Μουντή η φετινή εθνική επέτειος, η τελευταία
πριν από τα εμβληματικά διακόσια χρόνια της Επανάστασης. Μια 25η Μαρτίου
απρόθυμη να ευαγγελιστεί οτιδήποτε. Τόσο κλειστή άνοιξη, με την
κατάθλιψη να απειλεί να γίνει πάνδημη, δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ. Ας
επιμείνουμε ωστόσο, προς παραμυθία, στο τότε, στο ’21. Που κι αυτό,
άλλωστε, απείλησε να το ξαποστείλει στον οριστικό χειμώνα, προτού
καρπίσει, η εμφυλιοπολεμική κατάθλιψη.
Το τελευταίο μου σεργιάνι στα παλαιοβιβλιοπωλεία, πριν κλείσουν κι αυτά, ξανάφερε στα χέρια μου ένα βιβλίο που το ’χα διαβάσει μια φορά κι έναν καιρό, είχα μάθει από αυτό, αλλά τα ίχνη εκείνης της πρώτης έκδοσής του, εν έτει 1971, τα είχα χάσει από χρόνια. Στον τίτλο του βιβλίου συστεγάζονται δύο από τα πάθη μου: «Η γλώσσα και το Εικοσιένα». Υπότιτλος: «Λογιώτατοι, φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες, τίτλοι, αξιώματα και προσαγορεύσεις». Συγγραφέας ο Κυριάκος Σιμόπουλος, το συνολικό έργο του οποίου (ανάμεσά τους και η πολύτομη προσφορά του για τους ξένους περιηγητές στη Ελλάδα και τη συγχρονική στάση των ξένων απέναντι στην Επανάσταση) ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις «Στάχυ».
Διπλή, τι άλλο, η γλώσσα του ’21. Χονδρικά, η γλώσσα των πολεμιστών και η γλώσσα των πολιτικών. Των αγράμματων, που μιλούσαν όπως σκέφτονταν και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, στα απλά και στα μεγάλα, και των σπουδαγμένων, που ήθελαν να φορέσουν χλαμύδα και στα λεγόμενα των καπεταναίων. Χαρακτηριστικό είναι το εξής επεισόδιο, στην περιγραφή του Σιμόπουλου:
«Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε, λένε, περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε το γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο για μερικά τουλουμοτύρια που χρειαζόταν το στράτευμα. Ο λογιώτατος γέμισε δυο κατεβατά. Με τα πανωγράμματα, τους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. “– Ακόμα μωρέ;” τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντάς τον να πασχίζει, ιδροκοπώντας κάτω από το λύχνο. Κι όταν είδε τα κατορθώματα του γραμματικού έφριξε. Κόβει ένα κομμάτι χαρτί, μισή παλάμη, και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: “Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης”. Και το ’στειλε μ’ ένα φτεροπόδαρο παλικαρόπουλο».
Οι πολεμιστές –ο λαός– δεν είχαν λόγο καθημερινό και λόγο επίσημο, λερό και καθαρό, αυθόρμητο και επεξεργασμένο. Και στις κουβέντες τους χρησιμοποιούσαν φυσικά πολλές ξένες λέξεις, αρβανίτικες, τούρκικες, ενετικές, κατά την καταγωγή τού καθενός. Οι αιώνες της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας, καθώς και οι σχέσεις (ειρηνικές ή εμπόλεμες) με Αλβανούς/Αρβανίτες, είχαν αφήσει ευδιάκριτα ίχνη στη νεοελληνική, που προκαλούσαν την αποστροφή των λογίων, όπως βλέπουμε και στον «καθαρισμό» δημοτικών τραγουδιών. Το φετινό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων, με θέμα «Λογοτεχνία και Επανάσταση», είναι αφιερωμένο στο 1821. Στη μικρή μου συμβολή εκεί δοκίμασα, αντιστρέφοντας τη λογική του γνωστού «μανιφέστου» του Ξενοφώντα Ζολώτα, να γράψω μια «προκήρυξη» με λέξεις που δεν «μας δόθηκαν» ελληνικές, αλλά ξένες που έγιναν ελληνικές. Τις άντλησα από απομνημονεύματα αγωνιστών και από δημοτικά τραγούδια, κυρίως κλέφτικα (το «βρας» αναπαράγεται βέβαια από τον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου· «το βροντοφώνησαν οι ναυμάχοι του 21 κι’ ο αείμνηστος κι’ ένδοξος ναύαρχος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Ελλης» σημειώνει ο ποιητής). Αρκετές από αυτές ξεχάστηκαν πια – όταν έλειψαν και τα πράγματα που ονομάτιζαν, είδη όπλων λ.χ. ή καραβιών. Αλλες συνεχίζουμε να τις χρησιμοποιούμε απολύτως βέβαιοι για την ιθαγένειά τους, την ελληνικότητά τους. Ιδού η εσκεμμένα τραβηγμένη «προκήρυξη»:
«Στ’ άρματα, λεβέντες. Με τα λάβαρά σας, ασλάνια. Με τα φλάμπουρά σας, σαΐνια μου. Χουγιάξτε το ορέ. Ρίξτε τις μπαταριές σας σε κάθε μαχαλά. Ν’ ακούσει κάθε φαμελιά, κάθε κονάκι, κάθε οντάς. Να συναχτούν τ’ ασκέρια. Τα μπουλούκια. Οι ταϊφάδες. Σ’ όλα τα βιλαέτια, σ’ όλους τους καζάδες. Οχι χουζούρι πια. Οχι νταραβέρια με μουρτάτες. Νισάφι οι τεμενάδες κι οι ριτζάδες. Πόσο θα γκιζεράμε στα βουνά και στα ρουμάνια, κι ώς πότε θα νταγιαντούμε και θα μπεζερίζουμε. Ως πότε πια κιουλέδες των χαραμήδων. Να κινήσουν στο σεφέρι τους τα φουσάτα όλα. Να μάθει η κονιαριά, να μάθει η Πόρτα, το Ντοβλέτι, το Ντιβάνι κι ο σουλτάνος, αγάδες, ντερβισάδες και χοτζάδες να το μάθουν, κατήδες και τσοχανταραίοι, μπουλουκμπασήσες και πασάδες, βοεβόδες και βαλήδες, τατάρηδες, μπαϊρακτάρηδες και νιζάμηδες, οι ντουβλετήδες όλοι: Κάλλιο στη χάψη να μας μπουζουριάσουν, στο μπουντρούμι, κάλλιο στη φούρκα του τζελέπη ή και στη σούβλα του, παρά να μαγαρίζονται στα χαρέμια οι γυναίκες μας, παρά ν’ αρπάζουν τα κουτσούβελά μας απ’ τη σαρμανίτσα. Κουμάντο πια θα κάνει το μιλέτι μας. Τα μπουγιουρντιά τους κι οι μουρασελέδες τους, των σκυλιών μας.
»Τα καριοφίλια σας, ασίκηδές μου. Και το κουράγιο σας. Τα ντουφέκια σας. Τις μπιστόλες σας, καπεταναίοι. Τα κουμπούρια. Τα γιαταγάνια. Πάλες και παλάσκες. Και χαντζάρια. Και το χαρμπί του ο πασαένας. Το διμισκί σπαθί του. Και το λάζο του. Και τους σουγιάδες. Τρομπόνια. Μιλιόνια. Την μπαρούτη. Τα κουρσούμια. Τα φουσέκια σας στους ντεστέδες τους. Τα κανόνια, να κρεμάσουμε τα κλειδιά μας στην μπούκα τους. Τις μπόμπες. Τα φιτίλια. Τα τόπια. “Τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια, / τα τόπια δεξιά. Βρας! / Βρας, αλβανιστί φωτιά”.
»Τη φουστανέλα. Τον ντουλαμά. Το σελάχι. Τη φέρμελη. Τα τσαρούχια. Το φέσι με τη φούντα του. Το πόσι, να σκεπάζει τον τσαμπά. Τα τσαπράζια. Καπότες κι αντεριά. Και τις μπότσες με το ρακί. Και τις μποτίλιες το κρασί, τις νταμιντζάνες. Και το τάσι, να ’χουμε στο ορδί να πίνουμε και στα γιατάκια μας. Και τους ζουρνάδες. Πίπιζες και ταμπουράδες. Νταούλια, τουμπελέκια και μπουζούκια. Ούτι και νέι και λιογκάρι. Λαούτο, κίτελι και μπαγλαμά.
»Στο φαρί σας. Στο άτι σας, μπάλιο ή ρούσο. Στα χάμουρα το νου σας. Και στη σέλα. Στο μπρίκι. Στη γαβάρα. Στη γαλιότα. Στο τσαμπέκο. Στην κορβέτα. Στη φρεγάτα. Στο μπουρλοτιέρικο. Να πάει το αίμα ώς τα μπούνια. Στο καραούλι. Στην ντάπια. Στο μετερίζι. Στις βίγλες. Στα κάστρα. Στα καστέλια. Στους γουλάδες. Στα δερβένια. Στη βάρδια μας.
»Ανοίξτε όλοι το πουγκί σας. Τον μπεζαχτά σας. Ο,τι ρουμπιέδες κι ό,τι τάλιρα, ό,τι μαχμουτιέδες και τζοβαϊρικά και γρόσια, όσα καζαντίσατε, για την πατρίδα. Για τους λουφέδες των παλικαριών. Για τον ζαϊρέ και το μεϊντάτι μας.
»Γιουρούσι. Γιούργια. Ρεσάλτο. Τέρμα οι κιοτήδες, τα τσιράκια και τα τουρκοκόπελα. Η λευτεριά το ντέρτι μας και το μεράκι μας. Και το κιβούρι μας μόνος σεβντάς και μόνο κασαβέτι μας. “Να ’ναι μακρύ, να ’ναι πλατύ, για δυο, για τρεις νομάτους. / Να στέκω ορθός” - ».
Το τελευταίο μου σεργιάνι στα παλαιοβιβλιοπωλεία, πριν κλείσουν κι αυτά, ξανάφερε στα χέρια μου ένα βιβλίο που το ’χα διαβάσει μια φορά κι έναν καιρό, είχα μάθει από αυτό, αλλά τα ίχνη εκείνης της πρώτης έκδοσής του, εν έτει 1971, τα είχα χάσει από χρόνια. Στον τίτλο του βιβλίου συστεγάζονται δύο από τα πάθη μου: «Η γλώσσα και το Εικοσιένα». Υπότιτλος: «Λογιώτατοι, φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες, τίτλοι, αξιώματα και προσαγορεύσεις». Συγγραφέας ο Κυριάκος Σιμόπουλος, το συνολικό έργο του οποίου (ανάμεσά τους και η πολύτομη προσφορά του για τους ξένους περιηγητές στη Ελλάδα και τη συγχρονική στάση των ξένων απέναντι στην Επανάσταση) ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις «Στάχυ».
Διπλή, τι άλλο, η γλώσσα του ’21. Χονδρικά, η γλώσσα των πολεμιστών και η γλώσσα των πολιτικών. Των αγράμματων, που μιλούσαν όπως σκέφτονταν και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, στα απλά και στα μεγάλα, και των σπουδαγμένων, που ήθελαν να φορέσουν χλαμύδα και στα λεγόμενα των καπεταναίων. Χαρακτηριστικό είναι το εξής επεισόδιο, στην περιγραφή του Σιμόπουλου:
«Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε, λένε, περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε το γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο για μερικά τουλουμοτύρια που χρειαζόταν το στράτευμα. Ο λογιώτατος γέμισε δυο κατεβατά. Με τα πανωγράμματα, τους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. “– Ακόμα μωρέ;” τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντάς τον να πασχίζει, ιδροκοπώντας κάτω από το λύχνο. Κι όταν είδε τα κατορθώματα του γραμματικού έφριξε. Κόβει ένα κομμάτι χαρτί, μισή παλάμη, και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: “Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης”. Και το ’στειλε μ’ ένα φτεροπόδαρο παλικαρόπουλο».
Οι πολεμιστές –ο λαός– δεν είχαν λόγο καθημερινό και λόγο επίσημο, λερό και καθαρό, αυθόρμητο και επεξεργασμένο. Και στις κουβέντες τους χρησιμοποιούσαν φυσικά πολλές ξένες λέξεις, αρβανίτικες, τούρκικες, ενετικές, κατά την καταγωγή τού καθενός. Οι αιώνες της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας, καθώς και οι σχέσεις (ειρηνικές ή εμπόλεμες) με Αλβανούς/Αρβανίτες, είχαν αφήσει ευδιάκριτα ίχνη στη νεοελληνική, που προκαλούσαν την αποστροφή των λογίων, όπως βλέπουμε και στον «καθαρισμό» δημοτικών τραγουδιών. Το φετινό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων, με θέμα «Λογοτεχνία και Επανάσταση», είναι αφιερωμένο στο 1821. Στη μικρή μου συμβολή εκεί δοκίμασα, αντιστρέφοντας τη λογική του γνωστού «μανιφέστου» του Ξενοφώντα Ζολώτα, να γράψω μια «προκήρυξη» με λέξεις που δεν «μας δόθηκαν» ελληνικές, αλλά ξένες που έγιναν ελληνικές. Τις άντλησα από απομνημονεύματα αγωνιστών και από δημοτικά τραγούδια, κυρίως κλέφτικα (το «βρας» αναπαράγεται βέβαια από τον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου· «το βροντοφώνησαν οι ναυμάχοι του 21 κι’ ο αείμνηστος κι’ ένδοξος ναύαρχος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Ελλης» σημειώνει ο ποιητής). Αρκετές από αυτές ξεχάστηκαν πια – όταν έλειψαν και τα πράγματα που ονομάτιζαν, είδη όπλων λ.χ. ή καραβιών. Αλλες συνεχίζουμε να τις χρησιμοποιούμε απολύτως βέβαιοι για την ιθαγένειά τους, την ελληνικότητά τους. Ιδού η εσκεμμένα τραβηγμένη «προκήρυξη»:
«Στ’ άρματα, λεβέντες. Με τα λάβαρά σας, ασλάνια. Με τα φλάμπουρά σας, σαΐνια μου. Χουγιάξτε το ορέ. Ρίξτε τις μπαταριές σας σε κάθε μαχαλά. Ν’ ακούσει κάθε φαμελιά, κάθε κονάκι, κάθε οντάς. Να συναχτούν τ’ ασκέρια. Τα μπουλούκια. Οι ταϊφάδες. Σ’ όλα τα βιλαέτια, σ’ όλους τους καζάδες. Οχι χουζούρι πια. Οχι νταραβέρια με μουρτάτες. Νισάφι οι τεμενάδες κι οι ριτζάδες. Πόσο θα γκιζεράμε στα βουνά και στα ρουμάνια, κι ώς πότε θα νταγιαντούμε και θα μπεζερίζουμε. Ως πότε πια κιουλέδες των χαραμήδων. Να κινήσουν στο σεφέρι τους τα φουσάτα όλα. Να μάθει η κονιαριά, να μάθει η Πόρτα, το Ντοβλέτι, το Ντιβάνι κι ο σουλτάνος, αγάδες, ντερβισάδες και χοτζάδες να το μάθουν, κατήδες και τσοχανταραίοι, μπουλουκμπασήσες και πασάδες, βοεβόδες και βαλήδες, τατάρηδες, μπαϊρακτάρηδες και νιζάμηδες, οι ντουβλετήδες όλοι: Κάλλιο στη χάψη να μας μπουζουριάσουν, στο μπουντρούμι, κάλλιο στη φούρκα του τζελέπη ή και στη σούβλα του, παρά να μαγαρίζονται στα χαρέμια οι γυναίκες μας, παρά ν’ αρπάζουν τα κουτσούβελά μας απ’ τη σαρμανίτσα. Κουμάντο πια θα κάνει το μιλέτι μας. Τα μπουγιουρντιά τους κι οι μουρασελέδες τους, των σκυλιών μας.
»Τα καριοφίλια σας, ασίκηδές μου. Και το κουράγιο σας. Τα ντουφέκια σας. Τις μπιστόλες σας, καπεταναίοι. Τα κουμπούρια. Τα γιαταγάνια. Πάλες και παλάσκες. Και χαντζάρια. Και το χαρμπί του ο πασαένας. Το διμισκί σπαθί του. Και το λάζο του. Και τους σουγιάδες. Τρομπόνια. Μιλιόνια. Την μπαρούτη. Τα κουρσούμια. Τα φουσέκια σας στους ντεστέδες τους. Τα κανόνια, να κρεμάσουμε τα κλειδιά μας στην μπούκα τους. Τις μπόμπες. Τα φιτίλια. Τα τόπια. “Τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια, / τα τόπια δεξιά. Βρας! / Βρας, αλβανιστί φωτιά”.
»Τη φουστανέλα. Τον ντουλαμά. Το σελάχι. Τη φέρμελη. Τα τσαρούχια. Το φέσι με τη φούντα του. Το πόσι, να σκεπάζει τον τσαμπά. Τα τσαπράζια. Καπότες κι αντεριά. Και τις μπότσες με το ρακί. Και τις μποτίλιες το κρασί, τις νταμιντζάνες. Και το τάσι, να ’χουμε στο ορδί να πίνουμε και στα γιατάκια μας. Και τους ζουρνάδες. Πίπιζες και ταμπουράδες. Νταούλια, τουμπελέκια και μπουζούκια. Ούτι και νέι και λιογκάρι. Λαούτο, κίτελι και μπαγλαμά.
»Στο φαρί σας. Στο άτι σας, μπάλιο ή ρούσο. Στα χάμουρα το νου σας. Και στη σέλα. Στο μπρίκι. Στη γαβάρα. Στη γαλιότα. Στο τσαμπέκο. Στην κορβέτα. Στη φρεγάτα. Στο μπουρλοτιέρικο. Να πάει το αίμα ώς τα μπούνια. Στο καραούλι. Στην ντάπια. Στο μετερίζι. Στις βίγλες. Στα κάστρα. Στα καστέλια. Στους γουλάδες. Στα δερβένια. Στη βάρδια μας.
»Ανοίξτε όλοι το πουγκί σας. Τον μπεζαχτά σας. Ο,τι ρουμπιέδες κι ό,τι τάλιρα, ό,τι μαχμουτιέδες και τζοβαϊρικά και γρόσια, όσα καζαντίσατε, για την πατρίδα. Για τους λουφέδες των παλικαριών. Για τον ζαϊρέ και το μεϊντάτι μας.
»Γιουρούσι. Γιούργια. Ρεσάλτο. Τέρμα οι κιοτήδες, τα τσιράκια και τα τουρκοκόπελα. Η λευτεριά το ντέρτι μας και το μεράκι μας. Και το κιβούρι μας μόνος σεβντάς και μόνο κασαβέτι μας. “Να ’ναι μακρύ, να ’ναι πλατύ, για δυο, για τρεις νομάτους. / Να στέκω ορθός” - ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου