που στέλνεται κάπου αντιπροσωπευτικά για έναν συγκεκριμένο σκοπό. 3. το έργο που αναλαμβάνει κανείς να εκτελέσει, π.χ. δύσκολη αποστολή. 4. καθήκον, σκοπός, προορισμός, π.χ. η αποστολή των γονέων είναι να...
Από το ρήμα «στρέφω»
  • καταστροφή = 1. πρόκληση ζημιάς ή βλάβης σε μεγάλο βαθμό. 2. οποιαδήποτε δυστυχία ή συμφορά.
  • επιστροφή = 1. το να δίνει ή να στέλνει κανείς πίσω αυτό που πήρε. 2. η επάνοδος, η επανάκαμψη σε έναν τόπο ή σε κάτι. 3. το επιστρεφόμενο.
  • μεταστροφή = 1. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας, π.χ.: μεταστροφή της τύχης. 2. αλλαγή γνώμης, αντίληψης, στάσης κτλ., ιδίως ενός ανθρώπινου συνόλου, προς άλλη κατεύθυνση, π.χ.: μεταστροφή της κοινής γνώμης.
  • αναστροφή = μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, φορά, π.χ.: αναστροφή πορείας.
  • συναναστροφή = κοινωνικές ή φιλικές σχέσεις με κάποιον.
  • αντιστροφή = 1. στροφή στην αντίθετη διεύθυνση. 2. μετατροπή σε αντίθετη μορφή ή κατάσταση.
  • αποστροφή = το αίσθημα ή το συναίσθημα αηδίας ή απέχθειας που μας προκαλεί κάτι.
  • διαστροφή = 1. αλλοίωση μιας βιολογικής, ψυχικής ή νοητικής λειτουργίας, έτσι ώστε να γίνει μη φυσιολογική. 2. (ψυχιατρ.) διαστροφή του γενετήσιου ενστίκτου ή σεξουαλική διαστροφή, απόκλιση από ό,τι θεωρείται σεξουαλικά ομαλό.
  • περιστροφή = 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του περιστρέφω, π.χ.: περιστροφή της Γης. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) έμμεσες, πλάγιες αναφορές, π.χ.: Μου αρέσουν οι άνθρωποι που μιλούν χωρίς περιστροφές…
  • συστροφή = η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συστρέφω, π.χ.: συστροφή καλωδίων, στρίψιμο.
Από το ρήμα «βαίνω»
  • διαβαίνω = 1. (τοπ.) διασχίζω έναν τόπο, περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο, π.χ.: διάβηκαν τη γέφυρα. 2. (χρον.) α. περνώ, κυλώ, π.χ.: τα χρόνια διαβαίνουν γρήγορα. β. έχω κάποιο τέλος, παρέρχομαι, παύω να υπάρχω, π.χ.: οι καημοί διαβαίνουν.
  • επιβαίνω = (λόγ.) βρίσκομαι σε κάποιο μεταφορικό μέσο, ταξιδεύω με αυτό.
  • αντιβαίνω = έρχομαι, βρίσκομαι σε αντίθεση με κάτι.· αντίκειμαι, π.χ.: νόμοι που αντιβαίνουν στο σύνταγμα χαρακτηρίζονται ως αντισυνταγματικοί.
  • παραβαίνω = αθετώ κάτι συμφωνημένο, παραβιάζω κάτι θεσμοθετημένο.
  • αποβαίνω = (λόγ.) φτάνω σε ένα σημείο, καταλήγω, π.χ.: όλα απέβησαν μάταια.
  • μεταβαίνω = (λόγ.) πηγαίνω κάπου, π.χ.: ο πρωθυπουργός μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να εγκαινιάσει τη διεθνή έκθεση.
  • υπερβαίνω = (λόγ.) ξεπερνώ.
  • προβαίνω = (λόγ. με την πρόθ. σε) αρχίζω, προχωρώ στην εκτέλεση κάποιων ενεργειών, π.χ.: η κυβέρνηση προέβη σε διάβημα διαμαρτυρίας.
  • συμβαίνω = εύχρηστο στο γ’ πρόσωπο.
  • ανεβαίνω
  • κατεβαίνω
Από το ρήμα «τρέπω»
  • εκτροπή = απομάκρυνση από την κανονική, τη φυσική ή την αρχική πορεία.
  • επιτροπή = ομάδα προσώπων, η οποία συγκροτείται είτε από δημόσια εξουσία είτε από μεγαλύτερο σύνολο προσώπων με σκοπό τη διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων διοικητικής, διαχειριστικής κτλ. φύσεως.
  • μετατροπή = η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετατρέπω.
  • ανατροπή = 1. αναποδογύρισμα, π.χ.: ανατροπή της βάρκας / του τραπεζιού. 2. (μτφ.) κατάργηση, εξαφάνιση, συνήθ. βίαιη, π.χ.: ανατροπή του καθεστώτος.
  • προτροπή = 1. παρακίνηση. 2. (συνήθ. πληθ.) λόγια, συμβουλές με τις οποίες προτρέπουμε κάποιον, π.χ.: οι προτροπές των γονιών του δεν είχαν αποτέλεσμα.
  • περιτροπή = μόνο στη φράση εκ περιτροπής, κατά διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλον, εναλλάξ.
  • υποτροπή = 1. η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων μιας αρρώστιας. 2. (νομ.) η επανάληψη μιας αξιόποινης πράξης από τον ένοχο ενός αδικήματος, για το οποίο του έχει επιβληθεί ποινή.
  • αποτροπή = 1. μετάπειση, συγκράτηση κάποιου από το να κάνει κάτι. 2. απομάκρυνση, αποσόβηση, παρεμπόδιση, π.χ.: αποτροπή της καταστροφής.
Από το ρήμα «άγω»
  • προσαγωγή = (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσάγω, π.χ.: προσαγωγή μαρτύρων.
  • παραγωγή = 1. (οικον.) η δημιουργία αντικειμένων, οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών με την ανθρώπινη εργασία και με τα διαθέσιμα φυσικά ή τεχνικά μέσα. 2. το σύνολο των αντικειμένων, αγαθών κτλ. που δημιουργούνται, κατασκευάζονται, παράγονται σε ορισμένο χρόνο. 3. τομέας μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου, που ασχολείται με την κατασκευή προϊόντων, αγαθών. 4. πνευματική, καλλιτεχνική δημιουργία ως διαδικασία και ως αποτέλεσμα. 5. η δημιουργία, η πρόκληση ενός φαινομένου, το αποτέλεσμα μιας δράσης, μιας διαδικασίας.
  • εξαγωγή = 1. (για εμπόρευμα) διάθεση, πώληση στην αγορά του εξωτερικού. 2. (λόγ.) α. βγάλσιμο, αφαίρεση, π.χ.: εξαγωγή του δοντιού. β. δημιουργία, διατύπωση ύστερα από λογική διαδικασία, π.χ.: εξαγωγή συμπερασμάτων.
  • εισαγωγή = 1. για οικονομικά αγαθά, εμπορεύματα, προϊόντα. 2. το να γίνεται κανείς δεκτός σε νοσοκομείο, εκπαιδευτήριο ή άλλο ίδρυμα, π.χ.: εισαγωγή ασθενούς σε νοσοκομείο. 3α. το σύνολο των πρώτων και βασικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για τη σπουδή μιας επιστήμης, τέχνης, κτλ., π.χ.: εισαγωγή στη φιλοσοφία. β. ενότητα προφορικού ή γραπτού λόγου στην αρχή ομιλίας, βιβλίου, πραγματείας κτλ., με την οποία ο αναγνώστης εισάγεται, κατατοπίζεται γενικώς για το κύριο θέμα· (πρβ. πρόλογος) 4. (μουσ.) το αρχικό κομμάτι μουσικής σύνθεσης στο οποίο περιέχονται τα κυριότερα μέλη (μοτίβα) της· πρελούδιο. 5. το να γίνεται γνωστός και να καθιερώνεται ένας τρόπος συμπεριφοράς, δραστηριότητας κτλ. που ως τώρα ήταν άγνωστος ή που προέρχεται από άλλο περιβάλλον, π.χ.: η εισαγωγή σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών. 6. (λόγ.) α. είσοδος μέσα σε κάτι, π.χ.: η εισαγωγή του φαρμάκου στον οργανισμό. β. προσθήκη, π.χ.: εισαγωγή μιας παραγράφου σε ένα κείμενο.
  • διαγωγή = ο τρόπος που ενεργεί, που συμπεριφέρεται κάποιος στο πλαίσιο των κανόνων της κοινωνίας και της ηθικής.
  • συναγωγή = 1. (λόγ.) συγκέντρωση, σύναξη. 2. συναγωγή συμπεράσματος, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα.
  • μεταγωγή = μεταφορά ενός προσώπου από έναν τόπο σε άλλο με αστυνομική συνοδεία.
  • καταγωγή = 1. οι άμεσοι ή οι απώτεροι πρόγονοι ενός ατόμου ή ο τόπος όπου έζησαν. 2. ο αρχικός πυρήνας, η αρχική μορφή από την οποία προέρχεται κάτι, π.χ.: η καταγωγή ενός εθίμου.
  • επαγωγή = 1. (λογ.) νοητική λειτουργία, η οποία ξεκινά από το μερικό ή το ειδικό και καταλήγει στο γενικό. ANT παραγωγή.
  • υπαγωγή = 1. ένταξη σε μια ιεραρχημένη σειρά. 2. κατάταξη σε ένα ευρύτερο σύνολο.
Από το ρήμα «μορφώνω» < μορφόω
  • διαμόρφωση = 1. το να δίνει κάποιος σε κάτι μορφή, σχήμα. 2α. ηθική, πνευματική διάπλαση. β. το να προκύπτει κάτι ως αποτέλεσμα ενεργειών, δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή άλλων γεγονότων που προηγήθηκαν, π.χ.: διαμόρφωση γνώμης, τιμών, κ.α…
  • συμμόρφωση = 1. βελτίωση της συμπεριφοράς ή της εμφάνισης. 2. προσαρμογή σε κάποιον κανονισμό ή σε κάποιο υπόδειγμα.
  • επιμόρφωση = επιπλέον μόρφωση και ιδίως εκπαίδευση που παρέχεται σε κάποιον, ιδίως εργαζόμενο, με στόχο τη βελτίωση της επαγγελματικής του ικανότητας·
  • παραμόρφωση = 1. η αλλαγή, η μεταβολή προς το χειρότερο της μορφής, της όψης, του σχήματος κάποιου. 2. (μτφ.) διαστρέβλωση, παραποίηση, π.χ.: παραμόρφωση της αλήθειας.
  • μεταμόρφωση = 1. αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου. 2. βαθιά, ουσιαστική αλλαγή σε κάτι.
  • αναμόρφωση = 1α. ριζική αλλαγή και βελτίωση ενός θεσμού ή συστήματος. β. βελτίωση της αγωγής ενός νέου συνήθ. ατόμου που έχει παραστρατήσει.
Από το ρήμα «γιγνώσκω»
  • διάγνωση = 1. (ιατρ.) ο προσδιορισμός, ο εντοπισμός μιας ασθένειας με βάση ορισμένες ενδείξεις ή συμπτώματα που εξετάζονται ιατρικά. 2. (γενικότ.) συναγωγή συμπεράσματος που στηρίζεται σε ορισμένες ενδείξεις, π.χ.: διάγνωση προθέσεων.
  • επίγνωση = πλήρης, σαφής και ακριβής γνώση σχετικά με κάτι.
  • πρόγνωση = ο εκ των προτέρων υπολογισμός, η πρόβλεψη γεγονότων ή φαινομένων (και των επακόλουθων συνεπειών τους) που πρόκειται ή που είναι ενδεχόμενο να συμβούν και που γίνεται κυρίως με βάση κάποια στοιχεία ή με συνδυασμούς στοιχείων.
  • απόγνωση = πολύ μεγάλη απελπισία.
  • ανάγνωση
Από το ρήμα «λέγω»
  • διαλέγω = 1. από ένα σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων αναζητώ και βρίσκω αυτό(ν) που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο. 2. αποφασίζω ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερες λύσεις.
  • εκλέγω = (συνήθ. για σύνολο προσώπων) με ψηφοφορία δηλώνω την προτίμησή μου για το πρόσωπο το οποίο θεωρώ μεταξύ άλλων ως το πιο κατάλληλο για να αναλάβει ένα αξίωμα·
  • επιλέγω = διαλέγω αλλά περισσότερο επίσημο.
  • συλλέγω = 1. (λόγ.) α. κόβω ή αποσπώ με κάποιον άλλο τρόπο τους καρπούς από ένα δέντρο ή από ένα φυτό και τους συγκεντρώνω. β. αφήνω κάτι να συγκεντρωθεί σε έναν ορισμένο χώρο, με σκοπό να το χρησιμοποιήσω όταν το χρειαστώ. 2. συγκεντρώνω στοιχεία από διάφορες πηγές. 3. κάνω συλλογή ομοειδών αντικειμένων που παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, π.χ.: συλλογή γραμματοσήμων.
  • αντιλέγω = εκφράζω διαφωνία ή αντίρρηση.
  • προλέγω = 1. μιλώ για κάτι εκ των προτέρων, πριν αυτό να συμβεί, προμαντεύω. 2. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω. 3. λέω, συμφωνώ κάτι εκ των προτέρων, π.χ.: όλα θα γίνουν, όπως έχουν προειπωθεί.
Από το ρήμα «τίθημι»
  • πρόσθεση = η προσθήκη.
  • πρόθεση = η διάθεση, η θέληση, η επιθυμία κάποιου να κάνει.
  • παράθεση = 1. η διαδοχική παρουσίαση, αναφορά, έκθεση μιας σειράς γεγονότων, σκέψεων, στοιχείων κτλ. 2. σύγκριση, παραβολή. 3. (επίσ.) προσφορά (ιδ. φαγητού). 4. στο γραπτό λόγο, η ακριβής αναφορά, η επανάληψη αποσπασμάτων ή του συνόλου του κειμένου ενός συγγραφέα μέσα σε κείμενο άλλου συγγραφέα, π.χ.: παράθεση χωρίου.
  • επίθεση = 1. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου. 2. (μτφ.) α. άσκηση αυστηρής κριτικής ή διατύπωση κατηγοριών εναντίον κάποιου. 3. (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιθέτω.
  • κατάθεση = 1α. παράδοση εγγράφου σε δημόσια αρχή, σε αρμόδια υπηρεσία. β. η εκ μέρους φυσικού ή νομικού προσώπου παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη, τοκισμό και μελλοντική επιστροφή τους. 2. παροχή πληροφοριών, κυρίως ένορκων, σε δημόσια αρχή.
  • υπόθεση = 1. η πρόταση την οποία αποδεχόμαστε ως αρχή για να μπορέσουμε να παραγάγουμε ένα δεδομένο σύνολο προτάσεων, ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινή ή εσφαλμένη.
  • αντίθεση = 1. η ύπαρξη μεγάλης ή της μεγαλύτερης δυνατής διαφοράς μεταξύ στοιχείων, χαρακτηριστικών. 2. διαφωνία.
  • αντιπαράθεση = 1. συγκριτική εξέταση. 2. διαφωνία
  • μετάθεση = 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, κυρίως μτφ, π.χ.: μετάθεση του προβλήματος, από χρονική ή άλλη άποψη. 2. μετακίνηση υπαλλήλου από μια οργανική θέση της υπηρεσίας του σε άλλη.
  • σύνθεση = η συνένωση πολλών μερικών στοιχείων σε ένα ενιαίο λειτουργικό ή αρμονικό σύνολο.
  • ανάθεση = εντολή που δίνεται ή συμφωνία που γίνεται, για να αναλάβει κάποιος την εκτέλεση ενός έργου.
  • διάθεση = 1. συναισθηματική ή γενικά ψυχική κατάσταση συνήθ. προσωρινού χαρακτήρα. 2. τάση, επιθυμία για κάτι. 3. (πληθ.) για αισθήματα, σκοπούς, προθέσεις, π.χ.: ήρθε με άγριες διαθέσεις. 4. χρήση, χρησιμοποίηση, π.χ.: η διάθεση του ελεύθερου χρόνου. 5. παραχώρηση σε κάποιον άλλο, χορήγηση.
  • έκθεση = 1. τοποθέτηση πράγματος σε ορισμένο μέρος, για να είναι ορατό από πολλούς άλλους. 2. ο τόπος (αίθουσα, κτίριο κτλ.) όπου γίνεται έκθεση. 3. υποβολή πράγματος στην επίδραση εξωτερικών φυσικών ή χημικών παραγόντων, π.χ.: έκθεση στο φως. 4. λεπτομερής αφήγηση ή περιγραφή γεγονότος ή πράγματος.
  • απόθεση = η τοποθέτηση φορτίου ή αντικειμένου στο έδαφος.
  • αποσύνθεση = 1. αλλοίωση οργανικής ουσίας, το αρχικό στάδιο της σήψης. 2. (μτφ.) διάλυση της συνοχής και της ενότητας ενός συνόλου, π.χ.: αποσύνθεση του θεσμού της οικογένειας.
Από το ρήμα «τηρώ»
  • παρατήρηση = 1. το προσεκτικό, το εξακολουθητικό κοίταγμα, η εξέταση, η παρακολούθηση. 2α. επισήμανση, διαπίστωση, κρίση ή σχόλιο για κάποιο θέμα. β. κρίση, σχόλιο που εκφράζει μια διαφορετική, αντίθετη γνώμη, μιαν αντίρρηση. 3. επίπληξη.
  • επιτήρηση = η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιτηρώ.
  • διατήρηση = διάσωση από φθορά.συντήρηση = 1. προφύλαξη ενός πράγματος σε καλή κατάσταση με συνεχή έλεγχο, με εφαρμογή προστατευτικών μεθόδων και με επισκευή, όταν και όπου είναι αναγκαία. 2. η διατήρηση στη ζωή.
philologiki theorisi