Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει…
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η αρχή του σύγχρονου
πολιτισμού οφείλεται στο χώμα και το νερό.
Γύρω στο 6000 π.Χ. οι άνθρωποι επέλεξαν να εγκαταλείψουν το
κυνήγι και να στραφούν στη γεωργία και τη
κτηνοτροφία. Αναζητώντας εύφορο έδαφος ανακάλυψαν τη Μεσοποταμία,
που διαθέτει πλούσιο αργιλώδες έδαφος και άφθονο νερό.
Η καλλιέργεια της γης τούς ανάγκασε να σταματήσουν τις
μετακινήσεις και έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί στην
ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο πηλός της Μεσοποταμίας εξασφάλιζε την τροφή των ανθρώπων αλλά
κάποια στιγμή αποτέλεσε και το πρώτο μέσο γραφής.
Οι άνθρωποι διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να χαράζουν τον πηλό, να
καταγράφουν ιδέες και στη συνέχεια αφήνοντας τις πλάκες να
στεγνώσουν στον ήλιο τα χαράγματα
διατηρούνταν για πολύ καιρό.
Με την έναρξη της ζωής στους οργανωμένους οικισμούς άρχισε και η δημιουργία των πρώτων κοινωνικών τάξεων
(άρχοντες, έμποροι, τεχνίτες, δούλοι). Τα πρώτα γραπτά κείμενα
είναι καταγραφές δούλων, ζώων και εμπορευμάτων σε
πηλό.
Έτσι, η γέννηση της γραφής, κορυφαίο γεγονός
στην ιστορία του πολιτισμού, συμπίπτει με το γεγονός της
δημιουργίας της ταξικής κοινωνίας.
Αλλά έτσι ήταν πάντα η ανθρώπινη ύπαρξη. Ικανή για
τα καλύτερα και τα χειρότερα.
Άλλωστε κάθε γεγονός έχει τα θετικά του και τα αρνητικά
του.
Η γέννηση της γραφής, που συνέπεσε με τη
δημιουργία των κοινωνικών τάξεων, έδωσε και
δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους χαμηλών
κοινωνικών τάξεων να μορφωθούν, να βελτιώσουν
και να αλλάξουν τη ζωή τους.
Για τη χάραξη των συμβόλων στις πήλινες πλάκες χρησιμοποιούνταν
καλάμια, που αφθονούν στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Στο ένα άκρο
το καλάμι ήταν στρογγυλό, ενώ το άλλο άκρο ήταν διαμορφωμένο σε
μορφή σφήνας για να είναι ευκολότερη η χάραξη των
συμβόλων.
Έτσι, δημιουργήθηκε η σφηνοειδής γραφή, η πρώτη μορφή γραπτού
λόγου γύρω στο 3300 π.Χ. Έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα περίπου 500000
πήλινες πινακίδες με σφηνοειδή γραφή από τις οποίες οι 500 αφορούν
μαθηματικά.
Το τελευταίο κείμενο με σφηνοειδή γραφή χρονολογείται στο 75 μ.Χ.
Η γραφή αυτή αποκρυπτογραφήθηκε στις αρχές του
19ου αιώνα από τον Άγγλο
Henry
Rawlinson.
Περίπου την ίδια εποχή ένας άλλος πολιτισμός δημιουργήθηκε στη
γειτονική περιοχή της κοιλάδας του Ινδού ( περιλαμβάνει εδάφη του
σημερινού Πακιστάν, της βορειοδυτικής Ινδίας και του Αφγανιστάν).
Οι κάτοικοι εδώ έχτισαν λαμπρές πόλεις με δρόμους, οικοδομικά τετράγωνα, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, και
κατοικίες με πισίνες, θερμάστρες και φούρνους.
Εδώ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο χάρακας με υποδιαιρέσεις και
το σκάκι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κάτοικοι είχαν
εμπορικές συναλλαγές με τους κατοίκους της
Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου.
Το κέντρο του πολιτισμού αυτού ήταν η πόλη Χαράπα και γι αυτό ονομάζεται και χαράπειος πολιτισμός. Η αρχή του
τοποθετείται στο 5000 π.Χ., η μεγάλη ανάπτυξη άρχισε το 2500 π.Χ.,
μετά άρχισε η παρακμή και εξαφανίστηκε ολοσχερώς το 1500 π.Χ. Σύμφωνα με τεκμηριωμένες πρόσφατες έρευνες η
εξαφάνιση οφείλεται στην κλιματική αλλαγή της εποχής. Πηγή ζωής
στην περιοχή αποτελούσε ο ποταμός Σαρασβάτι, στις όχθες του οποίου
αναπτύχθηκαν όλες οι δραστηριότητες των κατοίκων.
Οι μουσώνες της περιοχής άρχισαν σταδιακά να εξασθενούν, τα νερά
του ποταμού λιγόστεψαν, η
καλλιέργεια των αγρών έγινε αδύνατη και ο
πολιτισμός έσβησε από την ξηρασία. Ο σπουδαίος
αυτός πολιτισμός είχε αναπτύξει και τη δική του
γραφή. Περισσότερες από 100 προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα
για την αποκρυπτογράφηση της γλώσσας αυτής χωρίς αποτέλεσμα και
γι’ αυτό το λόγο ο πολιτισμός αυτός παραμένει ένα μυστήριο.
Και από τον εξαφανισμένο ποταμό Σαρασβάτι περνάμε στον ζωοδότη
Νείλο, «το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις
κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε
δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα, Γ.
Σεφέρης».
Γύρω από το Νείλο και την εύφορη γη άρχισε να ακμάζει το βασίλειο
της Αιγύπτου, που δημιούργησε τη δική του γλώσσα, την ιερογλυφική
γραφή, γύρω στο 3100 π.Χ. Η γλώσσα αυτή έζησε περίπου 3000 χρόνια
και εξαφανίστηκε το 450 μ.Χ. με την έλευση του χριστιανισμού, ο
οποίος απαγόρευσε τη χρήση της, με στόχο το ξερίζωμα του
παγανιστικού παρελθόντος της Αιγύπτου.
Η γραφή αυτή ξεχάστηκε αλλά επανήλθε στο προσκήνιο τον 17ο
αιώνα μ.Χ. Ο πάπας Σίξτος ο 5ος αποφάσισε
την ανακαίνιση της Ρώμης και στις διασταυρώσεις των δρόμων
τοποθετήθηκαν, για διακόσμηση, οβελίσκοι φερμένοι από την
Αίγυπτο.
Πάνω στους οβελίσκους ήταν χαραγμένα ιερογλυφικά τα οποία
κίνησαν την περιέργεια των αρχαιολόγων οι οποίοι άρχισαν τις
προσπάθειες ερμηνείας τους. Όμως οι προσπάθειες δεν απέδωσαν. Πολύ
αργότερα, το 1799 γάλοι στρατιώτες, που ανήκαν στο εκστρατευτικό
σώμα του Μεγάλου Ναπολέοντα, στρατοπέδευσαν στο οχυρό Ζιλιέν μέσα
στην πόλη της Ροζέτας, που βρίσκεται στο δέλτα του
Νείλου.
Οι στρατιώτες πήραν εντολή να κατεδαφίσουν ένα αρχαίο τείχος για
να επεκταθεί το οχυρό. Κατά την κατεδάφιση βρήκαν μια πέτρινη
στήλη με χαραγμένες τρεις επιγραφές. Το ίδιο κείμενο είχε χαραχθεί
στα ελληνικά και σε δυο εκδοχές ιερογλυφικών. Η στήλη ονομάστηκε
στήλη της Ροζέτας, χρονολογήθηκε στο 196 π.Χ. και αποτελεί το πιο διάσημο κομμάτι πέτρας στην ιστορία της
αρχαιολογίας.
Ο λόγος; Η ανάγνωση του κειμένου,
που
ήταν γραμμένο στα ελληνικά,
οδήγησε
στην
αποκρυπτογράφηση της ιερογλυφικής γραφής, που μέχρι τότε δεν είχε
επιτευχθεί..
Ο Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν (Jean-François
Champollion) γεννήθηκε στο Φιζεάκ της Γαλλίας το 1790. Ήταν το
τελευταίο από τα επτά παιδιά της οικογένειας (δύο από τα οποία
πέθαναν πριν τη γέννησή του). Έζησε στην Γκρενόμπλ αρκετά χρόνια και από την παιδική του ηλικία επέδειξε ασυνήθιστη
έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Ήδη στην ηλικία των 16 ετών, γνώριζε αρκετές γλώσσες και είχε
παρουσιάσει ένα δοκίμιό του στην ακαδημία της Γκρενόμπλ σχετικά με
την κοπτική γλώσσα. Το 1807 μετακόμισε στο Παρίσι όπου σπούδασε στη
σχολή ανατολικών γλωσσών. Σε ηλικία 20 ετών, μιλούσε λατινικά, αρχαία ελληνικά, εβραϊκά, αμχαρικά, σανσκριτικά,
παχλαβί, αραβικά, συριακά, χαλδαϊκά, περσικά και κινέζικα.
Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ
ως επίκουρος καθηγητής της Ιστορίας. Εκεί, σε
ηλικία 24 ετών, εξέδωσε το έργο με τίτλο «Η Αίγυπτος την εποχή των
Φαραώ». Το 1815 η σχολή του έκλεισε και έμεινε χωρίς δουλειά.
Το ενδιαφέρον του για τις ανατολικές γλώσσες,
ιδιαίτερα την κοπτική, οδήγησε τους ιθύνοντες να του αναθέσουν το
καθήκον της αποκρυπτογράφησης τής τότε
νεοανακαλυφθείσης στήλης της Ροζέτας.
Στηριζόμενος στη βαθιά γνώση που είχε για τις ανατολικές γλώσσες
ξεκίνησε μια κοπιώδη προσπάθεια για την αποκρυπτογράφηση των
ιερογλυφικών και μέσα σε δυο χρόνια κατάφερε να λύσει το
μυστήριο.
Το 1824 έστειλε τα πρώτα αποτελέσματα στη γαλλική ακαδημία
επιγραφών και στη συνέχεια δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε βιβλίο με
τίτλο «Σύνοψη του ιερογλυφικού συστήματος (Précis du système hiéroglyphique)».
Το 1828 πραγματοποίησε ταξίδι διάρκειας 18 μηνών
στην Αίγυπτο για να γνωρίσει από κοντά τον πολιτισμό της
περιοχής.
Έτσι, είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί μνημεία και να μελετήσει
επιγραφές επί τόπου. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι το 1831, διορίστηκε
καθηγητής στην έδρα της αιγυπτιακής ιστορίας και αρχαιολογίας που
δημιουργήθηκε ειδικά γι αυτόν. Δεν πρόλαβε όμως
να χαρεί. Το 1832 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε στο Παρίσι
σε ηλικία 41 ετών. Το τελευταίο έργο του που αφορούσε το ταξίδι στην
Αίγυπτο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του με τη φροντίδα του αδελφού του. Ήταν
μια σύντομη ζωή με πλούσιο και ανεξίτηλο έργο.
Οι περισσότεροι φιλόλογοι του 19ου αιώνα θεωρούσαν τα
έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ως απλούς θρύλους. Το
1872 ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλίμαν ανακάλυψε την Τροία στα
δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και ξαφνικά οι ομηρικοί μύθοι
έγιναν ιστορία.
Μεταξύ του 1872 και 1900 οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως και
άλλες μαρτυρίες που έδειχναν ότι ο ελληνικός πολιτισμός άρχισε να
αναπτύσσεται το 2800 π.Χ. και έφτασε στο απόγειό του γύρω στο 1100
π.Χ. με κέντρο τις Μυκήνες στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κνωσό
στην Κρήτη. Μετά την ανακάλυψη της Τροίας ο
Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς άρχισε να
αναζητά στοιχεία για τον ελληνικό πολιτισμό αυτής της
περιόδου.
Το 1900 ξεκίνησε τις ανασκαφές στην Κρήτη και σύντομα
ήρθε στο φως το λαμπρό
ανάκτορο της Κνωσού και πολλές πήλινες
πινακίδες με μια άγνωστη γραφή. Οι πήλινες αυτές πινακίδες είχαν
χαραχτεί και στεγνώσει στον ήλιο με σκοπό να ξαναζυμωθούν με νερό
και ξαναχρησιμοποιηθούν στο μέλλον. Η τύχη όμως
έπαιξε σημαντικό ρόλο και οι πινακίδες σώθηκαν.
Φαίνεται ότι το ανάκτορο καταστράφηκε από
πυρκαγιά και οι μεγάλες θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν έψησαν τις
πινακίδες με αποτέλεσμα να διατηρηθούν ανέπαφες μέχρι σήμερα. Η κατάστασή τους ήταν τόσο καλή που διακρίνονταν ακόμη και τα
δακτυλικά αποτυπώματα των γραφέων.
Μετά την ανακάλυψη των πινακίδων άρχισε η προσπάθεια για την
αποκρυπτογράφησή τους. Οι πινακίδες κατατάχθηκαν σε τρεις
κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αυτές που φέρουν επάνω
τους σχέδια ή σημαγράμματα και ανήκουν στην περίοδο μεταξύ 2000
και 1650 π.Χ. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει πινακίδες που έχουν
χαραγμένους χαρακτήρες αποτελούμενους από απλές γραμμές και γι
αυτό η γραφή αυτή ονομάστηκε γραμμική Α (1750-1450
π.Χ.).
Η τρίτη σειρά πινακίδων, που χρονολογείται μεταξύ 1450 και 1375
π.Χ. περιέχει χαρακτήρες που αποτελούνται και πάλι από γραμμές
αλλά η γραφή είναι πιο εξελιγμένη και γι αυτό ονομάστηκε γραμμική
Β.
Ο Έβανς υποστήριζε με πάθος ότι η γραμμική Β
ήταν μια
τοπική γραφή που αναπτύχθηκε μόνο στην Κρήτη και δεν ήταν ελληνική
γλώσσα. Η άποψη αυτή είχε γίνει ευρέως αποδεκτή αλλά υπήρχαν
ελάχιστοι αιρετικοί που υποστήριζαν ότι οι Μίνωες μιλούσαν και
έγραφαν ελληνικά. Ο Έβανς αντιδρούσε δυναμικά
στην άποψη αυτή και ανάγκασε τον Α. Τζ. Μπ. Ουέις, καθηγητή του
Κέμπριτζ, να παραιτηθεί από τη βρετανική αρχαιολογική
σχολή Αθηνών, επειδή υποστήριζε την άποψη αυτή. Η
διαμάχη πήρε άλλη τροπή το 1939, όταν ο Καρλ Μπλέγκεν, από το
πανεπιστήμιο του Σινσινάτι των ΗΠΑ, ανακάλυψε
πινακίδες με γραμμική Β στο ανάκτορο του Νέστορα στην
Πύλο.
Η ύπαρξη της γραμμικής Β στην ηπειρωτική Ελλάδα,
όπου μιλούσαν ελληνικά, σήμαινε ότι η γλώσσα αυτή ήταν ελληνική.
Αυτό ήταν το νέο επιχείρημα της μειοψηφίας που υποστήριζε την άποψη
ότι η γραμμική Β ήταν ελληνική. Ο Έβανς αντέστρεψε το επιχείρημα λέγοντας ότι οι
Μίνωες μιλούσαν την μινωική γλώσσα και, εφ’ όσον βρέθηκαν πινακίδες
με γραμμική Β στην ηπειρωτική Ελλάδα, σημαίνει ότι και εκεί μιλούσαν
μινωικά. Ο Σερ
Άρθουρ Έβανς πέθανε το 1941, σε ηλικία 90 ετών,
υποστηρίζοντας μέχρι τέλους ότι η γραμμική Β δεν ήταν ελληνική γλώσσα. Δεν είχε την τύχη να ζήσει την
αποκρυπτογράφηση της γραφής για να διαβάσει με τα ίδια του τα μάτια
το νόημα αυτών που ανακάλυψε.
Το 1952, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Έβανς, το
BBC
κάλεσε τον Άγγλο αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις (
Michael Ventris),
να μιλήσει για το θέμα των μινωικών γραφών. Μετά
από μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα, ο Βέντρις έκανε την εξής
επαναστατική ανακοίνωση
:
«Τις τελευταίες βδομάδες κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι πινακίδες
της Κνωσού και της Πύλου θα πρέπει τελικά να είναι γραμμένες στα
ελληνικά –ελληνικά δύσκολα και αρχαϊκά, αφού είναι πεντακόσια χρόνια
παλαιότερα από τον Όμηρο και γραμμένα σε μια μάλλον συνεπτυγμένη
μορφή, αλλά πάντως ελληνικά»
Η ανακοίνωση αυτή ήταν στην ουσία το τέλος του μυστηρίου της
γραμμικής Β. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 6 Σεπτεμβρίου 1956, ο
Βέντρις καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του αργά τη νύχτα, συγκρούστηκε
με ένα φορτηγό και σκοτώθηκε σε ηλικία 34 ετών. Ήταν το τέλος ενός λαμπρού πνεύματος στο οποίο ο ελληνικός πολιτισμός
οφείλει πολλά. Ποιος ήταν όμως ο νεαρός
αρχιτέκτονας που κατάφερε να λύσει το μυστήριο σε τόσο λίγο
χρόνο;
Ο Μάικλ Βέντρις γεννήθηκε
στην Αγγλία το 1922. Γιος ενός συνταγματάρχη
του βρετανικού στρατού και της πολωνοβρετανίδας Άννα Ντοροθέα
Γιάνας πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε οικοτροφεία της Ελβετίας,
όπου φάνηκε η κλίση του στην εκμάθηση γλωσσών.
Μέχρι τα εννέα του χρόνια είχε μάθει γαλλικά, γερμανικά, αρχαία
ελληνικά και λατινικά. Το 1936 το βρετανικό μουσείο οργάνωσε
επετειακή έκθεση για τη μινωική τέχνη με αφορμή τη συμπλήρωση 50
χρόνων δράσης της βρετανικής σχολής Αθηνών.
Ο Έβανς, 85 ετών τότε, ήταν παρών και παρουσίασε στους μαθητές
τις πινακίδες της γραμμικής Β, αναφέροντας ότι
δεν είχαν αποκρυπτογραφηθεί. Ο Βέντρις, που ήταν
παρών, ρώτησε με μεγάλη περιέργεια τον Έβανς αν η μη
αποκρυπτογράφηση ήταν αλήθεια. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε το
επίμονο ταξίδι του προς την αποκρυπτογράφηση
και άρχισε να διαβάζει
λεπτομερώς για τη γραμμική Β. Το 1940 άρχισε σπουδές
αρχιτεκτονικής στο Λονδίνο και στον ελεύθερο
χρόνο του ασχολούνταν συνεχώς με την κατανόηση της γραμμικής Β,
έχοντας την πίστη ότι επρόκειτο για μια γλώσσα συγγενή της
ετρουσκικής.
Το 1942 κατατάχτηκε στη Βασιλική Αεροπορία και ξεκίνησε
εκπαίδευση πιλότου, αλλά τελικά κατέληξε αεροναυτίλος και
ασχολήθηκε με την αποκρυπτογράφηση κωδικοποιημένων μηνυμάτων κατά
τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην οικογένειά του
και στις σπουδές του στην αρχιτεκτονική, από
όπου αποφοίτησε το 1948. Δε σταμάτησε όμως ποτέ να ασχολείται με
την αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β, έχοντας μάλιστα τακτική
αλληλογραφία με άλλους ερευνητές και επαφή με καταξιωμένους
επιστήμονες.
Λόγω της πλάνης στην οποία είχε πέσει ακολουθώντας τις εσφαλμένες
θεωρίες του Έβανς, και παρά τις συνεχείς έρευνες δε σημειώθηκε σημαντική πρόοδος, ώσπου η Αμερικανίδα καθηγήτρια
Άλις Κόμπερ παρατήρησε ότι ομάδες συμβόλων, που
ονομάστηκαν τα τρίδυμα της Κόμπερ, φανέρωναν κλίση λέξεων. Η Κόμπερ είχε φτάσει πολύ κοντά στη λύση του
μυστηρίου αλλά δεν πρόλαβε. Πέθανε από καρκίνο το 1950 σε ηλικία
43 ετών. Η κλίση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο
για γλώσσα με γραμματικούς κανόνες, όπως της
ελληνικής.
Το 1951 ο Βέντρις άρχισε να διανέμει τις σημειώσεις εργασίας του
σε άλλους ερευνητές και να σχηματίζει κανάβους, όπου καταχώριζε τα
σύμβολα ανάλογα με την πιθανή σημασία τους. Παραιτήθηκε μάλιστα
από την αρχιτεκτονική εργασία του για να ασχοληθεί με την
αποκρυπτογράφηση.
Τελικά το 1952 αποτόλμησε να εγκαταλείψει την υπόθεση της
ετρουσκικής γλώσσας και να δοκιμάσει την πιθανότητα της ελληνικής.
Σε συνεργασία με τον Τζων Τσάντγουικ προχώρησε
την έρευνά του και δημοσίευσε στοιχεία που αποδείκνυαν την
ορθότητα της αποκρυπτογράφησης. Σύντομα έγινε γνωστός, και ένα νέο
ρεύμα ενδιαφέροντος για την μυκηναϊκή Ελλάδα και τον κρητικό
πολιτισμό αναπτύχθηκε σε όλο τον κόσμο. Μαζί με τον Τσάντγουικ
έγραψε το βιβλίο «Documents in Mycenaean Greek», ενώ το 1954 εργάστηκε ως σχεδιαστής σε ανασκαφές στο Εμποριό
της Χίου, όπου αναφέρεται ότι μετέφραζε πινακίδες αμέσως μετά από
την ανασκαφή τους.
Θα λέγαμε ότι μέχρι το 1952 και την αποκρυπτογράφηση της
γραμμικής Β η παλαιότερη μορφή της ελληνικής
γλώσσας ήταν η γλώσσα του Ομήρου που ανάγεται στον 8ο
αιώνα π.Χ. Με την αποκρυπτογράφηση της
γραμμικής Β στην ουσία ανακαλύφτηκε η γλώσσα
του Οδυσσέα και η γραπτή παράδοση του ελληνικού πολιτισμού μεταφέρθηκε επτά περίπου αιώνες
νωρίτερα (από τον 8ο αιώνα π.Χ. στον 15ο). Η
γραμμική Α, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το δίσκο της Φαιστού,
δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα.
Ο Ζαν - Φρανσουά Σαμπολιόν, η Άλις Κόμπερ και ο Μάικλ Βέντρις, όλοι τους ταλαντούχοι επιστήμονες, αφιέρωσαν τη
ζωή τους στην αποκρυπτογράφηση των αρχαίων γλωσσών και σφράγισαν
με το έργο τους την ιστορία του πολιτισμού, παρότι πέθαναν
νέοι.
Αστέριος Παντοκράτορας
Καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης
(Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η Παρέμβαση, Τεύχος
165, 2012-2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου