Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

ΠΛΑΤΩΝ: ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ — Μεταφράσεις: Σαμαράς, Τζιράκης, Καραμέτσιος

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΠΛ Απολ 30c–31c
Οι Αθηναίοι δεν πρέπει να στερηθούν την "αλογόμυγά" τους
Ο Σωκράτης απολογείται στην Ηλιαία το 399 π.Χ. Οι Μέλητος, Άνυτος και Λύκωνας τον κατηγόρησαν ότι δεν σεβόταν τους θεούς της πόλης και ότι με τη διδασκαλία του διέφθειρε τους νέους. Αρχικά αναφέρθηκε στις παλαιότερες παρανοήσεις της φιλοσοφίας και της δράσης του και κατόπιν ανασκεύασε τις τρέχουσες κατηγορίες. Όταν δήλωσε ότι, ανεξάρτητα από την απόφαση, αυτός θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο και στο μέλλον, προκάλεσε την αντίδραση των δικαστών.
Μτφρ. Θ. Σαμαράς.
Ησυχάστε, Αθηναίοι, και κάντε μου τη χάρη να τηρήσετε αυτό που σας παρακάλεσα, να ακούτε ήσυχα αυτά που λέω. Γιατί, όπως εγώ νομίζω, θα ωφεληθείτε, αν ακούσετε. Σκοπεύω να σας πω και άλλα πράγματα για τα οποία ίσως θα διαμαρτυρηθείτε·με κανένα τρόπο μην το κάνετε. Να ξέρετε καλά ότι αν με εκτελέσετε, εμένα που είμαι τέτοιος που λέω, θα βλάψετε περισσότερο τους εαυτούς σας παρά εμένα. Γιατί καθόλου δε θα μπορούσαν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος· δε θα είχαν τη δυνατότητα. Γιατί πιστεύω ότι είναι αδύνατον, σύμφωνα με το θεϊκό νόμο, να βλάψει ο χειρότερος άνθρωπος τον καλύτερο. Θα μπορούσε ίσως να τον οδηγήσει στην εκτέλεση ή να τον εξορίσει ή να του στερήσει την ιδιότητα του πολίτη. Αυτά ίσως ο κατήγορός μου και άλλοι άνθρωποι τα θεωρούν μεγάλα δεινά. Εγώ όμως όχι: αντίθετα, πιστεύω ότι είναι πολύ μεγαλύτερο κακό να κάνει κανείς αυτό που προσπαθεί τώρα ο Άνυτος, να επιχειρεί δηλαδή να οδηγήσει άδικα στο θάνατο έναν άνθρωπο. Επομένως, Αθηναίοι, εγώ δεν απολογούμαι για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για να υπερασπιστώ εσάς, μη τυχόν και καταδικάζοντάς με διαπράξετε ολέθριο σφάλμα απέναντι στο δώρο του θεού σε σας. Γιατί, αν με σκοτώσετε, δε θα βρείτε εύκολα άλλον τέτοιο σαν και μένα, που, κυριολεκτικά, αν και ακούγεται λίγο αστείο, τοποθετήθηκε από το θεό στην πόλη όπως μία αλογόμυγα πάνω σε άλογο μεγαλόσωμο και καθαρόαιμο, νωθρό όμως εξαιτίας του όγκου του, που του χρειάζεται μία αλογόμυγα να το ξυπνάει. Σαν κάτι τέτοιο μου φαίνεται πως ο θεός με έβαλε στην πόλη για να μη σταματάω όλη μέρα να ξυπνάω και να διαφωτίζω και να επιπλήττω τον καθένα σας, πηγαίνοντας να καθίσω δίπλα του, όπου και αν πάει. Και δε θα βρείτε εύκολα άλλον τέτοιο, Αθηναίοι· αν με πιστέψετε, δε θα με εκτελέσετε. Ίσως όμως από δυσαρέσκεια, όπως όσοι μόλις έχουν σηκωθεί και νυστάζουν ακόμη, θα μπορούσατε να μου καταφέρετε ένα χτύπημα και, ακολουθώντας τη γνώμη του Άνυτου, να με εκτέλεσε. Κατόπιν θα περνούσατε την υπόλοιπη ζωή σας κοιμισμένοι, εκτός και αν ο θεός ενδιαφερόταν για σας και σας έστελνε κάποιον άλλο. Όσο για το ότι εγώ είμαι το είδος του ανθρώπου που χάρισε ο θεός στην πόλη, θα το καταλάβετε από τα παρακάτω: δε μοιάζει δηλαδή ανθρώπινο ότι έχω παραμελήσει όλα τα προσωπικά μου ζητήματα και ανέχομαι να μένει παραμελημένο τόσα χρόνια το σπίτι μου, ενώ διαρκώς ασχολούμαι με τις δικές σας υποθέσεις, πλησιάζοντας τον καθένα σας ξεχωριστά και πείθοντάς τον σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδερφός να φροντίζει για την αρετή. Αν από αυτό αποκόμιζα βέβαια κάποιο κέρδος ή αν πληρωνόμουν για να σας προτρέπω στην αρετή, θα είχα κάποιο λόγο να το κάνω. Τώρα όμως βλέπετε και μόνοι σας ότι και οι κατήγοροί μου, που διατυπώνουν τόσο αναίσχυντα κατηγορίες για όλα τα υπόλοιπα, δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε τέτοιο βαθμό ξεδιαντροπιάς, ώστε να φέρουν μάρτυρα ότι εγώ ή πήρα ή ζήτησα ποτέ χρήματα. Εγώ όμως παρουσιάζω αδιάψευστο ―όπως νομίζω― μάρτυρα του ότι λέω την αλήθεια τη φτώχεια μου.

Μτφρ. Ν.Ε. Τζιράκης. 2002.
Μη θορυβείτε, άνδρες Αθηναίοι, αλλά μείνετε σταθεροί στις παρακλήσεις μου. Μη θορυβείτε για όσα λέγω, αλλά ακούτε, γιατί πιστεύω ότι, αν ακούτε, θα ωφεληθείτε. Πρόκειται δηλαδή να σας πω και μερικά άλλα, για τα όποια ίσως αρχίσετε να φωνάζετε. Αποφύγετέ το πέρα για πέρα. Να ξέρετε δε καλά ότι, αν με θανατώσετε και είμαι πραγματικά αυτός που περιγράφω, δεν θα βλάψετε εμένα περισσότερο από τον εαυτό σας. Έμενα δεν θα με βλάψουν σε τίποτε ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος· άλλωστε δεν θα μπορούσαν∙ γιατί δεν πιστεύω ότι είναι ορθό και δίκαιο ο χειρότερος να βλάπτει τον καλύτερο. Ίσως, βεβαίως, θα μπορούσε να με θανατώσει ή να με εξορίσει ή να μου στερήσει τα πολιτικά δικαιώματα. Και αυτά τα πράγματα ίσως αυτός και κάποιος άλλος ακόμη τα κρίνει μεγάλα κακά, αλλά εγώ δεν τα κρίνω. Κρίνω πολύ χειρότερο κακό να κάνει κανείς όσα κάνει τώρα αυτός εδώ, να επιχειρεί δηλαδή να θανατώσει άδικα έναν άνθρωπο.
Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, απέχω πολύ από το να απολογούμαι για τον εαυτό μου, όπως θα ήταν δυνατό να νομίζει κανείς· [με την απολογία μου] υπερασπίζομαι εσάς [από φόβο] μήπως διαπράξετε κάποιο σφάλμα, όσον αφορά τη δωρεά του θεού σ' εσάς, καταδικάζοντάς με. Γιατί αν με θανατώσετε, δεν θα βρείτε εύκολα άλλον όμοιό μου, κολλημένο στ' αλήθεια, αν και αυτό είναι λίγο γελοίο για να το πω, πάνω στην πόλη από τον θεό, όπως ακριβώς πάνω σε άλογο εύσωμο και ράτσας, το οποίο λόγω του μεγέθους είναι νωθρό και έτσι έχει ανάγκη μια αλογόμυγα για να το ξυπνά. Κάπως έτσι νομίζω ότι με έχει βάλει πάνω στην πόλη ο θεός, για να προσπαθώ να σας ξυπνώ και να σας νουθετώ και να σας επιπλήττω τον καθένα, χωρίς να σταματώ όλη τη μέρα να κολλώ πάνω σας παντού. Τέτοιος άλλος λοιπόν, άνδρες, δεν θα εμφανιστεί εύκολα σ' εσάς και αν πείθεστε σε μένα, θα είστε διστακτικοί. Εσείς όμως, δυσαρεστημένοι ίσως γρήγορα από τις οχλήσεις μου, όπως αυτοί που νυστάζουν όταν διακόπτεται ο ύπνος τους, θα μπορούσατε να με θανατώσετε με ένα σας χτύπημα, αν σας πείσει ο Άνυτος. Στη συνέχεια θα περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας σε βαθύ ύπνο, αν ο θεός δεν σας στείλει κάποιον άλλο φροντίζοντας για σας. Ότι πράγματι εγώ τυχαίνει να είμαι τέτοιος, ώστε να έχω δωρηθεί από τον θεό στην πόλη, μπορείτε να το κατανοήσετε από τούτο. Δεν μοιάζει ασφαλώς ανθρώπινο έργο το να έχω εγώ αμελήσει όλες τις υποθέσεις μου και να ανέχομαι να παραμελούνται για πάρα πολλά ήδη χρόνια τα οικογενειακά μου θέματα, να επιδιώκω δε χωρίς διακοπή το συμφέρον σας, γιατί πλησιάζω τον καθένα σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδελφός, προσπαθώντας να τον πείσω να φροντίζει την αρετή. Και αν, βεβαίως, είχα κάποια απολαβή από αυτούς και τους έδινα αυτές τις συμβουλές με αντιμισθία, θα είχα κάποιον λόγο (γι' αυτή τη διαγωγή μου). Τώρα όμως βλέπετε και οι ίδιοι ότι οι κατήγοροί μου, ενώ για όλα τα άλλα με κατηγορούν τόσο αναίσχυντα, τούτο, βεβαίως, δεν τόλμησαν να πουν ως αποκορύφωμα της αναισχυντίας τους και να παρουσιάσουν μάρτυρα, ότι δηλαδή εγώ κάποτε από κάποιον έλαβα ή ζήτησα χρήματα. Σας παρουσιάζω, νομίζω, έναν ικανό μάρτυρα ότι λέγω την αλήθεια: τη φτώχεια [μου].

Μτφρ. Ε. Καραμέτσιος.
Μη θορυβείτε, άντρες Αθηναίοι, και κάντε μου τη χάρη που σας ζήτησα, να μη κάνετε θόρυβο με αυτά που θα σας πω, αλλά να με ακούτε· γιατί πιστεύω πως θα έχετε κάποια ωφέλεια με αυτά που θα ακούσετε. Πρόκειται να σας πω και μερικά άλλα που ίσως να βάλετε τις φωνές· σε καμιά περίπτωση όμως μην αντιδράσετε έτσι. Καταλάβετέ το καλά: αν με καταδικάσετε σε θάνατο, επειδή είμαι τέτοιος που παρουσιάστηκα μπροστά σας, θα βλάψετε περισσότερο τον εαυτό σας παρά εμένα. Γιατί εμένα δεν θα μπορούσε να με βλάψει ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος, επειδή δεν έχουν τη δύναμη να το κάνουν· γιατί δεν πιστεύω πως είναι θεμιτό τον καλύτερο άνθρωπο να τον βλάπτει ο χειρότερος. Μπορεί ίσως να τον εξοντώσει ή να τον στείλει εξορία ή να του στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα· αλλά αυτά ίσως ο ίδιος ή κάποιος άλλος να τα θεωρεί βέβαια μεγάλα κακά, εγώ όμως όχι ― πιο πολύ κακό είναι να κάνει κανείς αυτά που κάνει τούτος εδώ, να επιδιώκει δηλαδή να θανατώσει άδικα έναν άνθρωπο. Αυτή τη στιγμή, άντρες Αθηναίοι, δεν απολογούμαι για τον εαυτό μου, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, αλλά για σας, μη τύχει και προσβάλλετε το δώρο του θεού καταδικάζοντάς με σε θάνατο. Γιατί αν με σκοτώσετε, δεν θα βρείτε εύκολα άλλον σαν εμένα, κυριολεκτικά σταλμένο στην πόλη από το θεό ―αν και είναι γελοία η παρομοίωση― σαν την αλογόμυγα σε μεγαλόσωμο άλογο και δυνατό, που όμως είναι αργό και χρειάζεται κάποιον να το κεντρίζει και να το ζωηρεύει. Σαν τέτοια με προσκόλλησε ο θεός στην πόλη για να σας ξυπνώ και να σας συμβουλεύω και να κατακρίνω τον καθένα σας, χωρίς να παύω όλη την ημέρα να πηγαίνω παντού. Δεν θα βρεθεί εύκολα για σας, κύριοι, άλλος τέτοιος άνθρωπος· πιστέψτε λοιπόν στα λόγια μου και λυπηθείτε με. Εσείς, οργισμένοι ίσως, σαν εκείνους τους αγουροξυπνημένους, αν με χτυπήσετε πιστεύοντας τον Άνυτο και άσκοπα με σκοτώσετε, κι ύστερα σε όλη σας τη ζωή θα είστε κοιμισμένοι, εκτός αν σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει κάποιον άλλο. Και ότι εγώ είμαι τέτοιος, που ο θεός με έστειλε στην πόλη ως δώρο, θα το κατανοήσετε από τα παρακάτω: δεν φαίνεται να είναι ανθρώπινο πράγμα από τη μια να έχω παραμελήσει όλες τις δικές μου υποθέσεις και να ανέχομαι να μένουν χωρίς φροντίδα για τόσα χρόνια οι δικοί μου άνθρωποι κι από την άλλη να εργάζομαι πάντα για το δικό σας συμφέρον και να πλησιάζω χωριστά τον καθένα από σας, σαν πατέρας ή μεγαλύτερος αδερφός, και να προσπαθώ να σας πείθω να φροντίζετε για την αρετή. Και αν απολάμβανα κάτι από αυτά και έπαιρνα μισθό για τις συμβουλές μου, θα είχα κάποιο λόγο να τα κάνω αυτά· αυτή τη στιγμή όμως, το βλέπετε και μόνοι σας, οι κατήγοροί μου, ενώ για όλα τα άλλα με κατηγόρησαν αδιάντροπα, δεν τόλμησαν να πράξουν αυτή τη μεγάλη αναισχυντία, να παρουσιάσουν μάρτυρες πως εγώ ή πήρα χρήματα κάποτε από κάποιον ή ζήτησα. Γιατί εγώ, πιστεύω, σας παρουσιάζω αξιόπιστο μάρτυρα πως λέγω την αλήθεια, τη φτώχια μου.

ΠΛ Απολ 35b–35d
Ο Σωκράτης εξηγεί γιατί αρνείται να ικετεύσει για την αθώωσή του
Απολογούμενος στην Ηλιαία, ο Σωκράτης ανασκεύασε τις εναντίον του κατηγορίες (βλ. και ΠΛ Απολ 30c–31c) και αναφέρθηκε στο δαιμόνιον , τη φωνή που άκουγε μέσα του και τον εμπόδιζε να ασχοληθεί με τα κοινά. Αφού τόνισε την εναρμόνιση λόγων και έργων του και καθόρισε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ως δασκάλου, ο Σωκράτης περνά στον επίλογο της κύριας απολογίας του.

Μτφρ. Θ. Σαμαράς.
Αλλά και πέρα από το ζήτημα της φήμης, Αθηναίοι, δε μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλάει κανείς το δικαστή, ούτε να αθωώνεται με παρακάλια, αλλά να εξηγεί την ουσία της υπόθεσης και να πείθει. Γιατί δεν κάθεται στη θέση του ο δικαστής για αυτό το σκοπό, για να κάνει χάρες κατά την απονομή του δικαίου, αλλά για να κρίνει αντικειμενικά· και ορκίστηκε όχι να κάνει χάρες σε όποιον θέλει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Έτσι λοιπόν δεν πρέπει ούτε εμείς οι κατηγορούμενοι να σας συνηθίζουμε στην επιορκία, ούτε εσείς να τη συνηθίζετε. Γιατί σε αυτή την περίπτωση και οι μεν και οι δε θα δείχναμε ασέβεια προς τους θεούς. Μην έχετε επομένως την απαίτηση, Αθηναίοι, να συμπεριφερθώ σε σας με τρόπο που πιστεύω ότι ούτε ωραίος είναι, ούτε δίκαιος, ούτε αρέσει στους θεούς· προπαντός, μα το Δία, από τη στιγμή που με μήνυσε για ασέβεια αυτός εδώ ο Μέλητος. Γιατί σαφέστατα, αν σας έπειθα και σας βίαζα με παρακάλια να παραβείτε τον όρκο σας, θα σας δίδασκα να μην πιστεύετε στην ύπαρξη των θεών και, πράγματι, με την απολογία μου θα επέρριπτα ο ίδιος στον εαυτό μου την κατηγορία ότι δεν πιστεύω στους θεούς. Αλλά αυτό πολύ απέχει από την αλήθεια. Γιατί πιστεύω, Αθηναίοι, πολύ περισσότερο από ό,τι οποιοσδήποτε από τους κατήγορους μου, και αφήνω εσάς και το θεό να με κρίνετε και να αποφασίσετε ποιο είναι το καλύτερο να γίνει για μένα και για σας.


Μτφρ. Ν.Ε. Τζιράκης.
Αλλά, άνδρες, πέρα από τη φήμη, δεν μου φαίνεται πως είναι δίκαιο να παρακαλεί κανένας τον δικαστή και παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά να του εξηγεί και να τον πείθει. Γιατί ο δικαστής δεν κάθεται γι' αυτό τον σκοπό στην έδρα, για να απονέμει τη δικαιοσύνη κάνοντας χάρη, αλλά για να κρίνει σύμφωνα με τους νόμους. Και μάλιστα δεν έχει ορκιστεί ότι θα κάνει χάρη σε όποιον τυχόν του αρέσει, αλλά ότι θα δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Επομένως μήτε εμείς πρέπει να σας εθίζουμε να γίνεστε παραβάτες του όρκου σας [επίορκοι] μήτε εσείς να συνηθίζετε. Γιατί ούτε εμείς ούτε εσείς θα πράτταμε σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Μην έχετε λοιπόν την αξίωση από μένα, άνδρες Αθηναίοι, ότι πρέπει να πράττω ενώπιόν σας τέτοια, τα οποία κρίνω ότι δεν είναι ούτε καλά ούτε δίκαια ούτε ευσεβή, αφού εξάλλου, μα τον Δία, κατηγορούμαι από αυτόν εδώ τον Μέλητο για ασέβεια. Γιατί προφανώς, αν προσπαθήσω να σας πείσω και σας παρασύρω με τις παρακλήσεις μου, αν και έχετε δώσει όρκο, θα σας δίδασκα να μην πιστεύετε ότι υπάρχουν θεοί και με την απολογία μου θα κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στους θεούς. Άλλα κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Γιατί και στους θεούς πιστεύω, άνδρες Αθηναίοι, όσο κανένας κατήγορός μου, και αναθέτω σ' εσάς και στον θεό να κρίνετε για μένα όπως πρόκειται να είναι το καλύτερο και για μένα και για σας.


Μτφρ. Ε. Καραμέτσιος.
Άσχετα πάντως με την κακή φήμη, κύριοι, έχω τη γνώμη πως δεν είναι και δίκαιο να παρακαλεί κανείς το δικαστή ούτε με τα παρακάλια να αθωωθεί, αλλά να τον διαφωτίζει και να τον πείθει. Γιατί ο δικαστής δεν ανεβαίνει στην έδρα γι' αυτό, να παραβλέπει το δίκαιο κάνοντας χατίρια, αλλά να κρίνει το δίκαιο και το άδικο και έχει δώσει όρκο όχι να χαρίζεται στον ένα και στον άλλο, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε εμείς να σας συνηθίζουμε να καταπατάτε τον όρκο σας ούτε εσείς να το καθιερώσετε· γιατί έτσι ούτε εσείς ούτε και εμείς θα είμαστε ευσεβείς. Λοιπόν, άντρες Αθηναίοι, μην έχετε την αξίωση πως πρέπει εγώ να κάνω τέτοια πράγματα ενώπιόν σας, τα οποία νομίζω δεν είναι ούτε καλά ούτε δίκαια ούτε όσια και μάλιστα αφού, μα το Δία, κατηγορούμαι για ασέβεια από τούτον εδώ, το Μέλητο! Γιατί, αν σας έπειθα και με τα παρακάλια μου σας εξωθούσα να παραβείτε τον όρκο που δώσατε, σαφώς και θα σας δίδασκα να μην πιστεύετε πως υπάρχουνθεοί και στην πραγματικότητα με την απολογία μου θα κατηγορούσα τον εαυτό μου, πως δεν πιστεύω δηλαδή σε θεούς! Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Και γιατί πιστεύω σε θεούς, άντρες Αθηναίοι, όσο κανείς από τους κατηγόρους μου, και αναθέτω τον εαυτό μου σε σας και στην κρίση του θεού, που θα είναι η καλύτερη και για μένα και για σας.

ΠΛ Απολ 40c–42a
Ο Σωκράτης μετά την καταδίκη του σε θάνατο
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε την απολογία του, ο Σωκράτης κρίθηκε ένοχος. Οι κατήγοροί του είχαν προτείνει να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου. Έπρεπε, λοιπόν, σύμφωνα με το νόμο να αντιπροτείνει ο ίδιος μια ποινή για τον εαυτό του ( ἀντιτίμησις ). Πρότεινε, λοιπόν, αντί ποινής, να σιτίζεται δωρεάν στο πρυτανείο ως αναγνώριση της προσφοράς του προς την πόλη. Έτσι, καταδικάστηκε σε θάνατο. Αφού απευθύνθηκε ξεχωριστά στους δικαστές που έδωσαν καταδικαστική ψήφο και σε εκείνους που ψήφισαν για την αθώωσή του, συμπληρώνει:

Μτφρ. Θ. Σαμαράς.
Ας σκεφτούμε και με την εξής λογική ότι υπάρχουν πολλές ελπίδες να είναι αγαθό ο θάνατος: το να πεθαίνει κανείς είναι ένα από τα δύο· ή ισοδυναμεί με ανυπαρξία και ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ή, όπως λέγεται, είναι μία μεταβολή και μία μετοίκηση της ψυχής από εδώ σε άλλο τόπο. Και αν ο θάνατος είναι το να μην αισθάνεται κανείς τίποτε, δηλαδή κάτι σαν ύπνος στον οποίο αυτός που κοιμάται δε βλέπει κανένα όνειρο, τότε θα ήταν μεγάλο κέρδος. Γιατί εγώ νομίζω ότι, αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει τη νύχτα στην οποία κοιμήθηκε έτσι ώστε να μη δει κανένα όνειρο και, αφού την αντιπαραθέσει στις άλλες νύχτες και τις μέρες της ζωής του, να σκεφθεί και να πει πόσες μέρες και νύχτες καλύτερες και πιο ευχάριστες από αυτή πέρασε στη ζωή του, νομίζω ότι όχι μόνο κάποιος απλός άνθρωπος αλλά και ο ίδιος ο Μεγάλος Βασιλιάς θα τις έβρισκε πολύ λίγες σε σχέση με τις άλλες μέρες και νύχτες. Αν λοιπόν τέτοιο πράγμα είναι ο θάνατος, εγώ λέω ότι είναι κέρδος, γιατί έτσι ολόκληρος ο χρόνος δε φαίνεται μεγαλύτερος από μία νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι κάτι σαν αποδημία από εδώ σε άλλο τόπο, και αν είναι αληθινά αυτά που λέγονται ότι εκεί βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, ποιο μεγαλύτερο αγαθό θα μπορούσε να υπάρξει από αυτό, δικαστές; Αν κανείς ερχόμενος στον Άδη, έχοντας απαλλαγεί από αυτούς εδώ που λένε ότι είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές, αυτούς που λέγεται ότι δικάζουν εκεί, το Μίνω και το Ραδάμανθυ και τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους ημίθεους που έζησαν τη ζωή τους ως δίκαιοι άνθρωποι, θα ήταν κακή αυτή η αποδημία; Ή πάλι τι δε θα έδινε κανείς για να συναναστραφεί τον Ορφέα και το Μουσαίο και τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ τουλάχιστον θέλω πολλές φορές να πεθάνω, αν αυτά είναι αληθινά. Γιατί για μένα βέβαια θα ήταν θαυμάσια η διαμονή εκεί· κάθε φορά που θα συναντούσα τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα, και όποιον άλλο από τους παλιούς ήρωες πέθανε εξαιτίας άδικης καταδίκης, θα αντιπαρέβαλα όσα έπαθα εγώ με όσα έπαθαν αυτοί ― όπως μου φαίνεται, καθόλου δυσάρεστο δε θα ήταν αυτό· και, το κυριότερο, θα περνούσα το χρόνο μου ρωτώντας και εξετάζοντας τους ανθρώπους εκεί, όπως έκανα και με τους ανθρώπους εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι, αλλά δεν είναι. Και τι δε θα έδινε κανείς, δικαστές, για να κάνει ερωτήσεις σε αυτόν που οδήγησε τη μεγάλη στρατιά στην Τροία, τον Αγαμέμνονα, ή στον Οδυσσέα ή στο Σίσυφο ή σε χιλιάδες άλλους άνδρες και γυναίκες; Να συναναστραφεί και να συζητήσει μαζί τους και να τους ρωτήσει θα ήταν η υπέρτατη ευτυχία. Τουλάχιστον αυτοί που μένουν εκεί δε σκοτώνουν ανθρώπους για αυτόν το λόγο. Γιατί και ως προς τα άλλα είναι πολύ ευτυχέστεροι αυτοί που βρίσκονται στον κάτω κόσμο από αυτούς που βρίσκονται εδώ και έχουν ήδη κατακτήσει την αθανασία για το μέλλον, αν βέβαια αληθεύουν αυτά που λέγονται.
Αλλά και εσείς πρέπει, δικαστές, να είστε πολύ αισιόδοξοι σε ό,τι αφορά το θάνατο και να σκέφτεστε ότι ένα πράγμα είναι αλήθεια, ότι δηλαδή κανένα κακό δεν μπορεί να βρει τον καλό άνθρωπο, ούτε όσο ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι οι θεοί νοιάζονται για αυτόν. Ούτε όλα αυτά που μου συνέβησαν έγιναν από μόνα τους, αλλά σε μένα είναι φανερό αυτό, ότι δηλαδή τώρα πια είναι καλύτερο για μένα να πεθάνω και να απαλλαγώ από τις έγνοιες. Για αυτό και το θεϊκό σημάδι δε με απέτρεψε καθόλου και για αυτό δεν αγανακτώ με αυτούς που ψήφισαν εναντίον μου και με τους κατηγόρους, παρόλο που δεν ήταν με αυτή την πρόθεση που ψήφισαν εναντίον μου και με κατηγόρησαν, αλλά νομίζοντας ότι με βλάπτουν. Για αυτό αξίζουν να τους κατηγορήσει κανείς. Όμως αυτό μόνο θα τους παρακαλέσω. Τους γιους μου, Αθηναίοι, όταν φτάσουν στην εφηβεία, τιμωρήστε τους στενοχωρώντας τους όπως ακριβώς σας στενοχωρούσα εγώ, αν σας φανεί πως φροντίζουν για χρήματα ή για οτιδήποτε άλλο παρά για την αρετή και αν νομίζουν ότι είναι κάτι σπουδαίο ενώ δεν είναι τίποτε· σε αυτή την περίπτωση να τους επιπλήττετε όπως σας επέπληττα εγώ, γιατί δε φροντίζουν για όσα πρέπει και νομίζουν ότι αξίζουν κάτι ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Αν τα κάνετε αυτά, δίκαια θα έχετε φερθεί και σε μένα τον ίδιο και στους γιους μου. Αλλά έφτασε πια η ώρα να πηγαίνουμε, εγώ για να πεθάνω και εσείς για να ζήσετε. Ποιος από τους δύο μας πηγαίνει σε καλύτερη μοίρα δεν το ξέρει κανείς άλλος παρά μόνο ο θεός.


Μτφρ. Ν.Ε. Τζιράκης.
Ας σκεφτούμε λοιπόν με τον ακόλουθο τρόπο, ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα να είναι ο θάνατος καλό. Γιατί ο θάνατος είναι ένα από τα δύο· ή ο νεκρός δεν υπάρχει καθόλου και δεν αισθάνεται τίποτε ή, όπως λένε, τυχαίνει να είναι κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε άλλον. Αν λοιπόν δεν λειτουργεί καμιά αίσθηση, αλλά είναι σαν ύπνος, όταν κανένας κοιμάται και μήτε βλέπει κανένα όνειρο, θαυμάσιο κέρδος θα μπορούσε να είναι ο θάνατος. Εγώ δηλαδή νομίζω ότι αν κάποιος έπρεπε, αφού διαλέξει αυτή τη νύχτα που κοιμήθηκε έτσι ώστε να μη δει ούτε όνειρο, καιαν έπρεπε, αφού συγκρίνει τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του με τη νύχτα εκείνη και αφού σκεφτεί, να πει πόσες μέρες και νύχτες έζησε στη ζωή του καλύτερα και πιο ευχάριστα από τη νύχτα αυτή, [νομίζω] όχι μόνο κάποιος ιδιώτης αλλά και ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς θα τις έβρισκε λιγοστές συγκρίνοντάς τες με τις άλλες μέρες και νύχτες. Αν λοιπόν μια τέτοια κατάσταση είναι ο θάνατος, εγώ βεβαίως τον θεωρώ κέρδος· γιατί στην περίπτωση αυτή η αιωνιότητα δεν φαίνεται να είναι μακρότερη από μια νύχτα.
Αν πάλι ο θάνατος είναι σαν μια αποδημία από εδώ σε άλλον τόπο, ώστε όσα λέγονται είναι αληθινά, ότι δηλαδή εκεί βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, ποιο αγαθό θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από αυτό, άνδρες δικαστές; Γιατί, αν κάποιος φτάνοντας στον Άδη, αφού έχει απαλλαγεί από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που λέγεται ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και όσους άλλους ημιθέους στάθηκαν δίκαιοι στη ζωή τους, θα είναι τάχα άσχημη αυτή η αποδημία; Ή πάλι τη συνάντηση με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο αντί ποίου ποσού θα την πραγματοποιούσε κάποιος από σας; Εγώ, βεβαίως, επιθυμώ να πεθάνω πολλές φορές αν αυτά είναι αληθινά. Κατεξοχήν, βεβαίως, για μένα τον ίδιο, θα ήταν αξιοθαύμαστη η παραμονή εκεί, επειδή θα συναντούσα τον Παλαμήδη, τον Αίαντα, τον Τελαμώνα και όποιον άλλο από τους παλιούς που πέθανε από άδικη κρίση, αντιπαραβάλλοντας τα παθήματά μου με τα δικά τους, νομίζω δεν θα ήταν καθόλου δυσάρεστο. Δεν σας είπα το πιο σπουδαίο· να περνώ τον καιρό μου εξετάζοντας και ερευνώντας τους εκεί όπως τους εδώ· ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος θεωρεί ότι είναι και δεν είναι. Τι ποσό, άνδρες δικαστές, θα δεχόταν να πληρώσει κανένας για να εξετάσει εκείνον που οδήγησε την πολυάριθμη στρατιά στην Τροία ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο ή και αμέτρητους άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες και γυναίκες, με τους οποίους συνομιλώντας εκεί, κάνοντας παρέα μαζί τους και εξετάζοντάς τους θα ήταν οπωσδήποτε ανείπωτη ευτυχία; Πάντως σε καμιά περίπτωση για κάτι τέτοιο, όσοι είναι εκεί ασφαλώς δεν σκοτώνουν. Και για τα άλλα οι εκεί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους εδώ και επιπλέον στον υπόλοιπο χρόνο είναι αθάνατοι, αν βεβαίως όσα λέγονται είναι αληθινά.
Αλλά κι εσείς, άνδρες δικαστές, πρέπει να είστε αισιόδοξοι απέναντι στον θάνατο και να νομίζετε ένα, δηλαδή τούτο, ότι είναι αληθινό: Δεν υπάρχει για τον ενάρετο άνδρα κακό ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει· ούτε οι θεοί αμελούν τις υποθέσεις του. Ούτε και τα δικά μου τώρα έγιναν από μόνα τους, άλλα ήταν φανερό σ' έμενα τούτο, ότι μου ήταν καλύτερο να πεθάνω πλέον και να απαλλαγώ από τα ανθρώπινα πράγματα. Γι' αυτό και εμένα πουθενά δεν με απέτρεψε το σημείο και εγώ, βεβαίως, δεν κρατώ καμιά κακία σ' αυτούς που με καταδίκασαν με την ψήφο τους και στους κατηγόρους μου. Παρ' όλο που δεν επιδίωκαν να με καταδικάσουν και δεν με κατηγόρησαν με τέτοια σκέψη, αλλά πιστεύοντας ότι μου έκαναν κακό. Αξίζει γι' αυτό να τους κατηγορήσει κανένας.
Ωστόσο τόσο λίγο τους παρακαλώ' τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στενοχωρώντας τους με αυτά τα ίδια που στενοχωρούσα κι εγώ εσάς, αν νομίζετε ότι νοιάζονται για χρήματα ή για κάτι άλλο περισσότερο παρά για την αρετή. Και αν νομίζουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, να τους επικρίνετε όπως σας επέκρινα εγώ, γιατί δεν νοιάζονται για κείνα που πρέπει και νομίζουν ότι είναι κάτι, ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Και αν κάνετε αυτά, τότε και εγώ θα έχω βρει το δίκιο μου από σας και οι γιοι μου.
Άλλα τώρα πια [αυτό μπορώ να σας πω ακόμα] είναι καιρός να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω κι εσείς για να συνεχίσετε τη ζωή σας. Ποιος από μας κατευθύνεται προς το καλύτερο είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό!


Μτφρ. Ε. Καραμέτσιος.
Ας εξετάσουμε και με τον εξής τρόπο το ότι δηλαδή υπάρχουν πολλές ελπίδες να είναι ο θάνατος κάτι καλό. Τι από τα δυο είναι λοιπόν ο θάνατος; Ή είναι ένα τίποτα και τίποτα ο νεκρός δεν αισθάνεται ή, όπως λένε, ο θάνατος είναι κάποια αλλαγή και μετάβαση της ψυχής από δω σε άλλο τόπο. Κι αν δεν υπάρχει καμιά αίσθηση, αλλά σαν ύπνος είναι ο θάνατος, που όταν κάποιος κοιμάται μήτε όνειρα βλέπει, τότε θα ήταν θαυμάσιο κέρδος. Αν έπρεπε κάποιος να διαλέξει τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκε χωρίς να δει όνειρο και συγκρίνει με αυτή τις άλλες νύχτες και ημέρες της ζωής του, κι αν έπρεπε να σκεφτεί και να απαντήσει πόσες ημέρες της ζωής του έχει ζήσει πιο καλά και πιο ευχάριστα από τη συγκεκριμένη νύχτα, νομίζω ότι όχι μόνο ο απλός άνθρωπος, αλλά και ο μεγάλος βασιλιάς θα μπορούσε να τις βρει πολύ λίγες σε σύγκριση με τις άλλες. Αν λοιπόν τέτοιος είναι ο θάνατος, εγώ τουλάχιστον τον θεωρώ μεγάλο κέρδος. Άλλωστε με την έννοια αυτή ολόκληρος ο χρόνος δεν είναι παρά μια νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι μια αποδημία από δω σε άλλον τόπο, και είναι αλήθεια όσα λέγονται πως τάχα εκεί βρίσκονται όλοι οι νεκροί, ποιο αγαθό μεγαλύτερο από αυτό μπορεί να υπάρξει; Γιατί αν κάποιος φτάσει στον Άδη, αφού απαλλαγεί από αυτούς εδώ, που λένε πως είναι τάχα δικαστές, και συναντήσει τους αληθινούς δικαστές που δικάζουν εκεί, το Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό, τον Τριπτόλεμο και όσους άλλους ημίθεους υπήρξαν δίκαιοι στη ζωή τους, θα ήταν κακή μια τέτοια αποδημία; Ή πόσα δεν θα έδινε κάποιος από σας για να συναναστραφεί με τον Ορφέα και το Μουσαίο και τον Ησίοδο και τον Όμηρο. Εγώ τουλάχιστον πολλές φορές θέλω να πεθάνω, αν αυτά είναι αλήθεια. Και για μένα θα ήταν ενδιαφέρουσα η παραμονή μου εκεί, αν συναντούσα τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα, και όποιον άλλο από τους παλιούς, που εκτελέστηκαν μετά από άδικη δικαστική απόφαση, και τον συγκρίνω με τα πάθη τα δικά μου, θα ήταν ευχάριστο φαντάζομαι. Και το σπουδαιότερο: να εξετάζω και να ψάχνω όπως κι αυτούς που ζουν εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι χωρίς να είναι καθόλου. Και τι δεν θα έδινε κάποιος, κύριοι δικαστές, να εξετάσει εκείνον που οδήγησε στην Τροία τη μεγάλη στρατιά ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο ή χίλιους άλλους θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άντρες και γυναίκες; Θα ήταν υπέρτατη ευτυχία να συζητάει με αυτούς εκεί και να συναναστρέφεται μαζί τους και να τους εξετάζει. Και κανέναν δεν θανατώνουν εκεί γι' αυτό το λόγο. Και σε πολλά άλλα εκείνοι είναι πιο ευτυχισμένοι από τους εδώ, αλλά και γιατί, αν είναι αληθινά όσα λέγονται, είναι αθάνατοι στους αιώνες των αιώνων!
Αλλά και εσείς, κύριοι δικαστές, πρέπει να στηρίζετε τις καλές σας ελπίδες στο θάνατο και να σκέφτεστε ότι μια είναι η αλήθεια, πως τον ενάρετο άνθρωπο δεν τον αγγίζει κανένα κακό ούτε όσο ζει ούτε όταν πεθάνει και ούτε οι θεοί αδιαφορούν για τα ζητήματά του. Ούτε και όσα μου συμβαίνουν αυτή τη στιγμή γίνονται τυχαία, αλλά μου είναι ολοφάνερο ότι ο θάνατος πια και η απαλλαγή από τις βιοτικές μέριμνες ήταν το καλύτερο για μένα. Γι' αυτό και το δαιμόνιο πουθενά δεν με απέτρεψε και φυσικά δεν είμαι καθόλου θυμωμένος με εκείνους που με καταδίκασαν ή με κατηγόρησαν, αν και αυτοί δεν με καταδίκασαν με αυτή τη σκέψη και δεν με κατηγόρησαν με την ιδέα πως μου κάνουν καλό. Και γι' αυτό μόνον αξίζει να τους κατακρίνει κανείς. Μια μικρή παράκληση όμως θα σας κάνω: τους γιους μου, κύριοι, όταν γίνουν παλικάρια, να τους εκδικηθείτε με τον ίδιο τρόπο που εγώ σας παίδεψα, αν σας φανούν ότι φροντίζουν πρώτα για χρήματα ή για οτιδήποτε άλλο, παρά για την αρετή, κι αν έχουν την εντύπωση πως είναι σπουδαίοι, ενώ δεν είναι, να τους κατακρίνετε, όπως ακριβώς εγώ εσάς, γιατί δεν φροντίζουν για εκείνα που πρέπει και γιατί νομίζουν ότι είναι σπουδαίοι, ενώ δεν έχουν καμιά αξία. Κι αν τα κάνετε αυτά, θα έχω βρει το δίκαιο και εγώ και τα παιδιά μου. Είναι ώρα όμως να πηγαίνουμε· εγώ για να πεθάνω, εσείς για να ζήσετε. Ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο κανείς δεν το γνωρίζει ― μόνον ο θεός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: