Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Αριστοτέλους «Ηθικά Νικομάχεια» - Συνολική θεώρηση

[Ενότητες 1η – 10η, Σχολικό εγχειρίδιο – Γ΄ λυκείου (Θεωρητική κατεύθυνση)]


Ο προβληματισμός της φιλοσοφίας, ήδη από τα χρόνια του Σωκράτη, γύρω από τον άνθρωπο και την κοινωνία του κι όχι πια γύρω από τα φυσικά φαινόμενα και συγκεκριμένα η αναζήτηση των μέσων και των διόδων που θα οδηγούσαν τον άνθρωπο στην ευδαιμονία, επηρέασαν αποφασιστικά τόσο τη σκέψη όσο και τη γραφίδα του Αριστοτέλη.
Ορθολογιστής ο ίδιος απέκλεισε ευθύς εξαρχής την πιθανότητα να ανευρίσκει κανείς την ευτυχία στη στάση του αστάθμητου παράγοντα του πεπρωμένου. Για το σταγειρίτη φιλόσοφο που πίστευε ότι «η φύσις ουδέν ποιεί μάτην», η διττή υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής που μετέχει και στο «άλογον» και στο «λόγον» σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη (εν. τα ζώα) του προσεχούς γένους του, που μετέχουν μόνο στο πρώτο (εν. το «άλογον»), ήταν ένα δεδομένο, που στόχο είχε, αν το κατηύθυνε σωστά, να τον οδηγήσει σε μια πλήρη και ολοκληρωμένη ζωή, σε ψυχική ισορροπία, την οποία ο ίδιος ονόμαζε ευδαιμονία. Διείδε δηλαδή ότι η αντίφαση που διακρίνει το ανθρώπινο είδος, καθώς ή φύση το εφοδίασε και με πάθη («αλογον») και με λογική («λόγον») έπρεπε να αρθεί και να εξομαλυνθεί. Με αυτή τη σκέψη κατάλαβε ότι, αφού η φύση μας εξόπλισε με κάτι αμφιλεγόμενο και ασύμφωνο, θα έπρεπε επειγόντως να αρχίσουμε μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος αυτού, για να μπορέσουμε να πορευτούμε με αρμονία την περιπέτεια της ζωής μας. Το πώς αυτό θα μπορούσε να γίνει προσπάθησε ο Αριστοτέλης να το διατυπώσει στα «Ηθικά Νικομάχεια».
Η εμπειρία και η παρατηρητικότητά του, του είχαν διδάξει ότι οι φυσικοί νόμοι που διέπουν τον κόσμο είναι ανεπίδεκτοι οποιασδήποτε επέμβασης και αλλαγής. Η δύναμη της βαρύτητας πάντα θα έλκει τα αντικείμενα προς τα κάτω, ενώ οι θερμές αέριες μάζες, ως ελαφρύτερες, πάντα θα καταλαμβάνουν έναν πιο ψηλό χώρο σε σχέση με τις πιο ψυχρές που είναι βαρύτερες (βλ. Ενότητα 1η –παράδειγμα με τη φωτιά). Αυτοί οι κανόνες είναι απαρέγκλιτοι και μη αναστρέψιμοι. Το ήθος όμως, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μπορεί να παρουσιάσει αλλαγές× αυτό επιβεβαιώνει και η ετυμολόγηση της λέξης, που σχετίζεται με τη λέξη «έθος»(= συνήθεια). Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα στην 1η ενότητα, είναι πως, ό,τι υπόκειται σε συνήθεια, μπορεί να τροποποιηθεί και επομένως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και με την προσωπικότητα (το ανθρώπινο ήθος).
Το ίδιο υποστηρίζεται σε γενικές γραμμές και στη 2η διδακτική ενότητα× οι φυσικές ιδιότητες, όπως οι αισθήσεις, υπάρχουν στην πλήρη τους μορφή -με τη γέννηση ενός ατόμου- και λειτουργούν αυτόματα (ύπαρξις - ενέργεια). Η ηθική αρετή που λαξεύει τον άνθρωπο στο αγαθό προσιδιάζει στις τέχνες κι όχι στις αισθήσεις. Κανείς δε γεννιέται τεχνίτης, πρέπει να μοχθήσει, να κοπιάσει, να εξασκήσει την τέχνη που επέλεξε να υπηρετήσει, για να φέρει και την ιδιότητα ενός συγκεκριμένου τεχνίτη (ενέργεια - ύπαρξις). Εδώ όμως ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα: πώς να εξασκήσει κανείς μια τέχνη ή πώς να ασκηθεί κανείς στην ηθική αρετή, αφού, στην αρχή τουλάχιστον της προσπάθειάς του, δε γνωρίζει τους κανόνες της τέχνης του ή ποιες πράξεις είναι ηθικές κι όχι αντίστοιχα; στην περίπτωση των τεχνών προϋποτίθεται η ύπαρξη κάποιων ειδικών γνώσεων και ακολουθεί η κατά γράμμα εκτέλεσή τους. Η περίπτωση όμως των ηθικών αρετών είναι διαφορετική, αν και ο αγώνας για την κατάκτησή τους είναι μοναχικός και ατομικός, στην αφετηρία του τουλάχιστον, ο άνθρωπος δεν είναι εντελώς ανερμάτιστος. Η προσπάθεια που ξεκινάει πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνειδητοποίησης (να είναι δηλαδή ειδώς), επιλογής και προτίμησης (προαιρέσεως) και απαιτεί από το υποκείμενο του έργου να είναι σταθερός και αμετάβλητος (να προχωρά δηλαδή βεβαίως και αμετακινήτως). Σημειώνεται βέβαια σ’ αυτό το σημείο ότι, όσο αυτόνομα κι αν κινείται το άτομο, πάντα υπάρχει η περίπτωση εκτροπής από την πορεία του. Ο Αριστοτέλης θα προσφέρει, για να εκμηδενιστεί κι αυτή η πιθανότητα, σε επόμενη ενότητα, μια ευαίσθητη πυξίδα ασφαλούς προσανατολισμού…
Το γεγονός ότι «ουδεμία των ηθικών αρετών φύσει ημίν εγγίνεται» κι ότι αυτές είναι αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και εθισμού, καταδεικνύεται και στην 3η ενότητα, η οποία δε θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε μας προετοιμάζει και για τις απόψεις που θα διατυπωθούν στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, αφού εδώ, όπως κι εκεί, εξετάζει την ηθική αρετή στα πλαίσια της πόλης. Στο συγκεκριμένο τώρα απόσπασμα των «Ηθικών Νικομαχείων» τον εθισμό αναλαμβάνουν οι νομοθέτες που επιδιώκουν να οδηγήσουν τα άτομα, ως πολίτες πια, στην ηθική αρετή, με τη σκέψη ότι άνθρωποι που δράττουν την προσωπική τους ευδαιμονία, συμβάλλουν αποφασιστικά και στην ευδαιμονία του κοινωνικού οργανισμού μέσα στον οποίο ζουν. Μολονότι όμως οι προθέσεις των εκάστοτε νομοθετών είναι αγαθές και οι νόμοι τους αποβλέπουν στην κοινωνική ευρυθμία, δεν επιτυγχάνουν όλοι στις επιδιώξεις τους. Δε φτάνει, λέει ο συγγραφέας του έργου, η ποιότητα των προθέσεων, αλλά η ποιότητα του εθισμού, που, αν είναι καλός, οι πολίτες θα γίνουν ηθικά ενάρετοι και η πολιτεία ευημερούσα, αν όχι, τα πολιτικά και πολιτειακά δεδομένα θα εμφανίζουν τρωτά σημεία, άλλα λιγότερα κι άλλα περισσότερα, πάντως θα είναι φαύλα, όχι καλά. Αξίζει να προσέξουμε σ’ αυτό το σημείο ότι η ηθική αρετή μπορεί να είναι ο απότοκος ενός προσωπικού αγωνίσματος, η πορεία όμως της προσπάθειας χρειάζεται κι έναν δάσκαλό – συνοδοιπόρο, που μέσα στην πόλη είναι ο νομοθέτης.
Με την ποιότητα του εθισμού καταπιάνεται ο Αριστοτέλης και στην 4η ενότητα, όπου, για να καταδείξει τη σπουδαιότητά της, αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα ηθικών αρετών και αποκλίσεών τους. Το νέο στοιχείο που εισάγει είναι ότι ο καλός εθισμός θα οδηγήσει όχι μόνο στη διαμόρφωση ενός ενάρετου χαρακτήρα αλλά και στη σωστή στάση του ατόμου απέναντι στις συναισθηματικές διαθέσεις («πάθη»). Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η ηθική αρετή είναι για το φιλόσοφο από τα «γινόμενα εν τη ψυχή» και πιο συγκεκριμένα από αυτά που λαμβάνουν χώρα στο «επιθυμητικόν μέρος» που μετέχει και του αλόγου έχοντος και του λόγου. Ο ηθικά ενάρετος καταφέρνει να εξισορροπεί τα δύο παραπάνω τμήματα του επιθυμητικού και χωρίς να καταλήγει στην απάθεια και την περιστολή της εκδήλωσης των συναισθηματιών του διαθέσεων, που θα σήμαινε την κατάργηση της ανθρώπινης υπόστασής του, μαθαίνει να εκδηλώνεται συναισθηματικά με γνώμονα αυτό που κάθε φορά υπαγορεύει η συνείδηση του ηθικά ενάρετου (βλ. και ενότητα 9η). Όλα αυτά τα καταφέρνει κανείς με την καθημερινή του τριβή με τους άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Όσο νωρίτερα στην ηλικία αρχίζει ο άνθρωπος τον καλό εθισμό τόσο πιο θεαματικά θα είναι τα αποτελέσματα. Κορωνίδα της όλης προσπάθειας θα είναι η διαμόρφωση των έξεων (των μόνιμων ιδιοτήτων του χαρακτήρα) που, αν έχουν σφυρηλατηθεί πάνω σε καλές ενέργειες, θα έχουν κι αυτές την ανάλογη ιδιότητα.
Καλές ενέργειες οδηγούν σε καλές έξεις, που άπαξ και τις κατακτήσει ο άνθρωπος παύει τον επίπονο αγώνα του και δρέπει τους καρπούς της προσπάθειάς του, αισθάνεται μόνιμα την ανάγκη να λειτουργεί στα πλαίσια του ενάρετου και βιώνει ένα αίσθημα εσωτερικής πληρότητας και χαράς. Χαρά και ευχαρίστηση μπορεί όμως να αισθάνεται και κάποιος που παραδίδεται άνευ όρων στα πάθη του. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μιλάμε για το ίδιο πράγμα× ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις ηδονές σε καλές και κακές. Οι πρώτες είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που βασίστηκε σε πράξεις που εκτελούνται με ηθικά κριτήρια και δεσμεύσεις, ενώ οι δεύτερες προέρχονται από την υποταγή του ανθρώπου στα πάθη του και στο άλογον μέρος της ψυχής. Οι πρώτες, οι καλές ηδονές δίνουν το διαβατήριο στον άνθρωπο να συναντήσει αυτό για το οποίο τον προόριζε η φύση, όταν τον εφοδίαζε με τη λογική, ενώ οι δεύτερες, οι κακές ηδονές, οδηγούν σε μια παθητική στασιμότητα, εξαχρειώνουν την έννοια του ανθρώπου και τον αποτελματώνουν σε μία κατάσταση που είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σε τι αυτός διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα μέλη του προσεχούς γένους του (ζώα) (Ενότητα 5η).
Η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα γίνεται αντιληπτή μόνο με την κατάκτηση της ηθικής αρετής× αυτή δικαιώνει στην ουσία της την έννοια του ανθρώπου και τον οδηγεί στην άρτια εκτέλεση του φυσικού του προορισμού. Κάθε φυσικό ον έχει εξάλλου κι έναν προορισμό και μόνο με την κατάκτηση της αρετής, που αναλογεί σ’ αυτό, μπορεί και τον εκπληρώνει, διαφορετικά αποτυγχάνει στη φυσική του αποστολή, φέρει φαινομενικά ένα όνομα, αφού στην ουσία του, μένοντας μακριά από το έργο που όφειλε να εκπληρώσει, απαξιώνει την ίδια του την ύπαρξη. Τα παραδείγματα της 6η ενότητας είναι πολύ εύγλωττα στην υποστήριξη των παραπάνω θέσεων.
 Ήδη από την 5η ενότητα ο Αριστοτέλης ξεκίνησε να προσδίδει τα επιμέρους χαρακτηριστικά της ηθικής αρετής επιμένοντας σ’ αυτό της έξεως. Με την 7η ενότητα η αρετή χαρακτηρίζεται μεσότητα και διευκρινίζεται ότι αυτή είναι υποκειμενική (προς ημάς) κι όχι αντικειμενική (κατά το πράγμα), ποιοτική κι όχι ποσοτική. Διαφέρει λοιπόν από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς δεν εντοπίζεται με μαθηματικά κριτήρια αλλά η ανεύρεσή της εξαρτάται από τις φυσικές ροπές του ατόμου, από τις περιστάσεις και συγκυρίες της ζωής του (καιρός και χρόνος), από τα κοινωνικά δεδομένα στα οποία ζει κ.λ.π. Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν σ’ αυτό το σημείο τον Αριστοτέλη σχετικοκράτη, αφού, όπως και οι σοφιστές, φαίνεται να διατείνεται ότι κάθε άνθρωπος, αρκεί να συνεκτιμήσει τα προσωπικά του δεδομένα και να ριχτεί στην προσπάθεια κατάκτησής της, αφού πρόκειται για μια έννοια ρευστή και γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι μία και μοναδική. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης όμως παρέλειψαν να προσέξουν ότι ο άνθρωπος που θέλει να την κάνει κτήμα του πρέπει να έχει ως βοηθό ένα κριτήριο που διασφαλίζει την αντικειμενικότητα αυτής της μεσότητας. Πρόκειται για τον «ορθόν λόγον» ή, με άλλα λόγια, για τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου, βάσει της οποίας πορεύεται κανείς τον κακοτράχαλο δρόμο προς την αρετή. Στα πρώτα τουλάχιστον βήματα βοηθός του μπορεί να είναι κάποιος που είναι ο ίδιος φορέας αυτής της λογικής και, όπως ο προπονητής σ’ ένα γυμναστήριο καθορίζει την προσωπική μεσότητα του κάθε αθλητή του, στην ποσότητα του φαγητού που πρέπει να καταναλώνει, έτσι κι ο φρόνιμος μπορεί να δίνει τον προσανατολισμό στον επίδοξο θηρευτή της ηθικής αρετής.
Την έννοια της υποκειμενικής μεσότητας την ξανασυναντάμε στην 8η ενότητα. Σε μια απόπειρα να αποδειχθεί ότι αυτή είναι ταυτόχρονα και μία άρτια κατάσταση, μια τελειότητα, συγκρίνεται η τέχνη τόσο με τη φύση όσο και με την ηθική αρετή. Κοινός παρονομαστής και των τριών είναι ότι μορφοποιούν ένα υλικό. Η τέχνη μιμούμενη τη φύση επιδιώκει να αποδώσει την τελειότητα που υπάρχει σ’  αυτή. Όταν το καταφέρνει φτάνει στο μέσον, το «μέτρον άριστον», το «μηδέν άγαν» των αρχαίων. Το γεγονός όμως ότι το αποτέλεσμα είναι «απείκασμα», «είδωλο» της τελειότητας που υπάρχει στη φύση, θέτει το καλλιτεχνικό ή τεχνητό έργο σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το φυσικό. Εξάλλου η φύση αντιγράφει στιγμές του φυσικού κόσμου, ο οποίος όμως ποτέ δε σταματά να αποκαλύπτει τέλειες μορφές. Στη σύγκριση τέχνης και ηθικής αρετής, η δεύτερη πάλι ξεπερνά την πρώτη - το υλικό στο οποίο επεμβαίνει ένας τεχνίτης είναι άψυχο, σε αντίθεση με την επέμβαση στο ήθος του ανθρώπου που ως κάτι έμψυχο χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς. Ας τολμήσουμε σ’ αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η μορφοποίηση και η εναρμόνιση των αντιμαχόμενων τάσεων της ψυχής του ανθρώπου είναι κι αυτές ένα ξεδίπλωμα μιας φυσικής μορφής προς την τελειότητα. Ενώ όμως η φύση αενάως μεταπίπτει από τη μια τέλεια κατάσταση στην άλλη, η ηθική αρετή είναι μια «τελειότης φύσεως» και μια «κατορθωμένη φύσις», για να θυμηθούμε τον αριστοτελικό σχολιαστή Ασπάσιο, μια στιγμή δηλαδή που τίποτα δεν έχει να της προσθέσει ή να της αφαιρέσει κανείς. Ο φορέας της μπορεί στο εξής ακονιτί και αβίαστα να την εξασκεί αντλώντας ένα μόνιμο αίσθημα ευχαρίστησης. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να βοηθήσει ακόμη και τη φύση στην ολοκλήρωση του έργου της, μέσω των «τεχνών», της τεχνικής δεξιότητας που από έναν «καλό» άνθρωπο τίθενται στην υπηρεσία του αγαθού.
Προείπαμε ήδη ότι μεσότητα στην ηθική αρετή είναι τελικά η σωστή στάση που τηρεί κανείς απέναντι στα πάθη, το «άλογον» μέρος της ψυχής. Όταν κανείς σταθμίζει τις αντιδράσεις του σύμφωνα με τη δεοντολογία των καταστάσεων και των συγκυριών, δρα σωστά («κατορθούται») και συγκεντρώνει τον έπαινο («επαινείται») του περιβάλλοντος του. Ηπιότερη (έλλειψη) η εντονότερη (υπερβολή) συναισθηματική έκφραση οδηγεί στο λάθος («αμαρτάνεται») και επιφέρει την κοινωνική κατακραυγή («ψέγεται») [Ενότητα 9η].
 Για να ανακεφαλαιώσει ο Αριστοτέλης (Ενότητα 10η), αναθυμάται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων, που υποστήριζαν ότι η αρχή πάντων είναι τα εναντία, δέκα αντιθετικά ζεύγη εννοιών που τοποθετούνται σε δύο στοίχους με προεξάρχοντα στον πρώτο το «αγαθόν» και στο δεύτερο το «κακόν». Οι σύστοιχες του αγαθού έννοιες είναι φυσικά οι θετικές. Παρατηρώντας ο Αριστοτέλης ότι το «αγαθόν» τοποθετείται μαζί με το «άπειρον» δε δυσκολεύεται να παρατηρήσει πόσο εύκολα μπορεί κανείς να εξοκείλει της πορείας και να βρεθεί είτε στην τροχιά της υπερβολής ή της έλλειψης, πόσο δύσκολη είναι η ανεύρεση της ηθικής αρετής και πόση αυταπάρνηση και αφοσίωση απαιτεί ο αγώνας για την ανίχνευσή της. Μια μικρή παράκαμψη στο δρόμο προς το αγαθό και βρίσκεται κανείς είτε στην υπερβολική είτε στην ελλειμματική κατάσταση.
 Ώρα όμως για τον ορισμό. Τελικά η ηθική αρετή είναι μια μεσότητα που ο καθορισμός της βασίζεται σε υποκειμενικά δεδομένα, την επιλέγει ελεύθερα ο άνθρωπος, αφού κανείς δεν πρόκειται να τη συναντήσει, αν το έργο αυτό του ανατεθεί καταναγκαστικά. Μπούσουλα στην πορεία του προς αυτήν δεν έχει μόνο τα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του και της ζωής του αλλά τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Όποιος κατορθώνει να εκδηλώνει, με βοηθό αυτήν τα συναισθήματα και τις πράξεις του, φτάνει στο τέλος του, στη μεσότητα της ηθικής αρετής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: