Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Σοφοκλή: Αντιγόνη

Σοφοκλή:  Αντιγόνη 688-739, Μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρης


Σοῦ δ’ οὖν πέφυκα πάντα προσκοπεῖν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει·
(690) τὸ γὰρ σὸν ὄμμα δεινὸν ἀνδρὶ δημότῃ λόγοις τοιούτοις, οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων.
Ἐμοὶ δ’ ἀκούειν ἔσθ’ ὑπὸ σκότου τάδε,
τὴν παῖδα ταύτην οἷ’ ὀδύρεται πόλις,
πασῶν γυναικῶν ὡς ἀναξιωτάτη
(695) κάκιστ’ ἀπ’ ἔργων εὐκλεεστάτων φθίνει, ἥτις τὸν αὑτῆς αὐτάδελφον ἐν φοναῖς
πεπτῶτ’ ἄθαπτον μήθ’ ὑπ’ ὠμηστῶν κυνῶν
εἴασ’ ὀλέσθαι μήθ’ ὑπ’ οἰωνῶν τινος·
οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν;
(700) τοιάδ’ ἐρεμνὴ σῖγ’ ἐπέρχεται φάτις.
Ἐμοὶ δὲ σοῦ πράσσοντος εὐτυχῶς, πάτερ,
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα τιμιώτερον·
τί γὰρ πατρὸς θάλλοντος εὐκλείας τέκνοις
ἄγαλμα μεῖζον, ἢ τί πρὸς παίδων πατρί;
(705) Μή νυν ἓν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει,
ὡς φῂς σύ, κοὐδὲν ἄλλο, τοῦτ’ ὀρθῶς ἔχειν·
ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν μόνος δοκεῖ,
ἢ γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἄλλος, ἢ ψυχὴν ἔχειν,
οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.
(710) Ἀλλ’ ἄνδρα, κεἴ τις ᾖ σοφός, τὸ μανθάνειν
πόλλ’ αἰσχρὸν οὐδὲν καὶ τὸ μὴ τείνειν ἄγαν.
Ὁρᾷς παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις ὅσα
δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται,
τὰ δ’ ἀντιτείνοντ’ αὐτόπρεμν’ ἀπόλλυται.
(715) Αὔτως δὲ ναὸς ὅστις ἐγκρατῆ πόδα
τείνας ὑπείκει μηδέν, ὑπτίοις κάτω
στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται.
Ἀλλ’ εἶκε θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου.
Γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ’ ἐμοῦ νεωτέρου
(720) πρόσεστι, φήμ’ ἔγωγε πρεσβεύειν πολὺ
φῦναί τιν’ ἄνδρα πάντ’ ἐπιστήμης πλέων·
εἰ δ’ οὖν, φιλεῖ γὰρ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν,
καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν.
ΧΟ. Ἄναξ, σέ τ’ εἰκός, εἴ τι καίριον λέγει,
(725) μαθεῖν, σέ τ’ αὖ τοῦδ’· εὖ γὰρ εἴρηται διπλᾶ.
ΚΡ. Οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ
φρονεῖν ὑπ’ ἀνδρὸς τηλικοῦδε τὴν φύσιν;
ΑΙ. Μηδὲν τὸ μὴ δίκαιον· εἰ δ’ ἐγὼ νέος,
οὐ τὸν χρόνον χρὴ μᾶλλον ἢ τἆργα σκοπεῖν.
(730) ΚΡ. Ἔργον γάρ ἐστι τοὺς ἀκοσμοῦντας σέβειν;
ΑΙ. Οὐδ’ ἂν κελεύσαιμ’ εὐσεβεῖν εἰς τοὺς κακούς.
ΚΡ. Οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ’ ἐπείληπται νόσῳ;
ΑΙ. Οὔ φησι Θήβης τῆσδ’ ὁμόπτολις λεώς.
ΚΡ. Πόλις γὰρ ἡμῖν ἁμὲ χρὴ τάσσειν ἐρεῖ;
(735) ΑΙ. Ὁρᾷς τόδ’ ὡς εἴρηκας ὡς ἄγαν νέος;
ΚΡ. Ἄλλῳ γὰρ ἢ ’μοὶ χρή με τῆσδ’ ἄρχειν χθονός;
ΑΙ. Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ’ ἥτις ἀνδρός ἐσθ’ ἑνός.
ΚΡ. Οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται;
ΑΙ. Καλῶς ἐρήμης γ’ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος.
Για σένα λοιπόν είμαι εγώ που πρέπει
φυσικά να προσέχω όλα όσα οι άλλοι
ή λένε ή κάνουν ή έχουν να σου ψέξουν.
Γιατί μπροστά σε σένα θα 'χε φόβο
να λέη ένας πολίτης τέτοια λόγια
που δε θα ευχαριστιόσουν να τ' ακούσης·
μα εγώ έτσι από κρυφά μπορώ ν' ακούω
πόσο θρηνούν την κόρη αυτή στην πόλη,
που ενώ πιο λίγο απ' όλες τις γυναίκες
τ' άξιζε αυτό, έτσι άτιμα πεθαίνει
για μια τόσο λαμπρή και τίμια πράξη·
γιατί τον αδερφό της που κοιτόνταν
σκοτωμένος στη μάχη άθαφτος έτσι,
δεν άφησε να τον σπαράξουν μήτε
σκυλιά αιμοβόρα, μήτε τ' άγρια τα όρνια·
δεν είν' αυτή λοιπόν άξια να τύχη
χρυσή τιμή; Τέτοιες σιγά γυρνούνε
σκεπαστές ομιλίες μες στην πόλη.
Μα εγώ, πατέρα, άλλο κανένα χτήμα
δεν έχω πιο ακριβό από τη δική σου
την ευτυχία· γιατί και ποιο στολίδι
στα παιδιά μπορεί να 'ναι πιο μεγάλο
απ' την τιμή και δόξα του πατέρα,
ή στον πατέρα πάλι απ' των παιδιών του;
Μην κρατής λοιπόν μέσα σου ένα μόνο
τρόπο να σκέπτεσαι, και να πιστεύης
πως ό,τι λες εσύ και τίποτ' άλλο
δεν είναι ορθό, γιατ' όποιοι το νομίζουν,
πως μόνοι αυτοί είναι φρόνιμοι, ή πως έχουν
ή γλώσσα ή πνεύμα που δεν έχουν άλλοι,
αυτοί αν τους ξεψαχνίσης θα βρεθούνε
ολότελ' άδειοι· μα ένας άνθρωπος
και σοφός να 'ναι, δεν είναι ντροπή του
να μαθαίνη πολλά και να μη σφίγγη
το δοξάρι πολύ· βλέπεις τα δέντρα
που πλάι στο φουσκωμένο ρέμα σκύβουν
κεφάλι, πως γλυτώνουν τα κλωνιά τους,
μα οσ' αντιστέκουν σύγκορμα χαλιούνται·
έτσι κι όταν κανείς καραβοκύρης
παρασφίξη τη σκότα και δε λέει
να λασκάρη στον άνεμο καθόλου,
θ' αναποδογυρίση και πια τότε
με προύμυτα κουβέρτα θ' αρμενίζη.
Μα δόσε τόπο στην οργή και στρέξε
απόφαση ν' αλλάξης, γιατί αν είμαι
άξιος κι εγώ, αν και νεώτερος, να κρίνω
κάτι σωστό, λέω πως πολύ πιο πάνω
απ' όλ' αξίζει να 'χη γεννηθή
κανείς μ' όλη του κόσμου τη σοφία·
μα αφού δεν συνηθά ένα τέτοιο πράμα
να γίνεται, καλό είναι και να θέλη
ν' ακούη εκείνους πού σωστά μιλούνε.

ΧΟΡΟΣ
Δε βλάφτει, ω βασιλιά, να τον ακούσης, αν κάτι λέη σωστό· και συ το ίδιο· γιατί καλά τα 'χετε πη κι οι δυο σας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εμείς, σ' αυτή την ηλικία, να θέλη ένα παιδί να μας διδάξη γνώση;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Το δίκιο μόνο· κι αν εγώ είμαι νέος, όχι τα χρόνια μα τα έργα πρέπει να κοιτάζη κανείς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και το λες έργο, τους παραβάτες να τιμάς του νόμου;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ούτε και θα συμβούλευα κανένα σε τιμή να 'χη τους κακούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και μήπως δεν έχει αυτή πιαστή σε τέτοιο κρίμα;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Όχι, φωνάζει μ' ένα στόμα ο λαός όλος της Θήβας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και λοιπόν μια πόλη θα ορίση εμένα τι έχω να διατάζω;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν πάρα πολύ νέος;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γι' άλλον, κι όχι για μένα πρέπει λοιπόν να κυβερνώ τη χώρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν υπάρχει χώρα καμιά που να 'ναι ενός ανθρώπου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ώστε δε θεωρείται η πόλη εκείνου που είναι ο άρχοντάς της;

ΑΙΜΟΝΑΣ
Ωραία θα κυβερνούσες τότε μόνος μια έρημη χώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: