Τι ήταν εκείνο που έκανε την Ελλάδα κοιτίδα της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης; Γιατί ο φιλοσοφικός στοχασμός, από τον οποίο αργότερα γεννήθηκε η επιστημονική μεθοδολογία και σκέψη δεν άνθισαν στην Αίγυπτο ή στη Βαβυλώνα, όπου και πλούτος μεγαλύτερος υπήρχε και γνώσεις περισσότερες είχαν συσσωρευτεί και επί πλέον η ισχυρότερη κρατική ισχύς εξασφάλιζε πιο μακροχρόνιες περιόδους ειρήνης;
Όσο για τη φυλετική ανωτερότητα, οι αμέσως ενδιαφερόμενοι, οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες, ουδέποτε ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο. Αντίθετα όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς μιλάνε με σεβασμό και μεγάλη εκτίμηση για τον πολιτισμό και τις γνώσεις των συγχρόνων τους Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων, για την ηθική των Περσών, τη γενναιότητα των Θρακών και γενικά για τις αρετές των γειτονικών τους λαών. Το ρητό ΠΑΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΣ είχε αρχικά καθαρά γλωσσική κι όχι πολιτιστική ή πολιτική σημασία. Σήμαινε απλώς ότι οι μη Έλληνες μιλούσαν ακατάληπτα. Η ίδια η λέξη βάρβαρος απόχτησε τη μειωτική της σημασία πολύ αργότερα, κατά την ελληνιστική εποχή και τη ρωμαιοκρατία.
Προφανώς άλλη ήταν η αιτία της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Κι αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, η κοινωνική συγκρότηση των ελληνικών πόλεων, ριζικά διαφορετική από τη δομή των κοινωνιών στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τη Φοινίκη και τις άλλες χώρες της Ανατολής. Κατά την Αρχαιότητα, στις πολιτισμένες χώρες της κοντινής Ανατολής, όπως και στις Ινδίες στην Κίνα και αλλού, οι ανάγκες της κατασκευής και συντήρησης εκτεταμένων αρδευτικών έργων, οδήγησε στη συγκρότηση μεγάλων ισχυρών και συγκεντρωτικών κρατών.
Στα κράτη αυτά όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Ανακτόρου και του Ναού, γιατί είχαν τον έλεγχο των αρδευτικών δικτύων και ήταν οι μοναδικοί κάτοχοι της Γνώσης. Οι απλοί αγρότες, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ήταν νομικώς ελεύθεροι και συλλογικοί κάτοχοι της γης, αλλά χωρίς τον έλεγχο των αρδευτικών δικτύων και χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις για τον υπολογισμό των εποχών και τον προσδιορισμό της καταλληλότερης εποχής για τις γεωργικές ασχολίες, ήταν ανίκανοι να επιβιώσουν. Έτσι δέχονταν να υποταχτούν στο δίδυμο της εξουσίας, στο Ανάκτορο και το Ναό και ουσιαστικά ήταν συλλογικοί δούλοι του κράτους. Αυτό ήταν το κοινωνικό σύστημα που οι κλασσικοί ονόμασαν ασιατικό ή ανατολικό τρόπο παραγωγής, ενώ άλλοι το θεωρούν μια προδρομική μορφή της φεουδαρχίας και που διέφερε ουσιαστικά τόσο από το δουλοκτητικό σύστημα του ελληνορωμαϊκού κόσμου όσο και από το φεουδαρχικό της Δυτικής Ευρώπης, που το διαδέχτηκε.
Η εικόνα που σχηματίζουμε για τα μινωικά και μυκηναϊκά κράτη, από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κείμενα των πινακίδων με τη γραμμική γραφή Β΄ μας πείθουν ότι έχουμε να κάνουμε με κοινωνίες του ίδιου περίπου τύπου με αυτόν των ανατολικών δεσποτειών και όχι της μορφής των δουλοκτητικών πόλεων-κρατών. Πραγματικά, το κύριο γνώρισμα των κρατικών αυτών σχημάτων του Αιγαίου είναι ότι το ανάκτορο κυριαρχούσε απόλυτα στην οικονομική και πνευματική ζωή της περιοχής που εξουσίαζε. Ολόκληρη η παραγωγή, το εμπόριο και κάθε πνευματική ή άλλη δραστηριότητα ήταν στα χέρια του άνακτα, της αυλής και της πολύπλοκης γραφειοκρατίας που τους περιστοίχιζε. Έμοιαζαν δηλαδή τα μινωικά και μυκηναϊκά αυτά «βασίλεια» με τα σύγχρονά τους κράτη της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, με τα οποία προφανώς διατηρούσαν στενούς εμπορικούς και πνευματικούς δεσμούς από την προϊστορία ακόμη.
Αλλά τα μινωικά και τα μεταγενέστερα μυκηναϊκά κρατικά σχήματα, μολονότι δεσπόζουν στον ελλαδικό και αιγαιακό χώρο για πολλούς αιώνες, δεν είναι και οι μοναδικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης στην περιοχή αυτή. Στα περισσότερα μικρά νησιά του Αιγαίου, αλλά και σε παράλιες ή ορεινές, απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, ταυτόχρονα και παράλληλα με τα ισχυρά μυκηναϊκά βασίλεια, υπήρχαν μικρές ανεξάρτητες κοινότητες, στις οποίες απουσίαζαν ή ήταν ασήμαντες τόσο η ταξική ανισότητα και η περιουσιακή διαφοροποίηση των μελών τους. Στις κοινωνίες αυτές επιβίωναν πολλοί από τους θεσμούς του παλαιότερου γενοφυλετικού συστήματος.
Μολονότι η οικονομική, πολιτιστική και πολιτική συμβολή των περιοχών αυτών στην εικόνα που σχηματίζουν οι ιστορικοί για το προϊστορικό Αιγαίο είναι πολύ μικρή, η επίδραση που είχαν στις μεταγενέστερες εξελίξεις είναι στην πραγματικότητα πολύ σημαντική. Στις νησιωτικές και ηπειρωτικές αυτές κοινότητες ο πλούτος, που προερχόταν από το ψάρεμα, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη ναυτιλία, το εμπόριο (και την πειρατεία), δεν ήταν αρκετός για να συντηρήσει προνομιούχα στρώματα κι ακόμα λιγότερο, για να εξασφαλίσει τους όρους για να υπάρξει ανάκτορο και αυλή, ενώ από την άλλη μεριά η ισότιμη συμμετοχή όλων των ενήλικων μελών τους σε ριψοκίνδυνες δραστηριότητες, όπως η ναυτιλία, το ψάρεμα και η πειρατεία, απέκλειαν την ανάδειξη αρχηγικών στρωμάτων. Στα μέρη αυτά επιβίωσαν οι δημοκρατικές παραδόσεις του κοινοτικού συστήματος, όπως η συνέλευση των μελών της κοινότητας, το αιρετό των αρχόντων κλπ. που μεταβιβάστηκαν αργότερα στις ελληνικές πόλεις- κράτη.
Στην κατακερματισμένη από βουνά και θάλασσες Ελλάδα, όπου οι μεγάλοι κάμποι σπάνιζαν και δεν υπήρχε ανάγκη αλλά ούτε και δυνατότητα κατασκευής μεγάλων αρδευτικών έργων, στη θέση των παλιών μυκηναϊκών βασιλείων, που χάθηκαν, δε συγκροτήθηκαν ξανά ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη, παρόμοια με εκείνα της Ανατολής. Τόσο οι οικονομικές όσο και οι πολιτικές συνθήκες είχαν αλλάξει. Εξ άλλου για πολλούς αιώνες έχουμε πλήρη σχεδόν διακοπή των εμπορικών και πνευματικών δεσμών του Αιγαίου με την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μεσοποταμία.
Κάθε μικρή περιοχή, νησί ή χερσόνησος ή κοιλάδα, αποτελούσε ιδιαίτερη οικονομική και συνεπώς και πολιτική ενότητα κι ο πληθυσμός της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, που τα ξεπερνούσε με σκληρή εργασία ενώ η κοινωνική ανισότητα και η περιουσιακή διαφοροποίηση μεγάλωναν. Εδώ βαθμιαία αναπτύχθηκε η κλασσική μορφή δουλοκτησίας, μολονότι η έκταση της, η σημασία της και η θεσμική της κατοχύρωση παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ποικιλία από περιοχή σε περιοχή.
Η διαδικασία δημιουργίας πόλεων ως αυτοδύναμων πολιτικών κυττάρων δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Προηγήθηκαν ανάλογα φαινόμενα συνοικισμού στη Σουμερία και στην κοιλάδα του Νείλου, κατά την 4η χιλιετία, στην κοιλάδα του Ινδού, στις κοιλάδες των Χουάγκ Χο και του Γιάγκτσε Κιαγκ, κατά την 3η και 2η χιλιετία, στις ακτές της Φοινίκης και σποραδικά σε άλλα σημεία του κόσμου. Όμως, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, η πόλη που δημιουργήθηκε από το συνοικισμό δεν μακροημέρευσε ως αυτόνομος πολιτικός οργανισμός. Πολύ σύντομα υποτάχθηκε στο Ναό του τοπικού θεού και έγινε απλό εξάρτημά του ή συνενώθηκε σε μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες, σε μεγάλα βασίλεια ή αυτοκρατορίες, χάνοντας τα κυριότερα αυτόνομα χαρακτηριστικά της.
Αυτό δεν έγινε στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής. Εδώ οι πόλεις έγιναν κέντρα μικρών ανεξάρτητων κρατών, η έκταση των οποίων περιορίζονταν ουσιαστικά στην πόλη με τη γύρω περιοχή της. Στα κράτη αυτά στην αρχή την εξουσία κατείχαν οι γαιοκτήμονες, συνήθως απόγονοι είτε των αρχηγών των φυλών που είχαν εισβάλει στα παλιά μυκηναϊκά βασίλεια, είτε των αρχαίων βασιλικών οικογενειών. Σε πολλά κράτη η κυριαρχία των αριστοκρατών αυτών συνεχίστηκε για πολύ μεγάλο διάστημα, αλλά σε πολλά άλλα οι γαιοκτήμονες πολύ σύντομα, ύστερα από έντονους ταξικούς αγώνες, αναγκάστηκαν να μοιραστούν την εξουσία με τα ανερχόμενα μεσαία στρώματα των ναυτικών, των εμπόρων και των βιοτεχνών κι αυτό είχε βαθύτατες συνέπειες όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην πνευματική εξέλιξή τους. Υπήρξαν βεβαίως περιοχές όπου για ειδικούς λόγους δεν δημιουργήθηκαν πόλεις με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου αλλά εξακολούθησαν να υφίστανται οι ομοσπονδίες των παλιών χωριών. Στις περιοχές αυτές, κατά κανόνα καθυστερημένες από κοινωνικής πλευράς) αργότερα εμφανίζονται τα λεγόμενα κοινά (Βοιωτών, Θεσσαλών κ.ά.) που δεν έχουν το χαρακτήρα των πόλεων - κρατών.
Αντίθετα σε πόλεις-κράτη, όπου αναπτύχθηκε το εμπόριο, η βιοτεχνία και η ναυτιλία, τα μεσαία στρώματα σε συμμαχία με τους μικροϊδιοκτήτες ανέτρεψαν την ολιγαρχία των αριστοκρατών και εγκαθίδρυσαν τυραννίες, δηλαδή αυταρχικές κυβερνήσεις επικεφαλής των οποίων ήταν δημοφιλή άτομα, πολλές φορές λαϊκής καταγωγής, που χτύπησαν την κοινωνική και οικονομική βάση της αριστοκρατίας.
Κατά κανόνα τις τυραννίες αυτές τις διαδέχτηκαν δημοκρατικά καθεστώτα, στα οποία η έκταση και το βάθος της δημοκρατίας ποικίλλει. Η πορεία από την κληρονομική μοναρχία στην αριστοκρατική ολιγαρχία και από αυτήν στην τυραννία και τη δημοκρατία σηματοδοτεί και τη μετάβαση από την κλειστή κοινωνία της μυκηναϊκής εποχής στην ανοικτή κοινωνία της αρχαϊκής και κλασσικής Ελλάδας και βρήκε τη σπουδαιότερή της έκφραση στον πνευματικό κυρίως τομέα.
Στις μεγάλες πολιτισμένες χώρες της Ανατολής, όπως στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, όχι μονάχα η οικονομική αλλά και κάθε πνευματική δραστηριότητα ήταν συγκεντρωμένες στο Ανάκτορο και το Ναό. Οι ιερείς των αιγυπτιακών και βαβυλωνιακών ναών, μοναδικοί κάτοχοι της Γνώσης και της Σοφίας, συγκέντρωναν κατά καιρούς τα εξυπνότερα και πιο προικισμένα παιδιά της περιοχής στο ναό και εκεί σε ατμόσφαιρα υποβολής και μυστικισμού τους δίδασκαν όσα εκείνοι γνώριζαν, για να γίνουν εν καιρώ ικανά να τους διαδεχθούν.
Αντίθετα στις ελληνικές πόλεις, των αρχαϊκών χρόνων, όπου η παραγωγή ήταν υπόθεση όλης της κοινωνίας και βασιζόταν στην εργασία των ελεύθερων μικροϊδιοκτητών, το Ανάκτορο είχε από νωρίς εκλείψει και ο Ναός είχε πολύ μικρή ισχύ. Οι διανοητές στις ελληνικές πόλεις ήταν και αυτοί σαν τους λοιπούς πολίτες. Δεν ήταν οι αποκομμένοι από την κοινωνία ιερείς των αιγυπτιακών και βαβυλωνιακών ναών, αλλά μετείχαν στην πολιτική ζωή. όπως ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ή ο Ζήνων ο Ελεάτης, ο οποίος μάλιστα έχασε τη ζωή του κατά τις πολιτικές διαμάχες. Είχαν επίσης οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος και ήταν πάντοτε σε στενή σχέση με τους εμπόρους, τους τεχνίτες και τους ναυτικούς της πόλης τους.
Θέλοντας να ικανοποιήσουν τα ερωτήματα που έβαζαν οι ναυτικοί και οι έμποροι της Ιωνίας, οι οποίοι ταξίδευαν σ' όλα τα πλάτη και μήκη της Μεσογείου, ερεύνησαν τον έναστρο ουρανό και τον γνωστό τότε κόσμο. Μελέτησαν τη φύση στο σύνολο της, αλλά και τον άνθρωπο ως αναπόσπαστο μέρος της και την ανθρώπινη κοινωνία ως απαραίτητο για την επιβίωσή του πλαίσιο. Σε όλα τα αντικείμενα της έρευνάς τους αναζήτησαν το βαθύτερο νόημα τους και την πρωταρχική ουσία τους, δημιουργώντας έτσι τη Φιλοσοφία.
Σ' αντίθεση με όσα συνέβαιναν στην Ανατολή, η παρακολούθηση των μαθημάτων των Ελλήνων σοφών ήταν εθελοντική και κατά κανόνα γινόταν με πληρωμή. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι οι Έλληνες δάσκαλοι να αποδείξουν την αλήθεια των όσων δίδασκαν, υποχρέωση που δεν είχαν οι Αιγύπτιοι ή Βαβυλώνιοι συνάδελφοί τους. Η υποχρέωση αυτή γέννησε τις διαδικασίες της απόδειξης, της δοκιμασίας και της επαλήθευσης, τον ορισμό, το θεώρημα και το αξίωμα, τη διαλεκτική και τη λογική, βάζοντας έτσι τα θεμέλια των Επιστημών.
Οι Έλληνες αντάλλαξαν πολλά, γνώσεις, ανακαλύψεις, θεσμούς και ιδέες με τους άλλους γειτονικούς λαούς, με τους οποίους είχαν ταχτικές επαφές, ιδίως από τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, τους Βαβυλώνιους. Ό,τι πήραν όμως δεν ήταν μια δουλική αντιγραφή και μίμηση αλλά στάθηκε αφορμή για τη δημιουργική του μεταμόρφωση. Η Φιλοσοφία και η Επιστήμη, όπως και η Δημοκρατία και η Πολιτική, δεν ήρθαν από την Ανατολή αλλά δημιουργήθηκαν εδώ.
Μελετώντας την αρχαία ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό της μας κάνει εντύπωση πόσο δεμένος με τη φύση ήταν ο αρχαίος Έλληνας. Όλες οι πνευματικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, ακόμα και πολιτικές εκδηλώσεις ήταν συνάρτηση του αδιάκοπου κύκλου της ζωής στη φύση. Οι Έλληνες ήταν αληθινά παιδιά της γης τους, αυτόχθονες με την αρχική σημασία της λέξης.
Ήταν λοιπόν επόμενο να ενδιαφερθούν και να αναζητήσουν να βρουν τα μυστικά του φυσικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα βιβλία των περισσότερων από τους σοφούς του 6ου και των αρχών του 5ου αιώνα έχουν τον τίτλο «περί φύσεως». Η φύση έγινε για τους πρώτους Ίωνες φιλοσόφους αντικείμενο επιστημονικού προβληματισμού, με σκοπό τη βαθύτερη κατανόησή της. Όπως γράφει και ο Αριστοτέλης οι περισσότεροι από τους πρώτους φιλόσοφους θεώρησαν αρχές των πάντων τις μορφές που βρίσκονται στην ύλη: ΤΩΝ ΔΕ ΠΡΩΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΗΣΑΝΤΩΝ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΟΙ ΤΑΝ ΕΝ ΥΛΗΣ ΕΙΔΕΙ ΜΟΝΑΣ ΩΗΘΗΣΑΝ ΑΡΧΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΩΝ
Ο Ηρόδοτος παρατηρεί εύστοχα ότι αυτό που ξεχωρίζει τον Έλληνα από το βάρβαρο είναι ότι προτιμά τη γνώση από την άλογη πίστη. Πραγματικά οι Έλληνες δεν είπαν ποτέ ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ. Αντίθετα προτιμούσαν το ΝΑΦΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΑΣΟ ΑΠΙΣΤΕΙΝ του Επίχαρμου.
Ουσιαστικά η ελληνική φιλοσοφία, αυτή η μητέρα όλων των σύγχρονων επιστημών, γεννήθηκε από τον προβληματισμό των Ελλήνων γύρω από τη φύση και πρώτα - πρώτα από τις βασικές αρχές που τη διέπουν.
ΟΥΔΕΝ ΧΡΗΜΑ ΜΑΤΗΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΕΚ ΛΟΓΟΥ ΤΕ ΚΑΙ ΥΠ' ΑΝΑΓΚΗ
Το ρητό αυτό, που αποδίδεται στον Λεύκιππο τον Αβδηρίτη, είναι η πρώτη διατύπωση της αρχής της αιτιότητας ή αιτιοκρατίας. Σημαίνει πως κανένα πράγμα δε γίνεται άσκοπα αλλά όλα έχουν κάποια αιτία και υπαγορεύονται από την ανάγκη.
Οι Έλληνες πολύ νωρίς κατανόησαν πως όλα τα γεγονότα και όλα τα φαινόμενα είναι αποτέλεσμα κάποιας αλληλουχίας, που πολλές φορές δεν είναι αμέσως αντιληπτή αλλά όταν κατανοηθεί και ερμηνευτεί σωστά αποδεικνύεται πως είναι αιτιολογημένη και όχι αυθαίρετη.
Αυτή η άποψη αποτέλεσε μεγάλο βήμα για την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι δίδαξαν ότι ο φυσικός κόσμος, μέσα στον οποίο ζει ο άνθρωπος δεν είναι η σκηνή στην οποία διαδραματίζονται ακατανόητα, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα γεγονότα. Δεν κυριαρχείται δηλαδή από σκοτεινές, υπερφυσικές και ανεξέλεγκτες δυνάμεις, αλλά αντίθετα είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί, μόλις εξακριβωθεί η αιτία, ο λόγος που γεννά τα φαινόμενα αυτά.
Η ανάγκη, που αναφέρεται στο ρητό, ως υπαγορεύουσα τα πάντα, είναι κατά τους Έλληνες διανοητές η υπέρτατη αρχή. Ο Θαλής όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το ισχυρότερο στον κόσμο απάντησε η Ανάγκη: ΙΣΧΥΡΟΤΑΤΟΝ Η ΑΝΑΓΚΗ, ΚΡΑΤΕΙ ΓΑΡ ΠΑΝΤΩΝ
ο δε Παρμενίδης ο Ελεάτης δίδασκε ότι η Ανάγκη κρατεί τα πάντα στα δεσμά των ορίων που αυτή ορίζει: ΚΡΑΤΕΡΗ ΓΑΡ ΑΝΑΓΚΗ ΠΕΙΡΑΤΟΣ ΕΝ ΔΕΣΜΟΙΣΙΝ ΕΧΕΙ
Εξ άλλου στον Πιττακό το Μυτιληναίο, αποδίδεται η ρήση: ΑΝΑΓΚΑι Δʼ ΟΥΔΕ ΘΕΟΙ ΜΑΧΟΝΤΑΙ
Η αντίληψη αυτή για την υποταγή των θεών στην αναγκαιότητα, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές της αρχαίας ελληνικής σκέψης και ίσως μοναδική στην κοσμοαντίληψη του ανθρώπου της Αρχαιότητας.
Πρώτοι οι Ελεάτες φιλόσοφοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι ο κόσμος είναι αγέννητος, αιώνιος και άφθαρτος. Όπως λέει ο Ξενοφάνης
ΑΓΕΝΝΗΤΟΝ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΝ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟN
Ο Αναξαγόρας το διατυπώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Κανένα πράγμα δε δημιουργείται ούτε εξαφανίζεται, αλλά από την ανάμιξη υπαρχόντων πραγμάτων δημιουργούνται νέα ενώ με τον διαχωρισμό αποσυντίθενται. Έτσι καλύτερα θα ήταν να λέμε τη γένεση σύνθεση και τη φθορά αποχωρισμό: ΟΥΔΕΝ ΓΑΡ ΧΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΥΔΕ ΑΠΟΛΛΥΤΑΙ ΑΛΛ' ΥΠΟ ΕΟΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΣΥΣΜΙΓΕΤΑΙ ΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ.
ΚΑΙ ΟΥΤΩΣ ΑΝ ΟΡΘΩΣ ΚΑΛΟΙΕΝ ΤΟ ΓΙΝΕΣΘΑΙ ΓΕ ΣΥΜΜΙΣΓΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΛΛΥΣΘΑΙ ΔΙΑΚΡΙΝΕΣΘΑΙ
Από τη διατύπωση αυτή του Αναξαγόρα φθάσαμε στο πασίγνωστο ρητό: ΜΗΔΕΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ ΓΙΝΕΣΘΑΙ ΜΗΔΕ ΕΙΣ ΤΟ ΜΗ ΟΝ ΦΘΕΙΡΕΣΘΑΙ που αποδίδεται στον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη.
Λογική συνέπεια της αρχής της αφθαρσίας της ύλης είναι αφ' ενός μεν το αιώνιον και αφʼ ετέρου το άναρχον της. Η ύλη δεν δημιουργήθηκε από κανέναν και από πουθενά και δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ο Αϊνστάιν θα μιλήσει για το πεπερασμένο αλλά χωρίς πέρατα σύμπαν και θα συνδέσει την ύλη με το χώρο και το χρόνο.
ΠΑΝΤΑ ΧΩΡΕΙ ΚΑΙ ΟΥΔΕΝ ΜΕΝΕΙ
Το πασίγνωστο αυτό ρητό του Ηρακλείτου του Εφέσιου, διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του "Περί Φύσεως" και διδάσκει την αδιάκοπη αλλαγή και την αιώνια κίνηση των πάντων. Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος δεν είναι ένα στατικό Είναι αλλά ένα αδιάκοπο Γίγνεσθαι. Με ένα εξαιρετικής παραστατικότητας παράδειγμα επεξηγούσε αυτή την αλλαγή: ΔΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΥΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟΝ ΟΥΚ ΑΝ ΕΜΒΑΙΗΣ ή σύμφωνα με άλλο απόσπασμα ΠΟΤΑΜΩι ΓΑΡ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΕΜΒΗΝΑΙ ΔΙΣ ΤΩι ΑΥΤΩι ΠΟΤΑΜΟΙΣΙ ΤΟΙΣΙΝ ΑΥΤΟΙΣΙΝ ΕΜΒΑΙΝΟΥΣΙ ΕΤΕΡΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΑ ΥΔΑΤΑ ΕΠΙΡΡΕΙ
Δεν είναι δυνατό να μπούμε δυο φορές στον ίδιο ποταμό, γιατί στο μεταξύ νέα νερά έχουν τρέξει στην κοίτη του και τον έχουν αλλάξει και ουσιαστικά δεν είναι πια ο ίδιος ποταμός.
Ας σημειωθεί ότι το πασίγνωστο τα πάντα ρει, που συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου δεν υπάρχει σε κανένα διασωθέν απόσπασμα του Εφέσιου σοφού. Οπωσδήποτε θα περιλαμβανόταν στο βιβλίο του, όπως μαρτυρούν πολλοί συγγραφείς, αλλά χάθηκε. Άλλωστε για τον Ηράκλειτο σημασία δεν έχει τόσο η αδιάκοπη αλλαγή όσο η πάλη των αντιθέτων.
Πραγματικά κατά τον Ηράκλειτο: ΕΙΔΕΝΑΙ ΔΗ ΧΡΗ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΕΟΝΤΑ ΞΥΝΟΝ, ΚΑΙ ΔΙΚΗΝ ΕΡΙΝ ΚΑΙ ΓΙΝΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤ' ΕΡΙΝ ΚΑΙ ΧΡΕΩΝ
(Πρέπει να ξέρουμε πως ο πόλεμος είναι κοινός, πως δικαιοσύνη είναι η έρις και πως όλα γίνονται με την αντίθεση και την υποχρεωτική νομοτέλεια - όπως αποδίδει το απόσπασμα ο Θ. Βέικος).
Λέγοντας πόλεμο εννοούσε τον αγώνα και την πάλη και γενικότερα την κοινή δύναμη που γεννά όλα τα πράγματα. Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης, από την οποία νέες καταστάσεις δημιουργούνται και παλιές εξαφανίζονται κι αυτό ισχύει τόσο για τη φύση όσο και για την κοινωνία ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΠΑΤΗΡ
Από την πάλη των αντιθέτων προκύπτει νέα αρμονία: ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΛΛΙΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑΝ διότι ΤΟ ΑΝΤΙΞΟΥΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙΝ
ο ίδιος δίδασκε πως η θάλασσα μπορεί να ‘ναι ταυτόχρονα και σωτήρια και ολέθρια, για τα ψάρια το νερό της είναι πόσιμο και ωφέλιμο για τους ανθρώπους από το και βλαβερό, ή πως η κίνηση του κοχλία με τον οποίον πίεζαν τα υφάσματα στο βαφείο είναι ταυτόχρονα ελικοειδής και ευθεία, για να καταλήξει πως η κρυμμένη μέσα στις διάφορες καταστάσεις και πολλές φορές μη αντιληπτή αμέσως αρμονία είναι ισχυρότερη από αυτή που φαίνεται επιφανειακά.
ΑΡΜΟΝΙΗ ΑΦΑΝΗΣ ΦΑΝΕΡΗΣ ΚΡΕΙΤΩΝ
B.Δ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου